Και η κοινωνία θέλει τον ποιητή της!

Η ποίηση και ο ποιητής είναι αξεχώριστα — δεν μπορώ να γράψω για την ποίηση χωρίς να γράψω για τον ποιητή. Και πράγματι, εγώ, σαν ποιητής, είμαι η ποίηση που γράφω. Δεν ήξερα πώς γράφεται ένα ποίημα όταν ένιωσα πως ήθελα να είμαι ποιητής. Ήμουν δεκατριών χρονών και ήμουν μόνος στον κόσμο — ορφανός από μάνα και ο πατέρας μου ήταν στον πόλεμο. Μεγάλωσα στους δρόμους — ούτε σχολείο δεν πήγα: για να επιβιώσω έκλεβα μικροπράγματα και όταν ήθελα να κοιμηθώ κούρνιαζα στα υπόστεγα και στις στοές του υπόγειου σιδηρόδρομου, στη μεγάλη άγρια πόλη της Νέας Υόρκης την εποχή του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, στα 1943. Έζησα στην κόλαση εκείνη τη χρονιά και υποψιάζομαι ότι αυτού του είδους οι κολάσεις γεννούν τους ποιητές. Φούντωσαν μέσα μου εκείνο τον καιρό ανείπωτη χαρά και ανείπωτη θλίψη. Ήθελα να μιλήσω γι’ αυτά στους ανθρώπους αλλά δεν ήξερα τον τρόπο.

Αν είχα μείνει στους δρόμους δε θα τον μάθαινα ποτέ· όμως με έκλεισαν στη φυλακή. Δε νομίζω ότι η ζωή μου είχε πάρει λάθος δρόμο, αν έπρεπε να θεωρηθεί ότι εγώ ήμουν που την οδηγούσα λάθος (κάτι που είναι καθαρή ανοησία), οι δικές μου κατευθύνσεις ήταν πάντα αγαθές, άσχετα με την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, κατάσταση, καθεστώς. Αυτό που όλοι θα θεωρούσαν κατάφωρη αδικία —να με κλείσουν φυλακή στα δεκαεφτά μου χρόνια και να είμαι εκεί ο νεότερος κρατούμενος αντί να με στείλουν στο αναμορφωτήριο (εάν υπάρχει κάτι τέτοιο πραγματικά) αποδείχθηκε ένα από τα σπουδαιότερα πράγματα που θα μπορούσαν ποτέ να μου τύχουν.

Μέσα στη φυλακή δε μου στάθηκε εμπόδιο η κοντόθωρη και συχνά ανόητη συνειδητότητα της νιότης· μέσα στη φυλακή έπρεπε να συνδιαλλαγώ με όλα τα είδη των ανθρώπων, να μοιραστώ το ίδιο πεπρωμένο, και μάλιστα για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, τρία ολόκληρα χρόνια. Τότε διάβασα πολλά σπουδαία βιβλία και μίλησα με μερικές σπουδαίες προσωπικότητες —ανθρώπους που έζησαν αρκετά χρόνια περιμένοντας την εφαρμογή της Θανατικής Ποινής και πήραν χάρη. Kανείς δεν μπορεί να λησμονήσει τη συνάφεια με ψυχές σαν κι αυτές. Ένας μου είπε: «Αγοράκι μου, μη δουλεύεις για το χρόνο, άσε το χρόνο να δουλέψει για σένα.» Κι έτσι έγινε. Ο χρόνος, που είναι συνήθως τόσο σκληρός, ήταν ευγενικός και ευεργετικός για μένα. Όταν έφυγα από κει ήμουν ένας νεαρός άντρας, εκπαιδευμένος σαν άντρας στα καλύτερα και στα χειρότερα. Αυτός είναι ο λόγος που δεν μπορώ να πω κάτι αληθινά άσχημο για τη φυλακή. Δε λέω ότι η φυλακή είναι κάτι καλό —με κανένα τρόπο. Για τους μεσήλικες και τους γέρους είναι ένα φέρετρο με δυνατότητα αναπνοής — κάθε κλειστή πόρτα μπροστά σ’ έναν άνθρωπο είναι σκέτη δυστυχία. Αλλά εγώ είμαι εγώ και δεν είναι του γούστου μου να αποστρέφομαι ένα άσχημο πράγμα όταν αυτό, με έναν παράδοξο τρόπο, τόσο πολύ με ωφέλησε. Καμιά φορά η κόλαση μπορεί να είναι καλή — αν διδάξει σε κάποιον ότι επειδή υπάρχει αυτή υπάρχει και το αντίθετό της, ο ουρανός. Και τι ήταν τότε ο ουρανός; Ήταν η ποίηση.

Δεν έγραψα ποιήματα για τη φυλακή ή τους φυλακισμένους. Έγραψα για τον έξω κόσμο γιατί ήμουνα πάλι έξω στον κόσμο. Ήμουνα άνθρωπος του κόσμου, όχι της φυλακής. Στη φυλακή μόνο διδάχτηκα, δεν έγραψα. Αν πρέπει ν’ ανεβείς με μια σκάλα ψηλά κι από κει ψηλά να δεις, τότε καλύτερα να γράψεις γι’ αυτό που βλέπεις παρά για το πώς ανέβηκες. Για μένα η φυλακή ήταν η σκάλα.

Είναι σωτήριο χάρισμα και βαρύ ελάττωμα να μιλάς και να λες ό,τι σου έρχεται στο κεφάλι πιστεύοντας ειλικρινά ότι είσαι κάποιος που λέει την αλήθεια. Εγώ γράφω ό,τι μου ‘ρχεται στο κεφάλι και αυτό σημαίνει ότι γράφω τίμια αλλά σημαίνει ίσως και ότι γράφω αδέξια. Κανένας ποιητής δε θέλει να είναι αδέξιος. Ωστόσο εγώ αποφάσισα να αδιαφορήσω από τη στιγμή που αυτό μου επιτρέπει να λέω την αλήθεια. Αν ο νους του ποιητή είναι καλοσχηματισμένος, καλοσχηματισμένο θα είναι και το ποίημα.

