Κέρδισαν οι Συντηρητικοί ή έχασε για μια ακόμη φορά η Σοσιαλδημοκρατία;

Η πολιτική σκηνή της Βρετανίας έχει ένα ιδιαίτερο κομματικό και εκλογικό σύστημα. Επίσης, όλες οι εκλογικές αναμετρήσεις είναι πολύ-παραγοντικές και οι αναλύσεις που ακολουθούν σχεδόν πάντα διακρίνονται από υποκειμενική προϊδέαση. Αυτό ισχύει και για την παρούσα ανάλυση και παράθεση λόγων για την ήττα των Εργατικών. Συνεπώς, εάν κάτι έγινε σαφές από τις εκλογές της Πέμπτης, είναι ότι ο κραταιός βρετανικός δικομματισμός που στηριζόταν σε Συντηρητικούς και Εργατικούς αποτελεί πια παρελθόν. Κι όπως επίσης έγινε σαφές, το μεγαλύτερο πρόβλημα το έχουν οι Εργατικοί, διότι η συντριπτική νίκη του SNP (Σκωτσέζικο Εθνικό Κόμμα) στη Σκωτία έπαιξε σημαντικό ρόλο στη συρρίκνωση του εκλογικού ποσοστό των Εργατικών. Η άνοδος του SNP, μεταξύ άλλων, ήταν και αποτέλεσμα της όπως αποδείχθηκε έξυπνης στρατηγικής των Συντηρητικών, οι οποίοι επί βδομάδες επένδυσαν στην εθνικιστική προπαγάνδα και τοποθέτησαν το SNP στους «θανάσιμους εχθρούς» της Βρετανίας. Τη διάδοση αυτή της τακτικής, τα κυρίαρχα ΜΜΕ στη Βρετανία φάνηκε να τη στηρίζουν και τη βοήθησαν αρκετά. Αυτή η τακτική των Συντηρητικών προκάλεσε έντονη συσπείρωση στο SNP με αποτέλεσμα να αποδυναμωθούν εκλογικά οι Εργατικοί. Αλλά μόνο εκλογικά; Νομίζω πως όχι μόνο. Οι Σκωτσέζοι Εργατικοί κατά την περίοδο πριν το δημοψήφισμα, είχαν σχεδόν πείσει και πεισθεί ότι το ζήτημα της ανεξαρτησίας τους ήταν βασισμένο στην απογοήτευση για τα ζητήματα της οικονομίας. Ωστόσο, τα βρετανικά ΜΜΕ που κάλυπταν τις εξελίξεις του δημοψηφίσματος ανεξαρτησίας της Σκωτίας («Indyref») εκτίμησαν ότι το θέμα της ανεξαρτησίας ήταν περισσότερο βασισμένο σε ένα δίπολο με κύριους άξονες τη (θετική) προβολή μιας σκωτσέζικης εθνοτικής ταυτότητας, με μια παράλληλη απόρριψη των πολιτικών λιτότητας των Συντηρητικών. Εδώ οι Εργατικοί δεν φάνηκε να συνειδητοποίησαν γρήγορα τι έγινε. Να υπενθυμίσω σε αυτό το σημείο, ότι τον Σεπτέμβριο του 2014, ο Εντ Μίλιμπαντ είχε συμφωνήσει με τον Ντειβιντ Κάμερον (David Cameron) τασσόμενος υπέρ του «όχι» στο δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία της Σκωτίας, αλλά και του οικονομικού προγράμματος που θα προτείνονταν στη Σκωτία σε περίπτωση που το δημοψήφισμα ήταν αρνητικό. Το δημοψήφισμα βρήκε αρνητικό μεν, οι Εργατικοί δε, είχαν απολέσει την ευκαιρία να κάνουν τη δική τους πρόταση για το θέμα. Αυτή η στάση δεν άφηνε πολλά περιθώρια για πολλούς προεκλογικούς επικοινωνιακούς ελιγμούς στους Εργατικούς, ειδικά όταν οι Συντηρητικοί άρχισαν να πραγματώνουν την έντονη τους προπαγάνδα κατά του SNP. Η ενίσχυση του SNP δείχνει ότι μακροπρόθεσμα θα μεταβάλει τους συσχετισμούς δύναμης και θα περιορίσει σημαντικά την πρόσβαση των Εργατικών στο σκωτσέζικο εκλογικό σώμα.

