Καλοκαίρι, τίποτα δεν μπορεί να σταθεί ικανό να εμποδίσει τις διακοπές στην πιο όμορφη χώρα του κόσμου, κι αν αυτό έφτασε να ισχύει μέχρι και για το φετινό καλοκαίρι, ίσχυε πολύ περισσότερο στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας, όταν ο Ίθαν Χοκ κι η Ζιλί Ντελπί πήραν τις δίδυμες κινηματογραφικές τους κόρες και ήρθαν Πελοπόννησο, έχοντας περάσει ως οικογένεια περίπου τα ίδια τεστ για κόβιντ που θα περάσουν κι οι τουρίστες που θα έρθουν από το εξωτερικό φέτος, μετά το όπεν φορ μπίζνες που ανακοίνωσε η κυβέρνηση.
Πριν τα Μεσάνυχτα, το τρίτο μέρος της τριλογίας του Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ, οι δυο ήρωες μετά από δύο φουλ ρομαντικές ταινίες είναι επιτέλους μαζί, αλλά είναι πια κι εννιά χρόνια μαζί, κουβαλώντας έτσι και τα βάρη της συμβίωσης, της ανατροφής παιδιών, της ύπαρξης άλλου παιδιού από προηγούμενο γάμο. Έτσι, παρά το ειδυλλιακόν του ελληνικού θέρους, το ζευγάρι θα βρεθεί αντιμέτωπο με διάφορα μεταξύ του θέματα που θα βγουν στη φόρα. Ένα απ’ αυτά, το οποίο αποκαλύπτει δυο διαμετρικά αντίθετα βλέμματα πάνω στο ίδιο πραγματικό περιστατικό, δεν βγήκε ποτέ απ’ το μυαλό μου.
Ο Χοκ λέει ότι έβλεπε προ καιρού τις κόρες τους στο τραμπολίνο. Έμοιαζαν ευτυχισμένες, ήταν κι ο ίδιος ευτυχισμένος. Μια εικόνα παραδείσου, ας πούμε. Που ξαφνικά σπάει, καθώς αρχίζουν να μαλώνουν, γιατί η μια τους είχε ένα χούλα χουπ κι άρχισε να της το ζητάει η άλλη. Κι εξηγεί στη σύντροφό του, πως όταν βλέπει τα δίδυμα κοριτσάκια τους να τσακώνονται για ασήμαντες αφορμές και να ανταγωνίζονται η μία την άλλη, κάνει δυσοίωνες σκέψεις. Σκέφτεται πως ο άνθρωπος είναι εκ γενετής κατασκευασμένος έτσι, ώστε να αναλώνεται σε όλη αυτή τη μικροπρέπεια και τη δίχως νόημα μανούρα. Πως αυτή είναι η φυσιολογική ανθρώπινη κατάσταση: οι εγωισμοί, το διαρκές ανικανοποίητο, το δεν κοιτάμε αυτό που έχουμε, αλλά πάντα αυτό που μας λείπει.
Η Ντελπί όμως του απαντάει πως της κάνει μεγάλη εντύπωση αυτό που της είπε. Πως πρώτα απ’ όλα δεν υπάρχει μια και μόνη φυσιολογική ανθρώπινη κατάσταση. Πως αν αυτά είναι τα συναισθήματά του όταν βλέπει τις κόρες του να αρνούνται να υποχωρήσουν, τότε πολύ απλά είναι καταθλιπτικός. Πως εκείνη, αντίθετα, χαίρεται και γουστάρει να τις βλέπει να το κάνουν, γιατί εισπράττει μια ζωτικότητα από την όμορφη ενέργεια που βγάζουν. Θεωρεί πως είναι δείγμα του ότι θα διεκδικούν γενικότερα στη ζωή τους αυτό που τους αναλογεί και δε θα παραχωρούν αμαχητί σε κανέναν οτιδήποτε θεωρούν δικό τους. Πως οι τσακωμοί τους την γεμίζουν ελπίδα για το μέλλον τους.