Το πρώτο μου ποίημα το θυμάμαι ελάχιστα· δεν έχω καν το χειρόγραφο, το έχασα μαζί με εκατοντάδες άλλα, όλα τώρα ξεχασμένα, σε ένα σταθμό λεωφορείων στο Μαϊάμι της Φλόριντα, αν είναι δυνατόν! Τα είχα σε μια βαλίτσα — μοναδική μου αποσκευή στα δρομολόγια που έκανα συχνά, μια και μοναδική μεγάλη βαλίτσα μ’ ένα πουκάμισο και μια αλλαξιά, στριμωγμένα ανάμεσα σ’ ένα κατακλυσμό από ποιήματα. Ποτέ δεν ξαναγύρισα εκεί να αναζητήσω τη βαλίτσα μου. Πολλά χρόνια αργότερα απευθύνθηκα στο σταθμάρχη και μου είπε ότι το πιθανότερο είναι να έχουν καταστραφεί. Αυτά έχω να πω για τα πρώτα μου έργα. Δε στεναχωρήθηκα τότε γιατί ένιωθα ότι ήμουν ανεξάντλητος — ότι είχα μπόλικο απόθεμα απ’ αυτό το υλικό που ονομάζεται ποίηση. Μοναδική μου έγνοια ήταν να μη χάσω τον ποιητή, χωρίς μεγάλη πάντα επιτυχία. Όταν έχεις τον ποιητή έχεις και τα ποιήματα.

Ακόμα και τότε που ταξίδεψα στην Ευρώπη, αυτά τα τελευταία πέντε χρόνια, κουβαλούσα πάντοτε μαζί μου μια βαλίτσα, με το ίδιο περιεχόμενο, πενήντα ποιήματα και μια αλλαξιά εσώρουχα. Πολλές φορές όταν περνούσα από το τελωνείο έπρεπε ν’ ανοίγω τη βαλίτσα μου και όλοι οι τελωνειακοί έβλεπαν μόνο χειρόγραφα με ποιήματα. Μόνο ένας διπλωμάτης μπορεί να κουβαλάει τόσα χαρτιά αλλά η όψη μου και τα πολυταξιδεμένα ρούχα μου καθόλου δεν ταίριαζαν σε διπλωμάτη. Τι άλλο θα μπορούσα να είμαι λοιπόν: ή κατάσκοπος ή ποιητής ή και τα δυο. Ένας ποιητής είναι κατάσκοπος αλλά όχι με την πολιτική έννοια. Είναι ο κατάσκοπος του καθενός, κατασκοπεύει για τον καθένα και δίνει αναφορά στον καθένα. Ο John Keats ισχυριζόταν πως είναι ο κατάσκοπος του Θεού. Εγώ πιστεύω στον άνθρωπο κι αυτό με κάνει κατάσκοπο του ανθρώπου. Πάντως δεν είχα ποτέ σοβαρό πρόβλημα στα τελωνεία, εκτός από τη δυσκολία να ξανακλείσω τη βαλίτσα. Πρέπει να την παραγέμιζα, έτσι όταν άνοιγε μέσα στο βαγόνι του τρένου, που ήταν κατάμεστο από κόσμο, τα ποιήματα τινάζονταν σαν διαβολάκια και σκορπίζονταν δεξιά αριστερά, κάτι που καταντούσε βαρετό — έτσι προσπάθησα να ταξιδεύω χωρίς αυτά και αυτό δεν ήταν τόσο καλή ιδέα γιατί πάλι τα έχασα. Νομίζω πως έχω χάσει περισσότερα ποιήματα απ’ όσα έχω στα χέρια μου. Το καλύτερο που μπορούσε να συμβεί σ’ εμένα και στα ποιήματά μου ήταν να βρω έναν εκδότη. Μόλις συγκέντρωσα μια καλή φουρνιά τα έστειλα στον εκδότη στη Νέα Υόρκη. Αυτά τα ποιήματα σώθηκαν.

Από μικρό παιδί ως την ώρα που βγήκα από τη φυλακή ήμουν ποιητής, αλλά ένας ποιητής που δεν είχε γράψει κανένα ποίημα. Μόλις βγήκα άρχισα να γράφω συνέχεια και μάλλον δεν ήταν καθόλου καλά — μου αρέσει μάλιστα να σκέφτομαι ότι γι’ αυτό ήθελα να τα χάνω. Άρχισα να τα προσέχω να μη χαθούν όταν έγραφα λιγότερα. Στην αρχή ένιωσα ότι είναι πολύ εύκολο να γράφεις ποίηση· ότι ακόμα κι αν οι κριτικοί θεωρούν την ποίηση ως τη δυσκολότερη τέχνη, εγώ δε συμμεριζόμουν καθόλου αυτή την άποψη. Έβρισκα, ξαναλέω, πολύ εύκολο να γράφεις αυτά τα τόσο μεγάλα και σπουδαία και δύσκολα. Ήρθε όμως η ώρα που με δυσκολία μπορούσα να γράψω ένα ή δυο ποιήματα το μήνα, ή που ήταν σχεδόν αδύνατο ν’ αραδιάσω στο χαρτί κάτι αληθινά βγαλμένο απ’ την καρδιά μου. Εκείνα τα ποιήματα που έγιναν με κόπο, με χαρά και παίδεμα, εκείνα μένουν.

