για να βγούμε στην εθνική διασχίσαμε τον βορειοανατολικό ιστό της πόλης· καταστήματα και κατοικίες, επιγραφές και πινακίδες· όλα υπερβολικά, κατασκευασμένα αστόχαστα, άκομψα και ά-σχημα κακοποιούν βάναυσα το τοπίο και την όραση μας.

τα εγκαταλελειμμένα εργοστάσια κατά μήκος μού φάνηκαν περισσότερα από άλλη φορά· προσπερνούμε τεράστια βενζινάδικα με επιγραφές-τοπόσημα και παραδίπλα μανάβικα σε παράγκες· κλειστός αυτοκινητόδρομος η εθνική έχει περισσότερους σταθμούς διοδίων από χώρους για ξεκούραση και φαγητό· πριν από τη λαμία, δίπλα στα γκούντις, το παλιό μαγαζί προσπαθεί με μεγάλες επιγραφές να σώσει το κλείσιμό του από τον ανταγωνισμό, «καφές και νερό μόνο δύο ευρώ».

στρίψαμε στη ρίζα της λαμίας, ανεβοκατεβήκαμε το δομοκό, βγήκαμε στον κάμπο· σκορπισμένο βαμβάκι και φορτηγά που το μεταφέρουν στα εκκοκκιστήρια· αφήσαμε τη γραμμή της πεδιάδας και στρίψαμε για καρδίτσα, ανεβήκαμε τις στροφές, μπροστά μας σειρές από βουνά, στο βάθος τα άγραφα· μετά την ραχούλα, το χωριό του χαρίλαου φλωράκη, φτάσαμε στην καστανιά· προσπεράσαμε τον μεγάλο κτίριο του ξενώνα και μπήκαμε στο χωριό· σκόρπια σπίτια με κήπους απλωμένα στη δασωμένη πλαγιά· παλιά χωριατόσπιτα ανακατασκευασμένα τα περισσότερα με τα σύγχρονα υλικά, άλλα καλαίσθητα κι άλλα όχι, όπως παντού σ’ αυτή τη χώρα.

το απόγευμα περπατήσαμε στο χωριό, το σπίτι που μείναμε είναι ψηλά δίπλα στο δάσος, περπατώντας ανάμεσα σε πλατάνια, καστανιές, καρυδιές και μικρά έλατα – οκτακόσια πενήντα μέτρα υψόμετρο – βγήκαμε στη κάτω πλευρά του χωριού· όλα τα κατοικημένα σπίτια έχουν μικρό μποστάνι με κολοκύθες και ντοματιές, στους δρόμους κατρακυλάνε αγριοκάστανα και καρύδια· μια μπουλντόζα κατεδαφίζει ένα παλιό δίπατο σπίτι απέναντι από την εκκλησία· σαν χάρτινοι, πέφτουν οι πέτρινοι τοίχοι· σκέφτηκα τους ανθρώπους που το έφτιαξαν, αυτούς που το πρωτοκατοίκησαν, αυτούς που γεννήθηκαν, μεγάλωσαν, έζησαν και πέθαναν σε αυτό το σπίτι, καθώς και τους τελευταίους κατοίκους του· πότε σταμάτησε η ανθρώπινη πομπή; η μπουλντόζα έχει πια γκρεμίσει τους κάτω τοίχους και χάσκει το ξύλινο πάτωμα του πάνω ορόφου, μόλις το ακούμπησε έγινε σωρός από ξύλα, μαζί του παρέσυρε στρώματα και ρούχα.

περάσαμε μέσα από την σκόνη και βγήκαμε στην πλατεία· εδώ είναι το μοναδικό μαγαζί που έχει απομείνει ανοικτό στο χωριό· μπακάλικο, καφενείο και κρεοπωλείο – τρία σε ένα – απέναντι από την εκκλησία το κοινοτικό γραφείο και το μνημείο των πεσόντων, μια μαρμάρινη στήλη με σκαλισμένα τα ονόματα από το χίλια οκτακόσια εικοσιένα ως το εβδομήντα τέσσερα στην κύπρο.

