Καστελόριζο, τέσσερα χρόνια μετά

Νομίζω ότι από την ημέρα που ο Γιώργος Παπανδρέου άφησε στην άκρη ποδήλατο και μαραθώνιο και πετάχτηκε μέχρι το Καστελόριζο για να δηλώσει, μέσω ενός φθηνού γεωγραφικού συμβολισμού, την προσφυγή της χώρας στον μηχανισμό στήριξης ζούμε δύο παράλληλες πραγματικότητες. Για την ακρίβεια, τις ζούσαμε πολύ πριν το 2008 που πρωτοακούστηκε στη χώρα μας η λέξη «κρίση», αλλά ας θεωρήσουμε το Καστελόριζο μια, επίσης, συμβολική αφετηρία. Υπάρχει η πραγματικότητα του 1.5 εκατομμυρίου ανέργων (στη συντριπτική τους πλειοψηφία νέοι κάτω των 35 ετών), των ισάριθμων ανασφάλιστων, εκείνων που πρέπει να περάσουν το μήνα με κάτω από 500 ευρώ καθαρά στην τσέπη, του ΑΕΠ που έχει μειωθεί περίπου 20% και του χρέους που έχει εκτιναχθεί στο 175.7% του προαναφερθέντος μειωμένου ΑΕΠ. Μια κατάσταση που δε χρειάζεται να είσαι ούτε οικονομολόγος ούτε οικονομολάγνος (αλλά ούτε και λαϊκιστής) για να χαρακτηρίσεις ζοφερή, σχεδόν απελπιστική αν δεν καιγόταν ακόμα το λίπος κάτω από το στρώμα της ελληνικής οικογένειας. Και υπάρχει και η άλλη πραγματικότητα, εκείνη των επικοινωνιολόγων, έτσι όπως τη ζούμε εδώ και 4 χρόνια μέσα από διαδοχικές ανανεώσεις της «νέας εθνικής αφήγησης», για να θυμηθούμε άλλη μια φράση – φετίχ που μας κληρονόμησε ο ΓΑΠ.

Στην αρχή πιπιλίσαμε την ιδέα του restart, της επανίδρυσης ενός χρεοκοπημένου διεφθαρμένου κράτους (η ειδοποιός διαφορά της κρίσης στην Ελλάδα, εδώ δεν χρεοκόπησαν οι τράπεζες αλλά πρωτίστως το κράτος) και της επανεκκίνησης μιας κοινωνίας για την οποία η κρίση απλά λειτούργησε ως άνωση ανεβάζοντας στην επιφάνεια την αφασία που είχε προκαλέσει η δανεική ευημερία. Ομολογώ ότι προσωπικά τσίμπησα. Έπρεπε, και πρέπει, να μεταρρυθμιστούμε (sic). Φυσικά, η ιστορία του Μνημονίου, κι αυτό φάνηκε εξ’ αρχής, δεν εξυπηρέτησε τίποτα άλλο παρά την οχύρωση πίσω από δύο βολικές ετικέτες αυτοπροσδιορισμού όσων ήθελαν να διατηρήσουν κεκτημένα. Το νεοελληνικό ντέρμπι του 21ου αιώνα αποφασίστηκε να διεξαχθεί ανάμεσα σε Μνημονιακούς κι Αντιμνημονιακούς. Φυσικά, το ότι κατά κανόνα, οι πρώτοι δεν αποδειχθήκαν μεταρρυθμιστές και ότι ανάμεσα στους δεύτερους έβρισκες τους χορτάτους λύκους της προαναφερθείσης αφασίας δεν είχε καμία σημασία. Σε αυτή τη χώρα το εθιμικό του «είσαι ότι δηλώσεις» δε χρειαζόταν τρόικα για να καθιερωθεί. Ο σημερινός πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς διέγραφε όσους ψήφιζαν υπέρ του Μνημονίου Ι το Μάιο του 2010 και στη συνέχεια εφάρμοσε άτεγκτα τα επόμενα πολυνομοσχέδια που βάλτωσαν τη χώρα στην ύφεση ως επικεφαλής της κυβερνητικής πλειοψηφίας. Αλλά, κι ο απελθών Γιώργος Παπανδρέου θυμήθηκε να ρωτήσει τη γνώμη του λαού μόλις τον Νοέμβριο του 2011, σε εκείνο το μοιραίο για τον ίδιο δημοψήφισμα (ίσως τη μοναδική σοβαρή ζαριά διαπραγμάτευσης σε όλη την τετραετία), ενώ πριν λίγο καιρό από την άνεση πια του πολίτη του κόσμου βρήκε το θάρρος να ψηφίσει κατά συνείδηση στο πρόσφατο πολυνομοσχέδιο.