Η κυκλοφορία της ποίησης στους κύκλους των ποιητών είναι κάτι καλό. Και η κατανόηση της ποίησης, στις μέρες μας, θεωρείται πολύ σπουδαιότερη ανάγκη και προβάλλεται περισσότερο από ποτέ. Ωστόσο δεν έχει καμιά σημασία αν ένα ποίημα κυκλοφορεί ή προβάλλεται. Αν έχει μέσα του την αλήθεια και τη δύναμη της μύχιας συνειδητότητας του ποιητή θα καταφέρει, είτε το κατανοήσουν είτε όχι, είτε το εγκρίνουν είτε όχι, να φτάσει εγκαίρως στο κέντρο της καθολικής συνειδητότητας του ανθρώπινου είδους και έτσι να το ευεργετήσει. Αυτή είναι η μαγική ιδιότητα του ποιήματος και το αληθινό μυστήριο της ποίησης — η ικανότητά της να προωθεί και να βελτιώνει τη μοίρα του ανθρώπινου νου.

Υπάρχει μια βαθιά αιτία για κάθε ποίημα, για κάθε ποιητή — όπως υπάρχει και μια αιτία για τον θαλασσοπόρο εξερευνητή, τη θάλασσα, το καράβι και την ανακάλυψη. Κάποιος πρέπει να ‘ναι «Χριστόφορος Κολόμβος» του μυαλού, της απεραντοσύνης της συνειδητότητας, κι αυτό είναι που κάνει ο ποιητής. Αλλά σε αντίθεση με τον Κολόμβο που ανακάλυψε έναν Νέο Κόσμο, έναν κόσμο που ωστόσο υπήρχε κάπου από πριν, ο ποιητής πρέπει να πλάσει έναν κόσμο νέο — κόσμο ανύπαρκτο προτού ο ποιητής τον φέρει μπροστά στα μάτια μας. Πρέπει να τον φέρει μπροστά και να τον ανακαλύψει για όλους τους λαούς και όλους τους καιρούς. Όταν απέκτησα τη συνειδητή γνώση ότι αυτά που είχα γράψει ήταν σαν ένα κλειδί για μια ακατάγραπτη πύλη, έγραψα και την πύλη, και όταν την άνοιξα τι νομίζετε ότι βρήκα πίσω της; Δε βρήκα τίποτα. Εκτός κι αν έβρισκα εγώ να βάλω κάτι. Ξέρω ότι δε θα βρω τίποτα κοιτάζοντας μόνο, ξέρω ότι πρέπει να δημιουργήσω το χώρο του πόθου της αλήθειας μου: και μόνο τότε θα μπορώ να τον κατοικήσω ειρηνικά και χαρούμενα. Γιατί αν ο ποιητής νιώθει ειρηνικά και χαρούμενα, σας διαβεβαιώ, όλη η ανθρωπότητα τον ακολουθεί. Η ανθρωπότητα όμως δεν είναι χαρούμενη, και ποτέ δεν ήταν — άραγε θα είναι κάποτε; Μπορεί να προκύψει αυτό; Είμαι σε θέση να το φανταστώ, αλλά δεν πιστεύω ότι είναι εφικτό. Όλοι οι λαοί δεν είναι ένας λαός. Κάποιοι θα είναι ευτυχισμένοι και κάποιοι άλλοι δυστυχισμένοι και αντίθετα. Να έχεις όλον τον κόσμο ευτυχισμένο κι ωστόσο να σου βρίσκεται κι ένα σκοινί για να κρεμαστείς… αυτό μας λέει ότι όσο υπάρχει θάνατος θα υπάρχει και δυστυχία. Η θλίψη, όπως κι ο θάνατος, είναι αναπόφευκτη. Είναι γραφτό μας. Για τη θλίψη, το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να προσπαθούμε να δώσουμε την ευτυχία στους άλλους. Και για το θάνατο, το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να μη μας τρελάνει. Αυτή είναι η βασική μέριμνα του σημερινού ποιητή. Έχει αποδεχθεί το αναπόδραστο. Πρέπει τώρα να μάθει πώς να ζει μ’ αυτό όσο γίνεται πιο καλά.

Παρ’ όλα αυτά, είναι κωμικό να βλέπεις ότι ο καθένας, εκτός από τους ποιητές, μοιάζει να ζει ανώδυνα και ευχάριστα. Έτσι συμβαίνει εδώ στην Αμερική.

Θεωρώ κωμικό το γεγονός ότι είμαι ποιητής σ’ έναν κόσμο όπως ο σημερινός. Παρόλο που νιώθω ότι λέξεις όπως «μοντέρνος» ή «νεωτερικός» ή «σύγχρονος» είναι απατηλές και ότι όλοι οι λαοί ανήκουν σε μία εποχή και έχουν το ίδιο πνεύμα, μένω με την παράξενη αίσθηση ότι σ’ αυτό τον κόσμο ένας ποιητής μπορεί να γράψει ένα τέλειο ποίημα αλλά ο ίδιος να μην είναι τέλειος. Είναι δευτερεύων ως προς το ποίημα. Άσε τον ποιητή να υποφέρει, αλλά μην αφήσεις το ποίημα να υποφέρει ούτε να βασανίζεται από μας. Θαρρώ πως αυτή είναι μια ιλαροτραγωδία γιατί όσο φως κι αν έχει να προσφέρει ο ποιητής — αυτός το προσφέρει, και όχι το ποίημά του. Το φως έρχεται από τον ποιητή κι όχι από το ποίημα. Ο ποιητής το δίνει στο ποίημα και το ποίημα το δίνει στον άνθρωπο. Στην Αμερική τιμούμε την ποίηση, όχι τους ποιητές.

