Παρασυρμένοι απ’ τη ροή των πραγμάτων, ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι θυμόντουσαν να πάρουν μαζί τους την μάσκα τους, αλλά ξεχνούσαν να πάρουν μαζί τους το πρόσωπό τους. Κι αν η αρχική τους αφηρημάδα είχε ένα νόημα (η μάσκα ήταν η απολύτως απαραίτητη – το πρόσωπο όχι), το περίεργο είναι ότι ξεχνούσαν να το φορέσουν κι όταν επέστρεφαν σπίτι. Σιγά – σιγά άρχισαν να ξεχνάνε τελείως κι ότι είχαν πρόσωπο. Ακουμπισμένο αυτό σε κάποιο τραπέζι ή χωμένο σε κάποιο συρτάρι, περίμενε να ανακληθεί στην μνήμη των κατόχων του και να επιστρέψει σε κατάσταση λειτουργίας. Ματαίως, όπως αποδείχθηκε.
Μετά από κάποιον καιρό (κανείς δεν μπόρεσε να προσδιορίσει με ακρίβεια πόσο, ούτε εκ των υστέρων, καθώς ο χρόνος ως έννοια και βίωμα είχε καταβροχθιστεί από σημαντικότερες έννοιες και βιώματα) ανακοινώθηκε ότι οι μάσκες μπορούν να βγουν. Άλλοι τις έβγαλαν, άλλοι προτίμησαν να συνεχίσουν να τις φορούν. Η αλήθεια είναι ότι η εικόνα ανθρώπων που περπατούσαν στις πόλεις χωρίς πρόσωπα και χωρίς μάσκες να καλύπτουν την έλλειψη προσώπου, θορύβησε αρκετό κόσμο. Κάποιοι θυμήθηκαν πως και οι ίδιοι είχαν να βάλουν πάνω τους το πρόσωπό τους μήνες. Μπορεί και παραπάνω. Η διαφορά των μηνών από τα έτη ήταν άλλωστε πια μόνο λογιστική.
Άρχισαν τότε να κάνουν ακόμη πιο χρυσές δουλειές οι ψυ. Πήγαινες να συζητήσεις με τον ψυχοθεραπευτή ή την ψυχοθεραπεύτριά σου πώς είναι η ζωή σου χωρίς πρόσωπο και από ποια βάρη απαλλάχτηκες όταν το έβγαλες πάνω απ’ τους ώμους σου. Βοηθούσε ιδιαίτερα το γεγονός πως κι ο ψυχοθεραπευτής ή ψυχοθεραπεύτριά σου ήταν επίσης στην ίδια σωματική κατάσταση με σένα. Δεν τους μιλούσες για κάτι ξένο, δεν τους μιλούσες για κάτι που δεν αφορούσε και τους ίδιους. Ήταν επίσης λυτρωτικό ότι δεν είχες πια καμία υποχρέωση να τους κοιτάς στα μάτια ή να βγάζουν συμπεράσματα για σένα, από τον τρόπο που περιφερόταν το βλέμμα σου στους τοίχους, τα ταβάνια και τον άερα, όταν έλεγες πράγματα ζόρικα και ξεβολευτικά.
Στην μεγαλύτερη εικόνα, ξεκίνησε μια μακρά περίοδος (ναι, μπορούσες να την καταλάβεις ως μακρά, ακόμη και με το νέο καθεστώς πρόσληψης του χρόνου) μετατροπής των δημοκρατιών, από πολιτεύματα εν μέρει συγκρουσιακά σε πολιτεύματα που στηρίζονταν δομικά στην συναίνεση, την αλληλοκατανόηση και την συμφωνία ότι οι λύσεις στα προβλήματα είναι λίγο – πολύ δεδομένες. Η διαρκής φαγωμάρα κυβερνήσεων – αντιπολιτεύσεων έπαψε, ο ίδιος ο λόγος ύπαρξης αντιπολιτεύσεων θεωρήθηκε ιστορικά ξεπερασμένος, σε κάθε χώρα ευρύτατες συμπολιτεύσεις έπαιρναν τις αποφάσεις τους εισακούοντας τις προτάσεις των ειδικών σε κάθε επιμέρους τομέα. Οι εκλογές σε κάποια κράτη σταμάτησαν για δημοσιονομικούς λόγους, σε άλλα όμως συνεχίστηκαν κανονικά, έχοντας βασικά τη λειτουργία της επιλογής των πιο κατάλληλων προσώπων (και εδώ ο όρος «πρόσωπο» χρησιμοποιείται προφανώς μεταφορικά) από κάθε συνδυασμό. Η πολιτειακή συναίνεση στηριζόταν στην κοινωνική συναίνεση, διαδηλώσεις και επεισόδια συνέβαιναν εντελώς σπάνια, είχαν συνήθως εντελώς τεχνικά ή τοπικού ενδιαφέροντος αιτήματα, ενώ αμαυρώνονταν κάθε φορά από τη συμμετοχή σε αυτά προσωποφόρων.
