Πόσο πολύ σέξι θέμα η επίθεση με βιτριόλι στην «34χρονη» Ιωάννα. Σέξι θύμα, σέξι κατηγορούμενη, σέξι πιθανό κίνητρο, όλα σέξι. Πόσο λίγο σέξι θέμα δώδεκα χρόνια πριν η επίθεση με βιτριόλι στην Κωνσταντίνα Κούνεβα. Μετανάστρια; Καθαρίστρια; Συνδικαλίστρια; Και πιθανώς τα κίνητρα της επίθεσης να σχετίζονταν με τη συνδικαλιστική της δράση; Γιατί να «συγκλονιστεί το πανελλήνιο» με αυτό; Tι το περάσαμε το πανελλήνιο να συγκλονίζεται με τέτοια; Δεν τον είχαμε μάθει έτσι εμείς τον συνδικαλισμό, με τέτοιους απροσδόκητους εκπροσώπους και κυρίως με τέτοιο αδυσώπητο τίμημα. Εμείς τον συνδικαλισμό τον ξέραμε κρατικοδίαιτο, μεγαλοσχήμονα, γεμάτο άδεια λόγια και χωρίς καμία πραγματική σύγκρουση.
Ο συνδικαλισμός ήταν αντισέξι, ήταν εϊτίλα παλιού ορθόδοξου ΠΑΣΟΚ, ήταν ιδρώτας σε λευκό κοντομάνικο πουκάμισο, σηκωμένη γροθιά, πρόεδροι ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ, εθιμοτυπικές απεργίες. OK boomer. Όποτε αν καθόσουν να ασχοληθείς στα αλήθεια με το βιτριόλι στην Κούνεβα, θα έπρεπε αναγκαστικά και να σκανδαλιστείς στα αλήθεια. Θα έπρεπε δηλαδή να αναρωτηθείς αν είναι δυνατόν να ζεις σε μια εποχή που γίνονται τέτοια μαφιόζικα χτυπήματα. Ποιος ήθελε να ασχολείται με τέτοιου τύπου δυσάρεστα θέματα; Ποιον αφορούσαν; Δεν είχε τίποτα το σέξι το να είσαι καθαρίστρια. Κάτι το αόρατο είχε το να είσαι καθαρίστρια. Οι καθαρίστριες με τους καθαρισμούς τους, οι συνδικαλιστές με τα συνδικαλιστικά τους, τα εργατικά δικαιώματα στο χρονοντούλαπό τους, στην ρύθμιση της ελεύθερης αγοράς, μέχρι να φτάσουμε στο σωτήριον έτος 2020 και οι εργαζόμενοι να βρεθούν σε αυτή την υπέροχη μίξη μη αγοράς κατά τη διάρκεια του κόβιντ κι ελεύθερης ξανά αγοράς μετά τον κόβιντ, με τους εργαζόμενους να είναι οι πρώτοι που καλούνται να κόψουν τον λαιμό τους, χάνοντας μαζικά τις δουλειές τους.
Επιστροφή στο χτύπημα στην Κούνεβα, επιστροφή στη δεκαετία του 2000. Το ταξικό το είχαμε κάπως ως απτή απόδειξη του ποιο σύστημα δούλεψε και ποιο απέτυχε: στην βάση της ταξικής πυραμίδας βρίσκονταν όσες και όσοι έρχονταν από χώρες που δοκίμασαν τον υπαρκτό σοσιαλισμό. Οι ανατολικοευρωπαίες έρχονταν από τις χώρες τους για να κάνουν τις καθαρίστριες, έρχονταν για να γηροκομήσουν και να περιποιηθούν τις γιαγιάδες και τους παππούδες μας, οι σέξι εξ αυτών έρχονταν να στελεχώσουν τα κωλάδικά μας και να περιποιηθούν εμάς.
Εργοδότες που πατάνε εργαζομένους; Δυσάρεστα τόπικς. Κι όλο και κάτι θα μας θυμίζουν. Από όποια πλευρά του λόφου κι αν είμαστε. Όσο πιο κυριλέ κι αν είναι το πάτημα, όσο πιο κυριλέ κι αν είναι οι δουλειές. Ενώ το βιτριόλι για πιθανή ερωτική αντιζηλία, ε; Άλλη γλύκα. Σου καίω το πρόσωπο ίσως για εκφοβισμό ή για εκδίκηση, επειδή διεκδίκησες εργασιακά δικαιώματα. Σου καίω το πρόσωπο επειδή σε ζήλεψα. Άλλη γλύκα. Πήραμε τους κουβάδες το ποπ κορν μας και εβδομάδες τώρα παρακολουθούμε με αγωνία. Το κουτσομπολιό έχει ένα τρόπο να σκανδαλίζει που δεν θα έχει ποτέ η πολιτική συζήτηση. Τα ζητήματα προσωπικών σχέσεων έχουν έναν τρόπο να μαγνητίζουν το ενδιαφέρον που δύσκολα θα φτάσουν ποτέ τα ζητήματα εργασιακών σχέσεων.
