Τι δε θα ζήσει ποτέ η κυρία Καίτη

Ήταν ένα αγοράκι καμιά έξι χρονών, αδύνατο σαν κλαράκι, που ερχόταν προς τον πάγκο μας να ζητήσει γαντάκια. Και όπως πλησίαζε έπεσε πίσω και ξανασηκώθηκε – και μετά, πάρ’ το κάτω πάλι. Είχε στην πλάτη μια τσάντα τόσο βαριά που, σε κάθε βήμα σχεδόν, τον έφερνε τούμπα, αλλά συνέχιζε, με αποφασιστικότητα που μας έμεινε.

Η Ρ. είχε φιλοξενήσει δυο παιδιά με έναν πολύ τρυφερό πατέρα, Παλαιστίνιους, και όταν ρωτήσαμε πού είναι η μαμά τους, μας έδειξε τον ουρανό. Καθώς περπατούσαμε πέσαμε σε μια πορεία, και ο άντρας έδειξε ότι τη γυναίκα του την σκότωσαν, σε μια τέτοια πορεία, με όπλα. Και έβγαλε τη φωτογραφία και έδειξε την όμορφη γυναίκα του και έβαλε το άλλο χέρι στην καρδιά του και τότε είδα έναν άνθρωπο αγκαζέ με έναν βαθύ αξιοπρεπή πόνο που τον κουβαλούσε από χώρα σε χώρα, από βάρκα σε βάρκα, από βήμα σε βήμα.  

Πήγα μπισκότα σε ένα κοριτσάκι με ριγέ σκουφί. Τα πήρε με ευγνωμοσύνη, μου έσκασε δηλαδή ένα υπερβολικά μεγάλο χαμόγελο για δέκα παλιομπισκότα. Καθότανε πάνω σε έναν μπόγο και άπλωνε όσο μπορούσε τα χέρια του να με φτάσει αλλά δεν τα κατάφερνε, και τότε είδα ότι είχε κινητικό πρόβλημα. Όμως, σε μια προσπάθεια που απαίτησε όλη τη δύναμη τού είναι της, σηκώθηκε για να με αγκαλιάσει σφιχτά και έλιωσα μέσα σ’ αυτή τη ζεστή αγκαλιά που δεν έχει εθνικότητα.

Το σούρουπο, ένας πολύ μικροκαμωμένος μπαμπάς δίχως παλτό κρατάει στην αγκαλιά του ένα πολύ μικρό μωρό, φασκιωμένο σε πολύ λίγα ρούχα, περπατάει με ένα βλέμμα απλανές, και δεν ήρθε να ζητήσει τίποτα, δεν έψαχνε τίποτα, και τον πλησίασα και το μωρό φαινόταν μουσκεμένο και πήγα να βρω ρούχα αλλά μετά τον έχασα, εξαφανίστηκε σα φάντασμα, μέχρι σήμερα αναρωτιέμαι αν το μωρό ήταν ζωντανό, αν ο πατέρας είχε σαλέψει, και παρόλα αυτά όλο εκείνο το βράδυ συνέχιζα να τον ψάχνω με μια ελπίδα και με τα μωρουδιακά στο χέρι. Τον φαντάστηκα να κουβαλάει το βρεμένο μωρό σ’ όλο το ταξίδι από τη Λέσβο, να ντρέπεται να ζητήσει στεγνά ρούχα από τους συνεπιβάτες, να είναι τρομαγμένος, κατάκοπος, μόνος, να έχει χάσει γυναίκα του, και να φτάνει τελικά σε ένα σημείο (που έτυχε να είναι το λιμάνι μας) δίχως γυρισμό, δίχως νόημα, δίχως μωρό, δίχως μέλλον.

(Όσα αντίκρισε η εθελόντρια Ελένη Μηλιώτη).

Λιμάνι Καβάλας. Χιονίζει. Φτάνουν οι πρόσφυγες, οι επιζώντες δηλαδή, από τη Λέσβο. Με τρύπια παπούτσια, βρεμένα ρούχα και όλα τους τα υπάρχοντα σε μια σακούλα. Περιμένουμε με ρούχα, φαγιά, φάρμακα. Εμείς παγώνουμε ήδη. Αυτοί θα κοιμηθούν τη νύχτα στους μείον πέντε, στις σκηνές στην Ειδομένη. Προσπαθώ να φανταστώ πώς είναι να ψοφάς στο κρύο. Κλαίω διακριτικά μέσα στο παλτό μου. Για να πλαντάξεις, αρκεί μια στιγμή βύθισης στα μάτια τους όπου προβάλλεται το τι έχουν ζήσει: Φόβος, βόμβες, φουσκωτά, μαύρες θάλασσες, λαθρέμποροι, on the road εγκυμοσύνες. Θάνατοι.

Όταν ανοίγει η μπουκαπόρτα και σκάει το κύμα των κατατρεγμένων, δε δικαιούσαι να κλαις (για τη δυστυχία των ανθρώπων μπροστά στα μούτρα τους). Είναι εγωκεντρικό, επιδεικτικό – πλάνταξε μετά, μόνη σου, μπροστά στο οικιακό κοινό σου. Το μόνο που δικαιούσαι είναι να βρεις ένα ζευγάρι παπουτσάκια για ένα πεντάχρονο, νερό για έναν διψασμένο, σκούφο για έναν ξεσκούφωτο, να δώσεις το μπουφάν που φοράς (έχει συμβεί) και να στεναχωρηθείς που δεν είχες να δώσεις φαί σε κείνους τους τελευταίους.