Μπορεί οι περισσότεροι μετανάστες και προοδευτικοί άνθρωποι στη Βρετανία, και ανά τον κόσμο, να χαίρονται που το εκλογικό σύστημα της Βρετανίας μέσα στην πολυπλοκότητα του έδωσε λίγες έδρες στο Κόμμα της Ανεξαρτησίας (UKIP) του υπό παραίτηση Ναϊτζελ Φαρατζ (Nigel Farage), ωστόσο, η πραγματικότητα είναι αρκετά πιο σύνθετη. Το εκλογικό σύστημα της Βρετανίας έχει τις ρίζες του στον ισχυρό δικομματισμό του 19ου αιώνα, ο οποίος όπως αναφέρθηκε παραπάνω δείχνει να ανατρέπεται. Το εκλογικό αποτέλεσμα της 7ης Μαΐου δημιούργησε σημαντικές αποκλίσεις και αναντιστοιχίες μεταξύ του ποσοστού των ψήφων και των εδρών στο κοινοβούλιο. Ο Νταβιντ Κάμερον μπορεί να καυχιέται ότι πέτυχε μια θριαμβευτική νίκη, ωστόσο, το κόμμα του πήρε 23 παραπάνω έδρες και την αυτοδυναμία έχοντας αυξήσει το ποσοστό του από το 2010 μόνο κατά 0,8%. Αντίθετα, οι Εργατικοί αύξησαν τα ποσοστά τους κατά 1,5% χάνοντας 26 έδρες. Είναι αρκετά ισχυρό το επιχείρημα, ότι με δεδομένη αυτή την ευρεία αναδιανομή των ψήφων σε αρκετά κόμματα, οι Εργατικοί ισχυρίζονται ότι το εκλογικό αποτέλεσμα δίνει μια «ψευδαίσθηση αντιπροσωπευτικότητας» στους Συντηρητικούς, διότι αν παρατηρήσουμε το σύνολο των ψήφων (περίπου 46,4 εκατ.) και τους ψήφους των Συντηρητικών (περίπου 11,3 εκατ.), τότε συμπεραίνουμε ότι αρκετά παραπάνω από τους μισούς Βρετανούς δεν επέλεξαν τους Συντηρητικούς. Το ζήτημα της αναλογικότητας των ψήφων, θεωρώ ότι είναι θέμα χρόνου να τεθεί στο μέλλον, διότι, με τους παρόντες συσχετισμούς δύναμης, οι Εργατικοί θα είναι εγκλωβισμένοι εκλογικά, ειδικά όταν υπάρχει αποχή που αγγίζει το 44%.