Είμαι η ουσία της ποίησής μου. Αν τιμάς την ποίηση, τιμάς εμένα. Αν με καταδικάσεις, την ποίηση καταδικάζεις. Είμαι η ποίηση που γράφω. Τη ζω, τη χαίρομαι, την πονώ κι επιθυμώ να περιέχει καθετί μεγάλο και θαυμαστό για μένα και για τους άλλους και κανένα από τα ποιήματα που έγραψα δεν υπάρχει που να μην είναι με τον ένα ή τον άλλο τρόπο σάρκα από τη σάρκα μου. Καθετί που ξέρω το ξέρω από τον άνθρωπο, και τα βιβλία, και τον εαυτό μου — και αφού τα βιβλία είναι γεννήματα του ανθρώπου, κι εγώ ο ίδιος είμαι άνθρωπος, είναι αυτονόητο ότι η όλη υπόθεση της ποίησης βρίσκεται στα χέρια του ανθρώπου. Η ποίηση δεν είναι τίποτα χωρίς τον άνθρωπο.  Η ζωή σ’ αυτόν τον κόσμο είναι σκληρή και για τον ποιητή γίνεται αβάσταχτη. Σ’ αυτή τη δίνη της ανθρώπινης προσπάθειας ο άνθρωπος-ποιητής είναι γραφτό να κατοικεί στις παρυφές, στις εσχατιές της ανθρωπότητας. Περισσότερο από κάθε άλλη μορφή στην ιστορία του ανθρώπου ο ποιητής είναι αμέτοχος σε σκοτεινές, τερατώδεις, ασυγχώρητες πράξεις — κι ωστόσο ζει σαν να τον έχει εξορίσει η ζωή απ’ τη ζωή. Μια ζωή μοναχική, κοπιαστική, δίχως ανταπόδοση — αυτό του πρέπει. Ναι, ο ποιητής δεν είναι ανάμεσα στους ευτυχέστερους και στην πραγματικότητα μπορεί άνετα να συγκαταλεχθεί ανάμεσα στους λιγότερο ευτυχείς.

Αμφιβάλλω αν οι ποιητές παλιότερα ζούσαν τόσο δύσκολα και βασανιστικά όσο οι σημερινοί και αμφιβάλλω αν ο σημερινός ποιητής ζει τόσο δύσκολα και βασανιστικά όσο ο μελλοντικός. Ο ποιητής τώρα, κι όχι το ποίημα, πρέπει να γίνει έργο τέχνης — να είναι ωραίος, να είναι τέλειος. Οι καιροί απαιτούν ο ποιητής —δηλαδή ο άνθρωπος— να είναι τόσο αληθινός όσο το ποίημα. Αυτό ακριβώς γίνεται. Οι ποιητές είναι τα ποιήματά τους.

Θα έλεγα ότι αυτοί οι ποιητές είναι εξαιρετικά διαφορετικοί από τους ποιητές άλλων εποχών γιατί το ζόρι βαραίνει στην ψυχή τους πιο πολύ παρά στο ποίημα. Πιστεύουν βαθιά ότι αν ο ποιητής έχει καλή μορφή τότε θα έχει καλή μορφή και το ποίημα. Απ’ την άλλη, ο ποιητής σήμερα πρέπει να συμβαδίσει μ’ έναν μεταβλητό κόσμο και μια μεταβλητή συλλογική συνείδηση. Πρέπει να συνδιαλέγεται με την ατεχνία πιο πολύ παρά με την τέχνη. Αυτό είναι εντελώς ενάντιο με ολόκληρη την ιδιοσυστασία του, με όλη του την ύπαρξη. Ωστόσο πρέπει κι ο ίδιος να αλλάξει ή αλλιώς να πεθάνει. Βλέπει τον κόσμο ν’ αλλάζει και συνειδητοποιεί πως πρέπει να αλλάξει μαζί του αν θέλει να επιβιώσει. Αυτή είναι η καινούρια και δύσκολη δοκιμασία — η πορεία είναι ξεκάθαρη: ο κόσμος αλλάζει, ο άνθρωπος πρέπει ν’ αλλάξει, και ο ποιητής, που πριν απ’ όλους συναισθάνεται την αλλαγή, καλείται να σαλπίσει τον παιάνα.

Ο ποιητής σήμερα δεν θέλει πια να τραγουδήσει για τα δέντρα. Κάποτε είδα τον εαυτό μου να πελαγοδρομεί με στίχους για δέντρα και πουλιά, όμως αρνήθηκα αυτή την ποίηση γιατί μια πολύ πιο βαθιά απελπισία μου έγνεφε να την ακολουθήσω. Θυμάμαι κάποιους ποιητές που υμνούσαν τη «φύση» να με δασκαλεύουν: «Μα τα δέντρα είναι τόσο όμορφα και, τελικά, πολύ σπουδαιότερα από τον άνθρωπο.» Χτύπησα τη γροθιά μου σ’ ένα ξύλινο τραπέζι και είπα: «Να τι κάνει ο άνθρωπος στα δέντρα.»

Σήμερα στην Αμερική υπάρχουν πολλοί ποιητές: όλοι έχουν κάτι να πουν, κάποιοι το λένε άσχημα και άλλοι το λένε εξαιρετικά, κι ωστόσο όλοι μιλούν για αγάπη, καλοσύνη και για ελπίδες παγκόσμιας ατομικής ελευθερίας. Όλοι υποδηλώνουν μια νέα συνείδηση, μια νέα εποχή. Εκπροσωπούν και το σούρουπο και τη χαραυγή. Σήμερα για πρώτη φορά στην ανθρώπινη ιστορία ο ποιητής είναι αντιμέτωπος με τον κόσμο γύρω του, άλλοτε από μια γωνιά κι άλλοτε μες στη μέση. Βλέπει τον εαυτό του, βλέπει και πώς τον βλέπουν οι άλλοι, τα μάτια τους όμως σπάνια συναντώνται. Ο ποιητής φωνάζει για μια αλλαγή στην κοινωνία, όχι για τον εαυτό του αλλά για όλους τους λαούς: κι όμως αυτός είναι που έχει ανάγκη να αλλάξει κι όχι οι λαοί. Μοιάζει να μην υπάρχει κοινωνία για τον ποιητή. Στην Αμερική ο ποιητής μοιάζει σαν ένα καλαμπούρι. Ή αλλιώς σαν ένας στασιαστής, αφού μπορεί και πατάει την κοινωνία στο μεγάλο της δάχτυλο. Κανένας δεν διαφεντεύει την κοινωνία και ο ποιητής είναι ο τελευταίος που θα το ισχυριστεί. Μπορεί όμως περισσότερο από κάθε άλλον να επιφέρει αλλαγές μέσα στην κοινωνία. Μπορεί να το καταφέρει αυτό αλλά η μοίρα του είναι ακόμα και τότε να είναι πάλι ανίκανος να σωθεί ο ίδιος μέσα σ’ αυτή την αλλαγμένη κοινωνία. Κανείς δε φταίει γι’ αυτό. Ο ποιητής ανήκει στο δικό του κόσμο· είναι ο καλύτερος που μπορεί να του προσφέρει η ζωή και θα έπρεπε να είναι αρκετός — θα έπρεπε αλλά δεν είναι.