Λάικ, αιτήματα φιλίας, ιδιοκτησιακή αντίληψη, ζήλεια, εμμονή, μίσος. Εδώ είμαστε. Όλο το πακέτο. Ταυτίσεις. Εντάξει εσύ δεν θα ξεπερνούσες ποτέ το όριο. Το ξεπέρασμα του ορίου σκανδαλίζει. Το προσωπικό περνά στην σφαίρα του ποινικού, παραμένοντας έξω από τη σφαίρα του πολιτικού και του συλλογικού. Το κουτσομπολιό λογοδοτεί στην ατομικότητα. Ποιος ξέρει τι θα είχε κάνει για να της ρίξουν βιτριόλι. Παραείχαμε ξεφύγει προς το πολιτικό, με όλη την ανάδειξη του όρου «γυναικοκτονίες». Επιτέλους οι γυναίκες πίσω στη φυσική τους θέση: μαλλιοτραβήγματα ανάμεσα σε θύτες και θύματα, θύματα που κλασικά, όπως και στον βιασμό, παραμένουν και κάπως θύτες, ακόμη κι όταν είναι θύματα. Και δεν χρειάζεται καν να έχουν κάνει οτιδήποτε. Φταίνε. Ούτως ή άλλως φταίνε. Για να προκαλούν μια άλλη γυναίκα να φτάνει σε σημείο να τους πετάξει βιτριόλι, σίγουρα κάπου έχουν φταίξει.
Σου καίω το πρόσωπο επειδή σε ζήλεψα. Άλλη γλύκα. Πήραμε τους κουβάδες το ποπ κορν μας και εβδομάδες τώρα παρακολουθούμε με αγωνία. Το κουτσομπολιό έχει ένα τρόπο να σκανδαλίζει που δεν θα έχει ποτέ η πολιτική συζήτηση.
Είτε ιδιωτικό είναι είτε δημόσιο, το κουτσομπολιό έχει πάντα ως τελικό του πόιντ ότι ο τάδε έχει ράμματα για τη γούνα του, ότι η δείνα κρατά κρυμμένα μυστικά και ντοκουμέντα. Το κουτσομπολιό δεν έχει κατανόηση. Το κουτσομπολιό δεν συγχωρεί – καταγγέλλει. Το κουτσομπολιό δεν ψάχνει να βρει την βαθύτερη αλήθεια του κάθε μυστικού. Και όσο περισσότεροι είναι οι εκπεσόντες του, αντί να δεχτεί ότι εν πάση περιπτώσει αυτή είναι η ανθρώπινη κατάσταση, τόσο μεγαλώνει ο κυνισμός του. Για να παραμείνει το βλέμμα αληθινά σκανδαλισμένο, όλοι οι υπόλοιποι πρέπει να παραμένουμε στον ηθικό μας θρόνο. Μέχρι να μας κουτσομπολέψουν κι εμάς, μέχρι να πέσουν απ’ τα σύννεφα και για μας, σαν τους γείτονες στην τηλεόραση: δεν είχαμε δώσει δικαιώματα.
Ακόμη κι όταν αφορούν μεγάλα πάθη, τα κουτσομπολιά δεν μπορούν να τα προσεγγίσουν με τον ανυψωτικό τρόπο της τέχνης. Αν πολλές φορές η τέχνη, ορμώμενη από πραγματικά περιστατικά, τους προσδίδει ένα μεγαλείο και μια ευγένεια, που μπορεί και να μην έχουν απαραίτητα από μόνα τους, το ιδιωτικό κουτσομπολιό, η δημοσιογραφία του κουτσομπολιού, ο δημόσιος λόγος πάνω στα προσωπικού τύπου σκάνδαλα, τα προσεγγίζουν αντίθετα σαν η επιφάνεια να μην έχει από κάτω κανένα υπόστρωμα, τα προσεγγίζουν με ένα βλέμμα που αδυνατεί να συλλάβει το σκοτάδι ως σκοτάδι, αδυνατεί να συλλάβει το σκοτάδι ως έλλειψη φωτός, αδυνατεί να φανταστεί καν το φως.
Δεν θέλουμε να ζούμε σε έναν κόσμο στον οποίο επιτίθενται με βιτριόλι σε συνδικαλίστριες. Πάρα πολύ μαυρίλα – πάρα πολύ αλήθεια. Δεν μπορούν να στηθούν πάνω του πρωινάδικα, μεσημεριανάδικα, γκόσιπ φυλλάδες. Escapism. Θέλουμε να σκανδαλιζόμαστε με πράγματα που έχουν γκλάμουρ. Με ωραίες γυναίκες. Που καίει η μία το πρόσωπο της άλλης. Που στο μυαλό μας μπορεί και να έχουν τελικά ένα και μόνο πρόσωπο με ξανθά μαλλιά.