Το ψευτοδίλημμα του Μνημονίου συντηρήθηκε με την καλλιέργεια της «συλλογικής ενοχής». Ο Πάγκαλος έψελνε «μαζί τα φάγαμε», οι απολύσεις και τα λουκέτα δημιουργούσαν σοβαρά προβλήματα επιβίωσης στο 32.3% που ζει σήμερα σε καθεστώς απόλυτης φτώχειας κι εμείς χορεύαμε στο δόλωμα. Σπαταλώντας το δημόσιο λόγο στην υπερανάλυση μιας φράσης από έναν μετρ του αποπροσανατολισμού. Αγνοώντας ότι είναι χυδαίο να κατηγορούν τους (ίσως) «τεμπέληδες» που (όντως) «ζούσαν με δανεικά, πάνω από τις δυνατότητές τους» εκείνοι οι πολιτικοί που ενορχήστρωσαν το έγκλημα του Χρηματιστηρίου κι εκείνα τα ΜΜΕ που σφύριζαν αδάφορα γιατί σε ένα μεγάλο βαθμό υποκαθιστούσαν (σχεδόν ήταν) το Κράτος. Ακόμα και το γεγονός ότι σε αυτά τα ασπρόμαυρα χρόνια, το χρίσμα του πολιτικού αλεξικέραυνου πέρασε στον Άδωνι Γεωργιάδη δείχνει τη δραματική πτώση της ποιότητας.

Όταν η συνταγή του ΔΝΤ αποδείχθηκε λανθασμένη, σαν ένα μπετόνι με βενζίνη που εφοδιάζει το όχημα για λίγα χιλιόμετρα αλλά δεν κλείνει την τρύπα στο ντεπόζιτο που όλο και μεγαλώνει, οι αναφορές στο μνημόνιο κρίθηκαν μπανάλ και ήρθε η ώρα του επόμενου ευφημισμού. Ήρθε η ώρα να χωριστούμε σε «φιλοευρωπαϊστές» και «αντιευρωπαϊστές» (στη δεύτερη κατηγορία δεν αναγνωρίστηκε ούτε καν ο μοδάτος τίτλος του «ευρωσκεπτικιστή»). Περάσαμε στα ψιλά ότι είχαμε για λίγο πρωθυπουργό μη εκλεγμένο από το λαό κι αφήσαμε στη Δεξιά του Κυρίου να κατέβει στις εκλογές του 2012 με διακύβευμα την ευρωπαϊκή ρότα και σύνθημα «να ανακαταλάβουμε τις πόλεις μας». Τώρα αν αυτά τα δύο, όπως και τόσα άλλα άλλωστε, έρχονται σε αντίφαση δε μας πείραξε και τόσο.

