Δεν είναι κάτι που έχουμε συνηθίσει. Το αντίθετο. Είναι κάτι που μας φαίνεται σχεδόν πρωτόγνωρο. Ή και σκέτα πρωτόγνωρο. Δεν έχουμε συνηθίσει να αισθανόμαστε δικαίωση. Η δικαίωση είναι με την άλλη πλευρά. Με την πλευρά της ΤΙΝΑ, του πραγματισμού, της ελεύθερης αγοράς, του συστήματος, του νόμου και της τάξης, του συνταχθείτε με όσα σας λέμε, του «έτσι λειτουργεί ο κόσμος» και του «αυτά θέλει ο κόσμος». Από ματαίωση ξέραμε. Από δικαίωση πολύ λίγα πράγματα. Από δικαίωση ο ψυχολογικός μηχανισμός ήταν η αυτοδικαίωση: έχουμε δίκιο, το ξέρουμε ότι έχουμε δίκιο, φυσικά έχουμε δίκιο, αλλά ακριβώς επειδή έχουμε δίκιο, οι δυνάμεις απέναντί μας είναι αδυσώπητες, γιατί ξέρω γω το δίκιο μας είναι ριζοσπαστικό και άρα επικίνδυνο.
Η πρωτόδικη έκβαση της δίκης της Χρυσής Αυγής: κάτι που δεν μπορεί να ματαιωθεί, κάτι που δεν μπορεί να αναιρεθεί, ό,τι κι αν γίνει στους επόμενους βαθμούς δικαιοδοσίας. Ένα ΟΧΙ που δεν μπορεί να γίνει ΝΑΙ μέσα σε μια εβδομάδα, με χρονικό τίμημα 17 ώρες και σωματικό έναν έρπη στα χείλια. Και σε αυτή την δεύτερη απόφαση επί της αναστολής ή μη των ποινών, δεν μπορούσαν να εκτονωθούν κάπου τα ΜΑΤ, όπως στην πρώτη επί της ενοχής δυο εβδομάδες πριν. Σε αυτή την δεύτερη απόφαση, στις δυνάμεις της ΕΛΑΣ αναλογούσε μόνο η σύλληψη των καταδικασθέντων της εγκληματικής οργάνωσης Χρυσή Αυγή και η μεταγωγή τους στις φυλακές της χώρας.
Η ενασχόληση με τα κοινά κι ακόμη περισσότερο η κεντρική πολιτική σκηνή είναι εκ των πραγμάτων και από την φύση της μια σχεδόν διαρκής διάψευση. Κι αν όχι πάντα διάψευση, πάντως ένας μετριασμός, ένα φιλτράρισμα, ένας συμβιβασμός. Η επιδίωξή σου και ο στόχος σου θα συγκρούονται πάντα με την πραγματικότητα, τα όριά της, τους περιορισμούς της, την πολυπλοκότητά της. Είναι γεμάτη διαψεύσεις και ματαιώσεις η πραγματικότητα, ακριβώς επειδή είναι πραγματικότητα. Σε κάθε επίπεδο της ζωής, πραγματικότητα σημαίνει και σύγκρουση με αυτό που πόθησες, με αυτό που ονειρεύτηκες. Αλλά δεν γίνεται να είναι γεμάτη μόνο διαψεύσεις η πραγματικότητα , δεν γίνεται να είναι γεμάτη μόνο ματαιώσεις. Γιατί τότε μετατρέπεσαι είτε σε εντελώς κυνικό, είτε σε εντελώς παραιτημένο, είτε, ακόμη χειρότερα κι από παραιτημένο, μαθαίνεις να αγκαλιάζεις την ματαίωση ως μέρος της κοσμοθεωρίας σου, ως μέρος του συνολικού τρόπου σου: έτσι παίζεται το παιχνίδι, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στο τέλος θα γίνεται αυτό απέναντι στο οποίο αντιτίθεσαι και εσύ θα είσαι το θύμα. Κι η θυματοποίηση είναι ταυτόχρονα και μία αποτίναξη ευθύνης, ένα δεν μπορώ να κάνω τίποτα άλλο, παρά να αντιδρώ, να διαμαρτύρομαι, να οργίζομαι, να εξεγείρομαι, χωρίς στα αλήθεια να προσβλέπω σε απτά αποτελέσματα. Είχαμε φτάσει να πιστέψουμε ότι οι κοινωνικοί και πολιτικοί αγώνες δεν είναι για νίκες, ότι μόνο για ρομαντικές ήττες είναι, ότι μόνο ο φακντ απ ναρκισσισμός της θυματοποίησης μας αναλογούσε.