Ο άνθρωπος είναι εκ γενετής κατασκευασμένος έτσι, ώστε να αναλώνεται σε όλη αυτή τη μικροπρέπεια και τη δίχως νόημα μανούρα. Αυτή είναι η φυσιολογική ανθρώπινη κατάσταση: δεν κοιτάμε αυτό που έχουμε, αλλά πάντα αυτό που μας λείπει.
Όταν πρωτοείδα την ταινία, ταυτίστηκα με το βλέμμα του Χοκ κι έφριξα με το βλέμμα της Ντελπί. Αρκετά χρόνια αργότερα, εξακολουθώ μεν τόσο ιδιοσυγκρασιακά όσο κι ως τρόπος συμπεριφοράς να είμαι κοντά στο βλέμμα του Χοκ, συνειδητοποιώ όμως ότι δεν φρίττω πια με το βλέμμα της Ντελπί, ότι έχω φύγει από το δίπολο ταύτιση – φρίκη κι έχω διανύσει ένα μέρος της απόστασης που χωρίζει τα δύο βλέμματα.
Εκείνο που παραλείπει να πει η Ντελπί, όταν λέει πως καμιά της κόρη δεν θα αφήσει να της πάρουν το ζωτικό του χώρο, είναι πως ταυτόχρονα οι κόρες της με αυτή τη νοοτροπία δεν αποκλείεται να πάρουν τον ζωτικό χώρο άλλων. Αν είναι τόσο υπέροχο να τσακώνονται για το παιχνίδι κι αν είναι τόσο υπέροχο να διεκδικούν τα πάντα, μπορεί να βρεθούν μια μέρα να έχουν κατακτήσει όλο τον κόσμο και να μην τις συμπαθεί -πόσο μάλλον αγαπά- κανείς. Επίσης μπορεί να έχουν κατακτήσει όλον τον κόσμο και πάλι να μη νιώθουν χαρούμενες, γιατί πάντα κάτι θα τους λείπει. Από την άλλη, αν ο Χοκ δεν βλέπει την αυξημένη χαρά να έχεις και το χούλα χουπ πάνω στο τραμπολίνο, αν ο Χοκ θεωρεί ότι όλα αρκούν, μπορεί και να μην θέλει ντε και καλά για τα παιδιά του το καλύτερο που μπορεί να έχουν στη ζωή τους, μπορεί αυτό που θέλει κατά βάθος να είναι η ησυχία του και να θεωρεί ότι και η δική τους ησυχία θα είναι ό,τι καλύτερο. Κι αν εν τέλει το χούλα χουπ εκείνη την ώρα του φαίνεται ασήμαντο, είναι γιατί ως γονιός καταναλώνει την εικόνα των παιδιών του που χοροπηδάνε ως θέαμα ευτυχίας, ενώ εκείνα δεν χοροπηδάνε για τη δική του ευτυχία, χοροπηδάνε για τη δική τους και στην ηλικία τους ένα παιχνίδι που έχει το ένα και δεν έχει το άλλο μπορεί να είναι η διαφορά ανάμεσα στην ευτυχία και τη δυστυχία της στιγμής. Και κυρίως, αν τους μεταδώσει το πόσο απογοητευτικό πράγμα είναι οι τσακωμοί και το πόσο το θέλω τους πρέπει να υποχωρεί μπροστά στο μεγαλύτερο κακό που είναι η σύγκρουση ως σύγκρουση, ίσως καταλήξει να μεγαλώσει παιδιά προορισμένα να γίνουν πρώτη ύλη για αλοιφή.
Γιατί ναι, δεν είναι όλες οι συγκρούσεις ίδιες, ναι, το αντικείμενο της κάθε σύγκρουσης παίζει μεγάλο ρόλο, ναι, είναι ένα πράγμα οι μικροπρεπείς κι αχρείαστες συγκρούσεις και κάτι τελείως διαφορετικό οι συγκρούσεις ζωτικής σημασίας. Αλλά εκτός από το ειδικότερο αντικείμενο, υπάρχει ακριβώς και η γενικότερη ενδιάθετη στάση μας απέναντι στις συγκρούσεις ως μέσο επίλυσης διαφορών. Κι αυτή η στάση μας ακολουθεί σε όλη τη ζωή μας, καθορίζοντάς την ίσως περισσότερο απ΄ ό,τι θα θέλαμε να πιστεύουμε.