Ούτως ή άλλως, έχοντας πια ξεπεράσει σχετικά τον εφιάλτη της χρεοκοπίας με τον οποίο ζούσαμε κάθε δεύτερο Σαββατοκύριακο (διαβάζοντας επισταμένως την… κυρία Κρούγκμαν για να μάθουμε τις τεχνικές διαφορές ελεγχόμενης κι άτακτης χρεοκοπίας), αποδείξαμε στις διπλές εκλογές του 2012 έναν πρωτοφανή πολιτικό αναλφαβητισμό. Οι κάποτε συνωστισμένοι στα πολιτικά γραφεία των ρουσφετιών, έγιναν ασύμμετρα Αγανακτισμένοι για ένα καλοκαίρι και στη συνέχεια ξεχύθηκαν τσακισμένοι νεόπτωχοι να τιμωρήσουν στις κάλπες τους πολιτικούς. Οι 19 βουλευτές της Χρυσής Αυγής δεν ήταν μόνο μια απόδειξη του υφέρποντος φασισμού της ελληνικής κοινωνίας, αλλά και το απόλυτο ηθικό ναδίρ της. Η κουλτούρα «στα εύκολα καταφερτζής, στα δύσκολα τραμπούκος» προκάλεσε την εγκληματική αδυναμία χάραξης μια κόκκινης γραμμής απέναντι στους ναζί που επισφραγίστηκε με τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα. Όχι μόνο αδυναμία, αλλά κι απροθυμία ασφαλώς, αν μιλάμε για το οριζόντιο «μαύρο» κόμμα που απέκτησε σήμα με το βίντεο Μπαλτάκου αλλά και για τα μίντια που βούτηξαν όλη την παλάμη στο μέλι της βαβούρας στήνοντας χαστούκια ον κάμερα και φιλοξενώντας μπράβους ως παιδιά της διπλανής πόρτας.

Όλα αυτά συνέβαιναν εν μέσω πολιτικών ζυμώσεων. Στις οποίες πρωταγωνίστησαν: οι νεοφιλελεύθεροι που θεώρησαν αξιότερα κριτικής τα μετεμφυλιακά σύνδρομα της απέχθειάς τους προς ατην αριστερά παρά την παρανοϊκή φορολογία π.χ. το περίφημο χαράτσι που έθιξε και την ατομική ιδιοκτησία, αγαθό-φετίχ των αγαπημένων τους δυτικών κοινωνιών/ ΣΥΡΙΖΑίοι, ριζοσπάστες υποτίθεται, που έχοντας φτάσει πριν τη γραμμή του τέρματος της εξουσίας δεν έχουν πρόβλημα αν θα βάλει το γκολ ο Φωτόπουλος ή ο Καμμένος/ ΔΗΜΑΡίτες της ψυχραιμίας που νομιμοποίησαν καταστροφικές πολιτικές, τις οποίες χαρακτήρισαν καταστροφικές μόνο όταν έκλεισε η ΕΡΤ/ εστέτ τροβαδούροι του κέντρου που ποτέ είναι 58, πότε είναι Ελιά, πότε είναι το πρωινό με το οποίο ξεκινά τη μέρα του ο Βενιζέλος/ το ΠΑΣΟΚ που πέθανε ως κόμμα αλλά θα ζήσει για πάντα μέσα μας ως σύστημα/ γραφικές περιπτώσεις τύπου Τζήμερου που αποδεικνύουν πόσο επικίνδυνη είναι η συλλήβδην απόρριψη του πολιτικού προσωπικού που προωθεί η αριστερά της μανούρας/ φαινόμενα σαν Το Ποτάμι που ακόμα δεν μπορούμε να τα αξιολογήσουμε, αφού δε θεωρούν αναγκαίο να συστηθούν πριν τα ψηφίσουμε. Αν προσθέσουμε σε όλα αυτά και τον κύβο μάτζικ που δίνει γεύση στη Δημοκρατία μας, το ακίνητο ΚΚΕ, έχουμε μια δυστοπική σούπα μικρών μεγεθών που «δεν προλαβαίνουν να διαβάσουν τα Μνημόνια» αλλά προλαβαίνουν είτε να διορίσουν τα παιδιά τους μέσα σε μια μέρα στη Βουλή, βλέπε τον αεικίνητο ποιητή Βύρωνα Πολύδωρα, είτε να επιβιώνουν με μικροπολιτικούς ελιγμούς που θυμίζουν House Of Cards σε σκηνοθεσία Τάσου Μπιρσίμ.