Είναι λοιπόν επιτακτικό να θυμόμαστε ότι ο κόσμος μπορεί να αλλάζει όχι μόνο προς το χειρότερο, αλλά και προς το καλύτερο. Ακόμη κι αν το καλύτερο, όπως στην περίπτωση της Χρυσής Αυγής, είναι απλά το πέταγμα στα σκουπίδια της πιο εφιαλτικής εκδοχής του χειρότερου. Πάντως δεν είναι όλα μάταια. Πάντως δεν είναι όλα ουτοπικά. Πάντως δεν είναι όλα εκ των προτέρων χαμένα. Έχουμε ανάγκη να πιστεύουμε ότι δεν είναι όλα εκ των προτέρων χαμένα.
Είχαμε φτάσει να πιστέψουμε ότι οι κοινωνικοί και πολιτικοί αγώνες δεν είναι για νίκες, ότι μόνο για ρομαντικές ήττες είναι, ότι μόνο ο φακντ απ ναρκισσισμός της θυματοποίησης μας αναλογούσε.
Μέσα στο Δικαστήριο, με την ολότελα διαφορετική προσέγγιση της Εισαγγελέα και των τριών Δικαστών, φάνηκε ότι τίποτα δεν είναι δεδομένο. Ακόμη και την ύστατη ώρα, μέσα αλλά και έξω από το δικαστήριο, συγκρούστηκαν δύο βλέμματα. Το βλέμμα απέχθειας προς την εγκληματική δράση των ναζί και την ιδεολογία που οδηγεί ευθέως σε αυτή τη δράση δεν είναι αναντίρρητο, δεν είναι αυτονόητο, είναι βλέμμα που συγκρούεται στην κοινωνία και στους θεσμούς, με ένα βλέμμα κατά το οποίο υπάρχει τελικά μία και μόνη ιδεολογική σύγκρουση, αυτή της Δεξιάς με την Αριστερά, και σύμφωνα με το οποίο ακόμη και η πιο διαστροφική εκδοχή της Ακροδεξιάς, παραμένει σε ένα βαθμό μακρινός συγγενής της Δεξιάς, αντιμετωπίζεται με έναν βαθμό κατανόησης και επιείκειας, προξενεί εν πάση περιπτώσει λιγότερη αλλεργία από ό,τι ανήκει στην Αριστερά.
Και κάπως έτσι η ιστορικότητα της απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων είναι διττή. Από την μια η Ελληνική Δημοκρατία διαχωρίζει με τον πιο επίσημο τρόπο την θέση της από τους νεοναζί της Χρυσής Αυγής και λέει ότι ακόμη και αν αυτοί μπήκαν για μερικά χρόνια στο Κοινοβούλιο, η θέση τους τελικά είναι σύμφωνα με τους θεσμούς της χώρας στην φυλακή. Από την άλλη μας επιφυλάσσει την απρόσμενη γεύση της ιστορικής νίκης, μας υπενθυμίζει ότι αξίζει να υπερασπίζεσαι αυτό που θεωρείς δίκαιο, μας επιτρέπει να νιώσουμε ότι έστω και σπάνια το δίκαιο συναντά τη δικαίωση και τη δικαιοσύνη, τη Δικαιοσύνη με δέλτα κεφαλαίο. Τιμή και σεβασμός σε όσους ύψωσαν το ανάστημά τους απέναντι στους χρυσαυγίτες μέσα κι έξω από το Δικαστήριο, τα πολλά χρόνια του Δικαστηρίου και τα ακόμα περισσότερα πριν το Δικαστήριο, με αποτέλεσμα να νιώθουμε δικαίωση για τον δικό τους κινηματικό και θεσμικό αγώνα όλοι μας.