Γιατί υπήρχε ακόμη ένα πολύ μικρό ποσοστό ανθρώπων που εξακολουθούσε να φέρει το πρόσωπό του. Η προσωποφορία δεν είχε μεν απαγορευτεί, ωστόσο προκαλούσε άλλοτε θυμηδία κι άλλοτε αποτροπιασμό στην συντριπτική πλειοψηφία των κανονικών πολιτών. Η αφαίρεση του προσώπου λάμβανε χώρα συνήθως αμέσως μετά τον τοκετό, μέχρι που οι μαιευτήρες παρατήρησαν ότι δεν χρειαζόταν πια η δική τους επέμβαση, καθώς τα πρόσωπα των νεογνών έπεφταν μόνα τους.
Στον ερωτικό τομέα επικράτησε αρχικά μια σύγχυση, δεν είναι αστικός μύθος, αλήθεια είναι. Μπορούσε να υπάρξει έρωτας όταν έλειπαν τελείως τα πρόσωπα; Μπορούσε όπως φάνηκε. Και ήταν ένας έρωτας πολύ πιο βαθύς, πολύ πιο ουσιαστικός, πολύ πιο αληθινός, απαλλαγμένος από την τυραννική αυθαιρεσία του έρωτα για ένα πρόσωπο. Όσον αφορά δε το σεξ, εκεί κι αν ήταν απελευθερωτικό. Την ώρα της συνεύρεσης είχες τη δυνατότητα να σκέφτεσαι το μη πρόσωπο του ερωτικού σου συντρόφου και ταυτόχρονα το μη πρόσωπο οποιουδήποτε άλλου σε είχε γοητεύσει, σκεφτόμενος και φτιαχνόμενος με το ίδιο ακριβώς κενό.
Τα βιβλία εξακολούθησαν να διαβάζονται όπως παλιά. Οι ταινίες και οι σειρές της παλιάς εποχής όμως, οι ταινίες και οι σειρές που είχαν γυριστεί όταν ακόμη είχαν όλοι πρόσωπα, έμοιαζαν πια όλες απαράλλακτες και όλες ανυπόφορες. Η ύπαρξη των προσώπων δεν σε άφηνε να συγκεντρωθείς σε οποιοδήποτε άλλο στοιχείο της ατμόσφαιρας ή της πλοκής. Η ύπαρξη παντού προσώπων απέπνεε μια βίαιη χυδαιότητα. Κανείς δεν έκαψε ταινίες, κανείς δεν έκαψε σειρές. Δεν υπήρχε κανείς λόγος, ούτε ήταν τέτοιας υφής η κοινωνικοπολιτική συνθήκη. Απλά ξεχάστηκαν κι αυτές, όπως κάποτε τα πρόσωπα.
Μια μέρα γεννήθηκε το πρώτο μωρό που δεν είχε καθόλου πρόσωπο και ούτε θα μπορούσε να έχει. Η είδηση δεν έγινε δεκτή μόνο με ανακούφιση και χαρά. Αρκετοί τρόμαξαν. Κάποιοι προσπάθησαν να θυμηθούν που έχουν αποθηκεύσει τα δικά τους πρόσωπα. Όταν πήγαν να τα βάλουν ήταν εντελώς αναντίστοιχα με την ηλικία τους. Αλλά και με την ψυχοσύνθεσή τους. Ήταν ένας τελευταίος σπασμός του παλιού. Γέλασαν με τον ξαφνικό πανικό τους. Όλα γίνονταν για το καλό. Τα πρόσωπα ήταν πάντα πηγή δυστυχίας. Μόνο απρόσωπη η ανθρωπότητα, απαλλαγμένη από κάθε διαφοροποίηση που εγγενώς φέρει το κάθε ένα πρόσωπο, μπορούσε να βρει έναν κοινό και συλλογικά ωφέλιμο βηματισμό.