Εκτός από τα φλέγοντα ζητήματα της παιδείας, των σπιτιών (housing problem) και του μεταναστευτικού (Immigration) με τα οποία δεν θα ασχοληθώ, ένας λόγος που οι Εργατικοί έχασαν και στις εντυπώσεις, αλλά και στην ουσία ήταν το θέμα του εθνικού συστήματος υγείας (NHS), κάτι που αποτελούσε, για κάποιους αποτελεί ακόμα, «καμάρι» της Βρετανίας. Από ότι φαίνεται, οι Εργατικοί ακόμα «πληρώνουν» το σκάνδαλο PFI από την τελευταία φορά που ήταν στην κυβέρνηση. Με λίγα λόγια, η τότε κυβέρνηση των Εργατικών πήρε χρηματικούς πόρους από το NHS και τα έδωσε σε ιδιωτικές εταιρίες για να «επενδύσουν» σε νοσοκομεία με ζημιογόνα για το συμφέρον του NHS συμβόλαια. Λόγω αυτού του σκανδάλου πολλοί εργαζόμενοι στο NHS, γιατροί και νοσηλευτές δεν θεωρούν πια ότι οι Εργατικοί είναι προσανατολισμένοι στην προστασία του NHS έχοντας το στον επίκεντρο της πολιτικής τους ατζέντας. Επίσης, το επίσημο συνδικαλιστικό όργανο των Εργατικών στους γιατρούς (BMA) βγήκε με βασική προεκλογική καμπάνια με ασαφείς και γενικής φύσεως αιτήματα ( π.χ. «politicians stop playing games with the NHS»). Επί της ουσίας, όπως αρκετοί γιατροί δηλώνουν, κι όπως φάνηκε κι από το εκλογικό αποτέλεσμα, αυτή η στρατηγική εκπροσώπησης μάλλον συνεισφέρει σε χαμηλότερα ποσοστά εμπιστοσύνης προς την πολιτική στήριξη των Εργατικών, καθώς και λειτουργεί ενισχυτικά της αποχής. Το TTIP σε συνδυασμό το νομοσχέδιο της κοινωνικής προστασίας (Social Care Bill) του 2014 θα αποτελέσει πεδίο έντονου κοινωνικού και πολιτικού ανταγωνισμού στη Βρετανία.

Κακά τα ψέματα, ένας ακόμα από τους λόγους της ήττας των Εργατικών ήταν κι ο ίδιος ο ηγέτης τους. Ο Εντ Μίλιμπαντ (Ed Miliband), ως γιος του Ραλφ Μίλιμπαντ (Raulf Miliband), ενός από τους πιο γνωστούς και διαπρεπείς Μαρξιστές ακαδημαϊκούς, δεν έκανε το ελάχιστο για να διατηρήσει την οικογενειακή σοσιαλιστική του παράδοση εμπλουτίζοντας την πολιτική ατζέντα των Εργατικών με πιο ριζοσπαστικά αιτήματα. Ο Μίλιμπαντ μάλλον απευθυνόταν περισσότερο συχνά προς τα «δεξιά» του, παρά στα αριστερά του. Ωστόσο ένα αρκετά αντιφατικό, αλλά συχνό φαινόμενο με τους σοσιαλδημοκράτες πολιτικούς είναι ότι, οι μισοί αντίπαλοί τους θεωρούν «πολύ αριστερούς», αντίθετα, οι άλλοι μισοί τους θεωρούν αρκετά «ρεφορμιστές», ενώ οι ίδιοι συνήθως είναι ακόμα πιο συντηρητικοί από ότι τους κατηγορούν. Ενδεικτικά παραδείγματα, είναι η άποψη του Μίλιμπαντ για τις διαδηλώσεις (δείτε εδώ) με τις οποίες διαφωνεί ξεκάθαρα, ενώ η άλλη αναφέρεται στη «μεσοβέζικη» πρόταση των Εργατικών για μείωση των διδάκτρων μόνο κατά το 1/3 (δηλαδή 3.000 £) μετά από τον τριπλασιασμό τους από τους Συντηρητικούς. Αυτό εξόργισε αρκετούς νέους και άλλους που έμειναν αποκλεισμένοι από το εκπαιδευτικό σύστημα. Ο Μίλιμπαντ έδειξε ότι όσες πολιτικές δυνάμεις ήταν στα αριστερά του δεν θεωρούνταν για τους Εργατικούς κοινωνικοί σύμμαχοι. Τα κοινωνικά και φοιτητικά κινήματα, τα κινήματα ταυτοτήτων, τα ανεμικά μεν, υπαρκτά δε εργατικά σωματεία και ενώσεις, καθώς και κάθε είδους κοινωνική διεκδίκηση έμειναν ουσιαστικά εκτός ατζέντας των Εργατικών, παρόλη την τυπική τους παρουσία με δικές τους οργανώσεις.