Νιώθω ότι στο μέλλον πολλοί, πάρα πολλοί ποιητές θ’ ανθίσουν, το ποιητικό πνεύμα θα απλωθεί παντού και θα φτάσει σε όλους: θα φανερωθεί όχι με λέξεις —με το γραπτό ποίημα— αλλά με την ύπαρξη του ανθρώπου και με τα επιτεύγματά του. Αν αυτό συμβεί θα καταστεί αναγκαίο ο κόσμος του ποιητή και ο κόσμος του καθενός μας να ενωθούν και να γίνουν μια και μόνη πιθανότητα. Μια φούχτα ποιητές σε κάθε χώρα του κόσμου τώρα μπορούν και πάντα μπορούσαν να ζουν μέσα στον κόσμο και ταυτόχρονα στον κόσμο το δικό τους· και άλλοτε από τύχη ή από σκοπού ή από τη μοίρα δεν ήταν ο λαός αλλά ο ποιητής που δεν επέτρεπε να παραβιάζουν τον κόσμο του. Όταν όμως αυτού του είδους οι άνθρωποι γίνουν πολλοί, τότε όλοι κυριεύονται από το ποιητικό πνεύμα, από τον κόσμο των ποιητών, όχι μόνο με το γραπτό λόγο αλλά με τα επιτεύγματα και με το στοχασμό και με την ομορφιά, και τότε πια η κοινωνία δεν έχει άλλη επιλογή παρά να γίνει ταιριαστή για αυτούς. Νιώθω πως ο άνθρωπος έχει πάρει αυτή την κατεύθυνση· είναι προορισμένος να γνωρίσει και να συνειδητοποιήσει την εποχή του· η καλόγνωμη ευφυΐα του και η συμπόνια θα του δώσουν τη δύναμη να τα βγάλει πέρα με όλες τις αντίξοες, ανασταλτικές συνθήκες που μπορεί να προκύψουν — κι όταν συμβεί αυτό «ποιητής» δε θα είναι πια το όνομά του αλλά η κατάκτησή του.

Οι άνθρωποι θα αλλάξουν, το ίδιο και ο ποιητής — έχει κι αυτός ανάγκη την αλλαγή γιατί πολύ απέχει από το τέλειο — και πραγματικά υπάρχουν πολλοί ποιητές που έχουν τα χάλια τους. Στην Αμερική ειδικά — όπου ο ποιητής στερείται παντελώς σεβασμού και εκτίμησης. Σεβασμό και εκτίμηση επιζητεί, επιδιώκει κάθε υπαρκτό ον. Το λυπηρό στην Αμερική είναι ότι για να βρεις σεβασμό και εκτίμηση πρέπει να έχεις χρήματα: έτσι ο Αμερικανός ποιητής που επιθυμεί να κερδίσει το σεβασμό και την εκτίμηση έχει ηττηθεί εξαρχής, γιατί το χρήμα είναι πολύ δύσκολο να αποκτηθεί και ειδικά για έναν ποιητή είναι ουσιαστικά ακατόρθωτο. Ο τρελός και το χρήμα του γρήγορα χωρίζουν αλλά ο ποιητής και το χρήμα δεν έχουν την ευκαιρία να συναντηθούν ώστε να χωρίσουν. Κι εκείνο το παλιό παραμύθι ότι οι ποιητές γράφουν καλύτερα όταν πεινάνε και ζουν σε τρώγλες είναι καθαρή βλακεία.

Σκέφτομαι ολοένα τον ποιητή γιατί ξέρω πολύ καλά ότι το ποίημα χωρίς τον ποιητή δεν είναι τίποτα κι ότι δεν θα υπήρχε καθόλου ποίηση αν δεν υπήρχαν ποιητές. Όλα σήμερα μοιάζουν να δουλεύουν εχθρικά προς τον ποιητή: κινδυνεύει κάθε στιγμή να τον αφανίσουν. Με τον τρόπο που μεταχειρίζονται σήμερα τους ποιητές αμφιβάλλω αν κάποιος θα θελήσει να γίνει ποιητής στο μέλλον αν έχει έστω μια στάλα μυαλό στο κεφάλι. Πρώτα απ’ όλα, δεδομένης της υπερβολικής ευαισθησίας του ή έστω κι αν δεν έχει ευαισθησία αρκετή, δε θα μπορεί να ανεχτεί το στίγμα της ταξινόμησής του ως κάτι περίεργο ή ανατρεπτικό μόνο και μόνο επειδή είναι ποιητής. Η διανοητική του κατάσταση θα αποστρέφεται τη φτηνή δημοσιότητα (αν την προσελκύει εξαιτίας της στάσης του) — μόνο οι σταρ του σινεμά την επιζητούν γιατί τους φέρνει χρήμα και θαυμαστές. Στον ποιητή φέρνει μόνο καταστροφική δημοφιλία χωρίς το θλιβερό αντάλλαγμα του πλούτου. Ο ποιητής, αντίθετα με το δημοφιλή τραγουδιστή ή τον σταρ, δεν είναι διασκεδαστής. Αναφέρομαι κυρίως στη χώρα μου, την Αμερική, όπου πιστεύω ότι αν δεν έμπαινε στη μέση η ποίηση, αν δεν υπήρχε αυτή η ποιητική γενιά στην οποία ανήκω, η Αμερική θα ήταν μια σκέτη νοικοκυρεμένη επιχείρηση. Έτσι θα ήταν, αν οι ποιητές δεν της αφαιρούσαν αυτό το πνιγηρό νοικοκυρεμένο ύφος.