στην άκρη του χωριού είναι το παλιό σχολείο, το δύο χιλιάδες οκτώ με ένα πρόγραμμα λίντερ, μετατράπηκε σε «κέντρο χλωρίδας και πανίδας των αγράφων της πίνδου»· μοιάζει όμως κλειστό και παρατημένο από χρόνια· από τα σκονισμένα τζάμια φαίνονται κάδρα με φωτογραφίες και μια μεγάλη μακέτα με το ανάγλυφο της περιοχής· αφημένο το κτίριο στη φθορά, όπως τόσα και τόσα έργα σε αυτή τη χώρα, που έγιναν γιατί βρέθηκαν τα χρήματα αλλά δεν ήταν βιώσιμα και κατέληξαν πεταμένα λεφτά.

γυρίσαμε στην μπουλντόζα, τελευταίο φως της μέρας και ο οδηγός έχει ανάψει τους προβολείς· σκόνη και θόρυβος, «θα χτίσουν άλλο σπίτι;» «όχι, είχαν ανοίξει οι τοίχοι και θα έπεφτε». από την άλλη πλευρά είναι ένα μοντέρνο σπίτι, δυσανάλογα μεγάλο για τα μέτρα του χωριού και άλλης αισθητικής, σαν να έφυγε από ακριβό προάστιο της αθήνας και να προσγειώθηκε στο χωριό.

τις επόμενες μέρες συνεχώς ψιλόβροχο, πυκνή ομίχλη και υγρασία· άφησα το νησί με καλοκαιρινό καιρό και εδώ στη ραχοκοκκαλιά της χώρας, στις παρυφές των αγράφων έχει έρθει ο χειμώνας. βρίσκοντας και χάνοντας το μονοπάτι ανεβήκαμε το πυκνό δάσος πάνω από το χωριό, ανακατωμένα νέα φυντάνια με ξερά γέρικα δέντρα, κάθε βήμα ένας πλούσιος και πλήρης κόσμος. χαμήλωσε η βλάστηση, βγήκαμε από το δάσος και φτάσαμε στην κορφή τσούκα. ανάμεσα σε δυο κεραίες τηλεφωνίας είναι το πυροφυλάκιο· λευκό τοίχος η ομίχλη, έκρυβε τον κάμπο και τη λίμνη.

κάτω από το χωριό είναι η νότια άκρη της λίμνης πλαστήρα που σχηματίστηκε από το φράγμα στον ποταμό ταυρωπό. η στάθμη της φαίνεται να έχει κατέβει αρκετά. μαζέψαμε φλισκούνι στο ψιλόβροχο. πήγαμε στο φράγμα, τα αυτοσχέδια καταστήματα με τοπικά προϊόντα κλειστά λόγω βροχής, μόνος ο φύλακας και τρία σκυλιά που ζητούσαν παρέα, συνεχίσαμε μέχρι το νεοχώρι· σχεδόν νύχτα, δεξιά αριστερά οι φωτισμένοι ξενώνες με θέα τη λίμνη.

θέλαμε να επιστρέψουμε από τα βουνά και να βγούμε στη φθιώτιδα αλλά η ομίχλη δεν άφηνε τέτοια περιθώρια. σταματήσαμε λίγο στην καρδίτσα, παρά τα πολλά ποδήλατα οι κεντρικοί δρόμοι ήταν μποτιλιαρισμένοι. στην οδό σ. λάππα, τον κεντρικό πεζόδρομο της πόλης πίσω από μια μεγάλη τζαμαρία είναι τα γραφεία της εφημερίδας «νεός αγών», της «αρχαιότερης» τοπικής εφημερίδας, δεξιά γραφεία με καινούργιους άι-μακ υπολογιστές και δεξιά στη είσοδο μέσα σε μια ξύλινη «θυρίδα», σαν παλιό ταμείο τράπεζας, ένας ηλικιωμένος ευθυτενής κύριος· θα μπορούσε να είναι ο ιδιοκτήτης.

διασχίσαμε τον κάμπο μαζί με φορτηγά φορτωμένα βαμβάκι, ανεβήκαμε-κατεβήκαμε το δομοκό, μπήκαμε στη λαμία, ήθελα να χαιρετίσω μια φίλη και το άγαλμα του άρη βελουχιώτη στην πλατεία λαού· καθήσαμε στο εκλεκτό μικρό καφέ «ζαμπόν», γίναμε μούσκεμα από μια ξαφνική μπόρα, μπερδευτήκαμε για να βγούμε στον περιφερειακό και κατηφορήσαμε για την αθήνα.

επέστρεψα στη χίο όπου έχουμε ακόμη καλοκαίρι.

Γιάννης Κωσταρής

Share
Published by
Γιάννης Κωσταρής