O ηγέτης των Εργατικών ήταν και η βασική αιτία για την ήττα τους.

Οι παραπάνω διαπιστώσεις με οδηγούν να ανοίξω τον τελευταίο μεγάλο λόγο της ήττας των Εργατικών. Αυτός, κατά την άποψή μου, δεν είναι άλλος από το ευρύτερο ιδεολογικό και πολιτικό πρόβλημα των κομμάτων που κατάγονται από τη Σοσιαλδημοκρατία. Οι σοσιαλδημοκράτες της Ευρώπης, της Ελλάδας αλλά και της Βρετανίας έχουν προ πολλού απολέσει σε επίπεδο λόγου, πολιτικών, και ιδεών τις βασικές «αρχές» ενός σοσιαλιστικού οράματος που θα βασίζεται στην κοινωνική δικαιοσύνη και στην ανάπτυξη για όλους. Ο «τρίτος δρόμος» των Τόνι Μπλερ (Tony Blair) και Άντονι Γκίντενς (Antony Giddens) οδήγησε τελικά σε πολιτικό και ιδεολογικό αδιέξοδο τους Εργατικούς, καθώς και τους λοιπούς σοσιαλδημοκράτες στην Ευρώπη. Η ξεκάθαρη εναντίωση στους λόγους και τις πρακτικές της «λογικής» των αγορών, η οποία έχει εισβάλει σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής των ανθρώπων, μη δίνοντας άλλες εναλλακτικές, ουσιαστικά δεν έγινε ποτέ. Αντίθετα, τις τελευταίες μέρες πριν τις εκλογές, ακόμα και οι πιο ένθερμοι/ες υποστηρικτές των Εργατικών προσπαθούσαν ανάμεσα στις «θολές» θέσεις του μανιφέστου των Εργατικών, να εντοπίσουν τις διαφορές με το πρόγραμμα των Συντηρητικών.

Σύμφωνα λοιπόν με τα παραπάνω, ήρθε η ώρα για τους Εργατικούς για ιδεολογικό και πολιτικό αναστοχασμό σε βάθος, ιδεατά, πριν μπουν στη διαδικασία να εκλέξουν νέο ηγέτη. Όλα δείχνουν ότι εντός του κόμματος οι υποψηφιότητες δεν θα αργήσουν να εμφανίζονται στο προσκήνιο. Ήδη αρκετοί προκρίνουν τον Νταν Τζάρβις (Dan Jarvis), βουλευτή του Barnsley Central, ο οποίος είναι νέος (42 ετών), θεωρείται εκτός του παγιωμένου πολιτικού προσωπικού των Εργατικών, είναι περισσότερο «νοσταλγός» παρά ενεργός υποστηρικτής του «παλιού καλού» συστήματος υγείας (NHS), και έχει μια σχετικά μακρά πορεία εκτός πολιτικής υπηρετώντας τον Βρετανικό στρατό.

Τέλος, οι λόγοι της εκλογικής ήττας των Εργατικών που εκτέθηκαν εδώ, θεωρώ ότι είναι πολιτικά και επικοινωνιακά αναστρέψιμοι, μιας και υπάρχει ένα ποσοστό 44% αποχής και ένα ποσοστό μετακινούμενων ψηφοφόρων (περίπου 6-8%) που ενδεχόμενα μετά από μια ακόμα θητεία των Συντηρητικών στην κυβέρνηση να είναι σε θέση να «ακούσει» τους Εργατικούς, και με την ταυτόχρονη ανανέωση σε επίπεδο προσώπων, να δημιουργηθούν οι συνθήκες για να αποφευχθεί η πολιτική τους χρεοκοπία.


Ο Διονύσης Μητρόπουλος είναι  PhD Candidate στο Birkbeck, University of London

Διονύσης Μητρόπουλος

Share
Published by
Διονύσης Μητρόπουλος