Δεν λυπάμαι τον ποιητή στην Αμερική σήμερα ή χτες γιατί ακόμα κι αν υπήρξε ποτέ θρήνος Αμερικανού ποιητή αυτός δεν ήταν ποτέ για την έλλειψη ελευθερίας. Ο ποιητής στην Αμερική είναι ελεύθερος να κάνει οτιδήποτε μπορεί ή ελπίζει ότι μπορεί σε σχέση με την κατάσταση της ποίησης ή τη δική του κατάσταση ότι είναι ποιητής. Αν νιώσει ότι είναι σε ελεεινή κατάσταση στο χέρι του είναι μόνο να την αλλάξει — όχι την ποιητική του κατάσταση, γιατί όλοι οι ποιητές του κόσμου και της ιστορίας ήταν πάντα ελεύθεροι. Αν ο ποιητής χρειάζεται βοήθεια στην ποιητική του κατάσταση τότε είναι μόνος του, κανείς δεν μπορεί να τον βοηθήσει. Στην ανθρώπινη κατάστασή του, ο ποιητής, σαν ανθρώπινο πλάσμα, εκεί είναι που μπερδεύεται και πελαγώνει και κακοπαθαίνει καμιά φορά ή πληγώνεται. Ο ποιητής δεν βασανίζεται από την ποίησή του, βασανίζεται σαν άνθρωπος — και η ανθρώπινη ιδιότητά του είναι αυτή που με νοιάζει. Νομίζω ότι κινδυνεύει από την αχαριστία, από τη βλακεία, από τη βία.

Δεν ισχυρίζομαι ότι μια χώρα που δε δείχνει σεβασμό και εκτίμηση στους ποιητές της δεν θα έχει ποιητές. Πολλές χώρες που επισκέφτηκα, χώρες που είναι γνωστές για το σεβασμό τους στους καλλιτέχνες, συμβαίνει να μην έχουν ποιητές καθόλου. Έχω στο νου μου όχι μόνο τους Αμερικανούς ποιητές, αλλά τους ποιητές όλου του κόσμου, γιατί ένας ποιητής είναι πρώτα απ’ όλα οικουμενικό πλάσμα — κι έτσι εξηγείται πώς είναι αδύνατον ένας αληθινός ποιητής να είναι εθνικιστής. Να γράφεις ποιήματα για το κράτος και όχι από την καρδιά σου είναι θάνατος για τον ποιητή.

Κατά συνέπεια υποστηρίζω ότι η κατάσταση του ποιητή στον κόσμο σήμερα είναι άθλια. Στην Αμερική τον αντιμετωπίζουν σαν κάτι παράξενα εχθρικό προς τον αμερικανικό τρόπο ζωής. Στη Ρωσία δεν μπορεί να τραγουδήσει το τραγούδι του — πρέπει να τραγουδήσει για το κράτος και κανένας ποιητής δεν μπορεί να τραγουδάει κάτι που δεν είναι δικό του. Στην Ευρώπη είναι εξαντλημένος. Στην Ασία δεν υπάρχει. Το μολυβένιο σύννεφο της αβεβαιότητας σκεπάζει τα πάντα. Κι αυτός ο αναγκαίος παράγοντας, ο πάλαι ποτέ παράγοντας της ομορφιάς είναι τώρα ο μόνος πάροχος της βεβαιότητας. Γι’ αυτό πρέπει να υπάρχει ο ποιητής. Ο κόσμος είναι αβέβαιος· ο ποιητής αγωνίζεται για τη βεβαιότητα.