Κι όμως όλα αυτά τα χρόνια, διαβάσαμε. Πολύ περισσότερο από πριν. Όχι βέβαια τον mainstream τύπο. Δίκαια, γιατί πια έχει φτάσει στο απόλυτο κατώτατο αξιοπιστίας με μια απίστευτη προπαγάνδα, συχνά εξομολογημένη, που παραπέμπει σε άλλες εποχές. Διαβάσαμε blogs, sites, status στο facebook, tweets και δωστου retweets. Είναι πραγματικά ενδιαφέρον, και πολυδιάστατο, το πώς οι, ακούσια ή εκούσια, απολιτίκ των προηγούμενων δεκαετιών βούτηξαν στον ωκεανό του ίντερνετ για  να μάθουν από εξωφρενικές πηγές ότι σε «δέκα λεπτά η Μέρκελ αυτοπροσώπως έρχεται να φάει τις καταθέσεις τους σε στρούντελ» αλλά κι από πιο αξιόπιστες ότι στη «Βαρβάκειο μοιράζουν πάλι λεφτά αυτές οι μαυροφορεμένες κυρίες». Φτιάχνοντας μια δεύτερη φάλαγγα κλικτιβισμού, στο πλάι των πιο μορφωμένων που έχουν το «χούντα» στην ημερήσια διάταξη ενώ τσακώνονται με self-proclaimed διανοούμενους στα social media.

Είναι κουραστικό αυτό το κείμενο. Δεν έχω γράψει τίποτα καινούριο, εδώ και 1100 λέξεις. Όλα τα ξέρετε. Φαντάζομαι μοιάζει κάπως σαν ένα longread  “fuck you” σε στυλ 25ης Ώρας που δεν το θέλω, γιατί τσαλακώνει το coolness μιας γενιάς που γαλουχήθηκε στη μαλθακότητα. Υποτίθεται ότι κάπου εδώ πρέπει να γραφτεί ένα συμπέρασμα της επόμενης μέρας. Πολιτικά, αυτό που έμαθα αυτά τα 4 χρόνια είναι ότι προφανώς τα δύο κόμματα που οδήγησαν τη χώρα εδώ νομοτελειακά δε γίνεται να τη σώσουν (αλλά ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να το υποσχεθεί κουβαλώντας τόσο ΠΑΣΟΚ μέσα του). Και, προσωπικά, εκτίμησα την ανάγκη της σκληρής δουλειάς (άσχετα αν δεν την τηρώ πάντα, τι «τεμπέλης του Νοτου» θα ήμουν τότε;) και διαπίστωσα ότι όταν όλα γύρω καταρρέουν μπορούν να στηθούν πράγματα όπως το Λατέρνατιβ και η Popaganda υπακούοντας μόνο στους δικούς τους, συχνά λανθασμένους, κανόνες. Όπως δεν πίστεψα ποτέ την εύκολη απειλή του GRexit, έτσι και δεν πιστεύω την εύκολη λύση του GRecovery. Θα την πιστέψω μόνο όταν δω να γίνεται κάτι καλύτερο για τα 3-4 εκατομμύρια που βλέπουν το no future με μεγάλα γράμματα στο billboard της ζωής τους. Θα την πιστέψω όταν σταματήσουν οι θάνατοι -ο Φύσσας, οι αδικοχαμένοι της Marfin και οι χιλιάδες που αυτοκτόνησαν – να θεωρούνται επιχειρήματα-τρόπαια της μιας ή της άλλης πλευράς. Θα την πιστέψω όταν δω ένα πραγματικό success story, γιατί το μοναδικό που έχω δει σε αυτά τα χρόνια είναι η προσωπική ανέλιξη ενός τηλεπωλητή βιβλίων που έφτασε να απειλεί γιατρούς με απολύσεις σε ζωντανή σύνδεση στην τηλεόραση. Θα την πιστέψω, τέλος, όταν διαψευστεί ο μεγαλύτερος μου φόβος, ότι έχοντας γυρίσει σε επίπεδο δημοκρατίας, εργασιακών δικαιωμάτων και βιοτικού επιπέδου μερικές δεκαετίες πίσω, θα πάμε να συναντήσουμε τον Lou Reed κι ακόμα θα έχει «κρίση».

Παναγιώτης Μένεγος

Share
Published by
Παναγιώτης Μένεγος