Η παρουσία στο λιμάνι είναι ένα προνόμιο, μια ανάμνηση που μπορείς να ανακαλέσεις ανά πάσα στιγμή, ότι εξαιτίας σου ένα παιδάκι δεν περιπλανιόταν ξυπόλητο στους μείον έξι της Ειδομένης. Ότι, ακόμα κι αν κεράτωσες, φερειπείν, τον Κ. έχεις μια συναίσθηση του τι συμβαίνει στον κόσμο, μια σύνδεση με την ανθρωπότητα.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Υπάρχουν οι εθελοντές που περνάν τη μέρα τους ετοιμάζοντας ρούχα, φαγητά και στοργή. Υπάρχει και η κυρία Καίτη. Ζει σ’ έναν ροζ πύργο πάνω στον λόφο, απ’ όπου βλέπει τα κύματα των προσφύγων με τα κιάλια. Όπως μου είπε, δεν καταλαβαίνει τι κάνουμε στο λιμάνι, αφού ‘τους έχει δει αυτή που πετάνε τα ρούχα κάτω’. Τα χρυσά της κιάλια δε δείχνουν τα παιδάκια που μπουκώνονται με τα σάντουιτς ή που ζεσταίνονται με ένα καινούριο μπουφάν, ούτε τα στεγνά καλτσάκια που αντικαθιστούν τα χαμένα. Η Καίτη έχει πέντε σαλόνια, το ροζ, το κόκκινο, το κίτρινο, το λουι-κενζ, το πλουσι-ένζ, ζει ολόκληρη σε παραμύθι και τίποτα δε θα της χαλάσει τη ζαχαρένια ζωή της εκτός από τα τούρκικα σήριαλ με τα οποία ενίοτε δακρύζει. Στο ίδιο σύμπαν με την Καίτη, ζει ένας δημοσιογράφος που μια νύχτα που τα ρούχα περίσσεψαν, τα έβγαλε φωτογραφίες δηλώνοντας στην τηλεόραση ότι οι πρόσφυγες δεν τα θέλουν – και κάποιοι τον πίστεψαν και σταμάτησαν να πηγαίνουν ρούχα. Λες και οι εθελοντές που τα διπλώνουν, είναι ηλίθιοι. (Μια μέρα που τους είχαν τελειώσει, η Ε. χτύπησε τα κουδούνια της γειτονιάς και ζήτησε φανελάκια και κάλτσες.)

Η κυρία Ρούλα δεν κλαίει. Μόνο φιλοξενεί άγνωστους. Έχει χώρο, ισχυρίζεται – αλλά όλοι έχουμε. Η Ρούλα έχει επιπλέον διάθεση, καρδιά, τραχανά. Δεν κωλώνει. Βάζει τα μωρά στην κούνια του εγγονού της. Εχθές έφτασαν οχτώ συν δύο μωρά που ζητούσαν στέγη. Η Ρούλα ανέλαβε. Δεν διαθέτει Λουί Κενζ, γιατί είναι άβολα για ύπνο. Μόνο έξτρα κρεβατοκάμαρες, και κοιμάται τον ύπνο του δικαίου δίπλα στα δωμάτια των Σύριων στους οποίους μαγείρεψε η Ε. Έφαγαν κομψά, και η μεγαλύτερη γυναίκα έγνεψε στη μικρή να πλύνει τα πιάτα. Οι άντρες πρότειναν να κοιμηθούν έξω για να μην ενοχλήσουν. Χώρεσαν όλοι σε δύο δωμάτια. Και αυτά ήταν τα Τέλεια Χριστούγεννα.

Υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων, οι κλαίουσες και οι κλώσες: Αυτοί που βλέπουν και αυτοί που δε θέλουν να δουν. ‘Βλέπω’ σημαίνει δεν αποφεύγω τη ματιά των ανθρώπων. Αντιλαμβάνομαι τη σημασία των λέξεων «Πόνος, Πρόσφυγας, Πόλεμος», ως εκ τούτου, θέλω να κάνω κάτι γι’ αυτό. ‘Κοιτάζω από μακριά και σχολιάζω’ σημαίνει, δε θέλω να ξέρω, δε θέλω ν’ αντιληφθώ αυτό που συμβαίνει, γιατί τότε ίσως να χρειαστεί να βγω από το ροζ συννεφάκι μου και την τηλεόρασή μου – άρα υποτιμώ αυτούς που το κάνουν, το διαστρεβλώνω, μειώνω την αξία του. Κατασκευάζω και συναίνεση, που έλεγε και ο Νόαμ Τσόμσκι. Όμως όσοι κλωσάνε τα σαλόνια τους, δε δικαιούνται δια να ομιλούν. Μόνο να έρθουν μια βόλτα από το λιμάνι.

Η Εύη Λαμπροπούλου είναι συγγραφέας. 

 

 

Εύη Λαμπροπούλου

Share
Published by
Εύη Λαμπροπούλου