Ο κόσμος αλλάζει· κι αυτό που εντείνει την αβεβαιότητα είναι ότι ο κόσμος ξέρει ότι αλλάζει. Να μη γνωρίζεις ότι ο κόσμος αλλάζει ισοδυναμεί με βεβαιότητα για έναν κόσμο παλιό και οικείο, έναν κόσμο που δεν υπάρχει πια — το παρελθόν μοιάζει πάντα ασφαλέστερο από το μέλλον επειδή μας είναι γνωστό: το μέλλον είναι άγνωστο. Σβήνει και η βεβαιότητα του χτεσινού κόσμου που καλουπώθηκε κάποτε με νέες ιδέες και νέα ήθη, τα οποία πολύ σύντομα έγιναν κι αυτά οικεία, παρακμασμένα, γέρικα και μισοπεθαμένα. Οι ιδέες και τα ήθη του χτες πέθαναν. Τώρα ο κόσμος μοιάζει να κάθεται και να αναρωτιέται: «Και τώρα τι κάνουμε; Τι θα ακολουθήσει;» Κανείς δεν ξέρει, κανείς δεν μπορεί να ξέρει. Μπορείς μόνο να ελπίζεις ή να προφητεύεις ή να προσπαθείς να κάνεις τις ελπίδες και τις προφητείες σου πραγματικότητα. Αισθάνομαι ότι χρειάζεται η αβεβαιότητα για να φτάσεις σε ό,τι είναι βέβαιο. Ένας έξυπνος άνθρωπος ξέρει ότι κανένας δεν μπορεί να είναι βέβαιος για τη ζωή, ιδιαίτερα για την ολοένα μεταβαλλόμενη σημερινή ζωή — όταν λοιπόν είσαι βέβαιος είσαι αλαζόνας και κακοπροαίρετος: είναι κάτι ενάντιο στη φύση της ζωής. Σήμερα ο άνθρωπος βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με τον κόσμο: ο κόσμος πάει μπροστά και χρειάζεται τον άνθρωπο να τον βοηθήσει στη συνέχεια όχι για το καλό του κόσμου αλλά για το καλό του ανθρώπου, γιατί ο κόσμος πάντα θα πορεύεται — η πορεία του ανθρώπου είναι που κινδυνεύει να μη συνεχιστεί. Είναι κολλημένος πάνω στον κόσμο· δεν μπορεί να βγει από αυτόν παρά μόνο αν πεθάνει, οπότε έχει την ικανότητα να πάρει τα ηνία του κόσμου και να τον οδηγήσει. Δεν έχει άλλη επιλογή αν θέλει να συνεχίσει, αυτή είναι. Έτσι ο κόσμος προχωράει· η ζωή προχωράει, ο θάνατος προχωράει, και οι ποιητές πάνε κι έρχονται, και ο θάνατος έρχεται πριν από τη ζωή, και η ποίηση έρχεται μετά τη ζωή, ενώ όλα, ναι, όλα, τα πάντα αλλάζουν. Ο άνθρωπος αλλάζει, οι θάλασσες και τα βουνά αλλάζουν , τα ρούχα και τα αυτοκίνητα αλλάζουν. Πάντα αυτό γινόταν, αλλά δεν ήταν πάντα έτσι όπως είναι σήμερα. Σήμερα έχουμε πλήρη συνείδηση της διαδικασίας της αλλαγής μέσα μας και γύρω μας — είμαστε πολύ κοντά σ’ αυτήν, και για πρώτη φορά στην ανθρώπινη ιστορία είμαστε εντελώς αβέβαιοι για το τι θέλει προκύψει από όλο αυτό…

Ο κόσμος μεγαλώνει μικραίνοντας, γιατί ενώ συμμαζεύεται μέσω της ταχύτητας των πυραύλων εξαπλούται μέσω της ανθρώπινης σκέψης, μέσω της συνειδητότητάς μας. Δεν υπάρχουν άλλες χώρες για εξερεύνηση — ο Χριστόφορος Κολόμβος πρέπει τώρα να διαπλεύσει τη θάλασσα του νου και ποιος μπορεί να αμφισβητήσει ότι δε θα ανακαλύψει εκεί κάποιο άλλο είδος θαυμαστής ηπείρου; Μόλις αυτά τα νοητικά εδάφη ανακαλυφθούν και ανοίξουν ο κόσμος σίγουρα θα μεταναστεύσει εκεί, θα εγκατασταθεί και θα χτίσει. Το υπέροχο ανθρώπινο μυαλό έχει πάει εδώ και πολύ καιρό στο φεγγάρι — εμείς είμαστε οι πύραυλοί μας. Και όσο μεγαλύτερος είναι ο πύραυλος τόσο πιο μακρινό το ταξίδι. Όσο πιο πλατιά η έκταση του μυαλού τόσο μεγαλύτερη η δυνατότητά μας να γνωρίσουμε και να απολαύσουμε τις περιπέτειες που μας επιφυλάσσει. Όμως κανείς δεν μπορεί να θεωρήσει εγγυημένη την ωρίμανση της συνειδητότητας των λαών. Ο άνθρωπος ακόμα υποφέρει· η ευσπλαχνία του, η πληγωμένη του καρδιά κραυγάζει «Ω Θεέ μου», ίσως και χωρίς να απευθύνεται σε κάποιο θεό — ο άνθρωπος μοιάζει μ’ ένα πλάσμα του Θεού χωρίς θεό. Ξέρει την αιτία της αβέβαιης επίκλησής του. Ξέρει ότι ο άνθρωπος είναι που βασανίζει τον άνθρωπο. Ότι δεν είναι η ζωή κακιά ή θλιβερή, ο άνθρωπος είναι ο κακός και ο θλιβερός. Όλοι ξέρουν ότι ο άνθρωπος είναι που χειρίζεται το πυροβόλο, τη σκανδάλη, το ηλεκτρόδιο· κάθε φαντασιακή απεικόνιση της κόλασης είναι καμωμένη από τον άνθρωπο· αυτός οδήγησε το τεθωρακισμένο άρμα, αυτός εξακόντισε το βλήμα — οι άνθρωποι θανατώνονται συχνότερα από τους συνανθρώπους τους παρά από οποιαδήποτε άλλη αιτία. Η ανθρώπινη τραγωδία συνέχεια εξελίσσεται. Ο άνθρωπος κάνει το θάνατο μια φριχτή, βρομερή επιχείρηση, ο άνθρωπος κάνει τον άνθρωπο να φοβάται και να τρέμει το θάνατο. Όλοι θα πεθάνουμε αλλά το πώς είναι που μετράει. Ο πυκνοκατοικημένος κόσμος διεκδικεί τον έλεγχο των γεννήσεων, αλλά ο έλεγχος των θανάτων μοιάζει να ‘ναι το φόρτε μας. Ο θάνατος δεν έγινε ποτέ κτήμα του ανθρώπου.

Είμαστε ένα πυκνό, γρήγορο, ολοένα διδασκόμενο, αναπτυσσόμενο πλήθος και παρ’ όλο το θάνατο που μας έχουν ρίξει καταπάνω μας, που εμείς οι ίδιοι ρίξαμε καταπάνω μας, κάπως καταφέρνουμε να παλεύουμε για την ειρήνη, ειρήνη μαζί με λίγη αξιοπρέπεια και αγάπη.