Από παιδί, τι άνθρωπος είσαι; Βγαίνεις μπροστά και διεκδικείς αυτό που θέλεις ή υποχωρείς για να μη συγκρουστείς; Τα θέλω μας τρακάρουν με τα θέλω των άλλων. Είτε θέλουμε και οι δύο το ίδιο πράγμα και μόνο ένας μπορεί να το έχει. Είτε θέλουμε δύο διαφορετικά πράγματα και μόνο το ένα μπορεί να ισχύει. Πώς βάζουμε τα όριά μας, που χαράζουμε τις γραμμές μας; Διεκδικήσεις χώρων. Παραχωρήσεις χώρων. Οπισθοχωρήσεις. Οριοθετήσεις. Κάνε πίσω – Μην κάνεις πίσω. Μην τσακώνεσαι – Τσακώσου. Δώσε τόπο στην οργή. Δώσε τόπο στα θέλω του άλλου. Αφαίρεσε τόπο από τα δικά σου θέλω.. Η υποχώρηση από τον εξωτερικό χώρο δίνει θέση στον εσωτερικό. Κάνω πίσω προς τα μέσα. Ο χώρος του εαυτού. Ο χώρος της εσωτερικότητας. Τα θέλω σου κάνουν πίσω, γιατί είναι κακό πράγμα οι τσακωμοί. Δεν είναι ωραίο να τσακώνεσαι. Σε εξαντλεί η ιδέα των τσακωμών, σε φοβίζει, σε απελπίζει. Τα θέλω σου υποχωρούν μπροστά στου άλλου, που δεν αποφεύγει τη σύγκρουση ως μέσο διασφάλισης τους, γιατί τα δικά του θέλω είναι νομιμοποιημένα μέσα του. Γιατί όλα επιστρέφουν στη σχέση με τον εαυτό και την αυτοεικόνα. Αν σέβεσαι αρκετά τα θέλω σου και δεν τα υπονομεύεις, αν δεν υποτιμάς τον εαυτό σου και θεωρείς ότι δικαιούσαι να θέλεις, τότε μπορεί και να μην βρεις πια κάτι που θα σε ανασχέσει από τη σύγκρουση.
Τα θέλω μας τρακάρουν με τα θέλω των άλλων. Είτε θέλουμε και οι δύο το ίδιο πράγμα και μόνο ένας μπορεί να το έχει. Είτε θέλουμε δύο διαφορετικά πράγματα και μόνο το ένα μπορεί να ισχύει.
Αυτό δεν σημαίνει πως δικαιούσαι κάθε φορά αυτό που θέλεις. Η επιθυμία δεν είναι δικαίωμα, η επιθυμία παραμένει επιθυμία. Αλλά δικαιούσαι να δρας με βάση αυτό που επιθυμείς και να προσπαθείς να βρεις που συναντάται η επιθυμία σου με την πραγματικότητα και την επιθυμία των άλλων. Άλλωστε οι συγκρούσεις, ακόμη κι όταν δεν οδηγούν στο να πάρεις τον χώρο που ήθελες, μετακινούν τα πράγματα. Κι αν ο άλλος παραμείνει αμετακίνητος, μετακινούν τουλάχιστον εσένα. Κάθε σύγκρουση μπορεί να είναι και μια ανάληψη ευθύνης, να περικλείει μια αλήθεια και μια καθαρότητα, ενώ το καταπιεσμένο θέλω μετατρέπεται σε διαρκές παράπονο, σε τοξική ουσία. Δεν υπάρχει κανένα σύστημα αυτόνομης απονομής δικαιοσύνης. Ό,τι χώρο θεωρείς πως δικαιούσαι πρέπει να τον διεκδικείς. Τον χώρο που δεν θα διεκδικήσεις δεν θα στον παραχωρήσει στο τέλος κανείς.
.