Επομένως θα τελειώσω εδώ με το αίσθημα ότι ο ποιητής σήμερα πρέπει να μη μοιάζει με ποιητή. Δεν μπορεί πιά να κάνει τη διάκριση ανάμεσα σε καρδιά και ψυχή, ομορφιά και ασχήμια, αλήθεια και αναλήθεια. Στέκεται μόνο ορθός σαν άνθρωπος, ένας άνθρωπος που νιώθει ότι δεν είναι άλλο παρά ένας φύλακας της ανθρώπινης συνειδητότητας και ότι άμα πεθάνει θα ‘ρθει ένας άλλος ποιητής να πάρει τη θέση του, ώστε η συνειδητότητα να γίνεται  εντελέστερη, και ο άνθρωπος  πιο άνθρωπος, και η ζωή  πιο ατόφια…

Νέα Υόρκη, 1965

Ο Γκρέγκορι Κόρσο (26 Μαρτίου 1930-17 Ιανουαρίου 2001) ήταν Αμερικανός ποιητής, ο νεότερος του κύκλου της beat generation (Τζακ Κέρουακ, Λώρενς Φερλινγκέτι, Άλεν Γκίνσμπεργκ, Γουίλιαμ Μπάροους κ.ά.). Το 1959 ήρθε στην Αθήνα και φωτογραφήθηκε στην Ακρόπολη.

 

Η νέα χρονιά του σχολείου και του κλάδου ξεκίνησε την πρώτη του Σεπτέμβρη και ο τρύγος είναι σε φθίνουσα πορεία. Ταυτόχρονα και κάπως παράκαιρα άρχισαν τα πρωτοβρόχια. Οι βοριάδες μας εγκατέλειψαν και οι νοτιάδες παρεπιδημούν στο λεκανοπέδιο της Αττικής. Καθώς κυλούσε ο γλυκός μήνας Αύγουστος βρήκα το νου να ξεκινήσω το μεγάλο έργο της ταξινόμησης της Βιβλιοθήκης του Βασίλη Διοσκουρίδη, κάτι που θα πάρει καιρό και θα μου κάνει πολύ καλό. Από τα διακόσια περίπου ράφια έχω κάνει μέχρι στιγμής τα τρία γιατί όταν ξεφυλλίζεις βιβλία ο χρόνος χτυπάει άπειρο. Στο μεταξύ, η Μυρτώ Μπαλή από το Ανάγραμμα ολοκλήρωσε επιτυχώς την επεξεργασία του Ex libris: είναι μια σφραγίδα που θα σφραγίσει κάθε βιβλίο λέγοντας ποιος επί πενήντα χρόνια διάλεγε με μανία και αποκτούσε αυτά τα βιβλία, τοποθετώντας τα με ειδικό σχέδιο στα ράφια και μην ξεχνώντας ποτέ πού βρισκόταν το καθένα έτσι ώστε να μπορεί να ανατρέξει σ’ αυτό όταν θα παρουσιαζόταν η ειδική ανάγκη. Το φιδάκι, σύμβολο της Αθηνάς και της Αθήνας, σχεδιάστηκε από το ζωγράφο και επιστήθιο φίλο Πέρη Ιερεμιάδη το 1979 για να στολίσει τον μεσότιτλο του περιοδικού Εκηβόλος κάθε φορά που θα δημοσίευε κείμενα της αρχαίας γραμματείας και αυτό έγινε δυο φορές: στο διπλό τεύχος 8, 9, Καλοκαίρι-Φθινόπωρο 1981, Cornelius Tacitus, Η Γερμανία, μετάφραση Γιώργος Ιωάννου και στο τεύχος 12, Άνοιξη 1983, Πλούταρχος, Για τη γαλήνη της ψυχής, μετάφραση Γιώργος Α. Χριστοδούλου.

Ο Πέρης που είχε ψάξει το θέμα μας έλεγε ότι η Αθηνά κατά τον Δημοσθένη έκανε παρέα με τα χειρότερα θηρία — την κουκουβάγια, το φίδι, και τους Αθηναίους πολίτες: «τοις χαλεπωτάτοις θηρίοις, γλαυκί και δράκοντι και Δήμω.» Για την Αθήνα ως «φιδοφωλιά» κυκλοφορούν πολλές ιστορίες αλλά και στα διάφορα σινάφια όπου μετράμε τις μέρες μας πολλές φορές έχουμε νιώσει την παρουσία του Εριχθόνιου .

Θεώρησα καλό μέσα στη σφραγίδα να μπουν δυο φιδάκια αντικριστά. Θέλοντας να μοιραστώ τη χαρά που μου δίνει αυτή η ενασχόληση σκέφτηκα κάθε τόσο να παρουσιάζω ένα από τα θησαυρισμένα βιβλία είτε ανθολογώντας είτε μεταφράζοντας μερικές σελίδες ειδικά για τους αναγνώστες της δροσερής popaganda.gr — με ειδική αφιέρωση στον εκ των πρωτεργατών της Σταύρο Διοσκουρίδη (χρόνια πολλά, βρε!). Η πρώτη επιλογή είναι από το βιβλίο Poets on Poetry, edited by Howard Nemerov, Basic Books Inc. Publishers, New York-London, 1966.

Το κείμενο αυτό, που γράφτηκε το 1965 όταν ο Γκρέγκορι Κόρσο ήταν 35 χρονών, έχει όλη τη λάμψη της αμερικάνικης προοδευτικής διανόησης ακόμα και σήμερα. Αναγνώστηκε χτες το βράδυ από τον Κυριάκο Χατζημιχαηλίδη στο βιβλιοπωλείο Φωταγωγός σαν σχόλιο στην καλλιτεχνική δημιουργία και σαν μια προσέγγιση στη θέση που έχει ο καλλιτέχνης στην κοινωνία με την ευκαιρία της παρουσίασης του βιβλίου με τον τίτλο Ο σκύλος με το λουλούδι στο στόμα, ενός νέου και πολλά υποσχόμενου δημιουργού, του Νικόλα Περδικάρη.

Τζούλια Τσιακίρη

Share
Published by
Τζούλια Τσιακίρη