Ήταν τόσο απίθανο να γεννηθούμε, κι όμως γεννηθήκαμε. Ήταν ελάχιστα λιγότερο απίθανο απ’ το να μην πεθάνουμε. Ήταν τόσο απίθανο από όλες τις γυναίκες του κόσμου (έστω της χώρας, έστω της πόλης) ο πατέρας σου να γονιμοποιήσει την μητέρα σου και τόσο απίθανο από όλους τους άντρες του κόσμου (έστω της χώρας, έστω της πόλης) η μητέρα σου να γονιμοποιηθεί από τον πατέρα σου, κι όμως έγινε. Κι επειδή έγινε υπάρχεις. Κι ενώ σε απασχολεί όχι μόνο το πώς θα ζήσεις, αλλά και το αν θα συνεχίσεις να υπάρχεις μετά θάνατον, δεν σε απασχολεί σχεδόν ποτέ το ότι δεν υπήρχες πριν συλληφθείς.
Είσαι τόσο σημαντικός, που θεωρείς τόσο παράλογο να τελειώνει η ύπαρξή σου έτσι απλά με τον θάνατο. Τι άλλο είναι όλη η ζωή σου άλλωστε από η διαρκής σημασία που προσδίδεις στον εαυτό σου, σε αυτά που κάνει, σε αυτά που του κάνουν; Δεν σου κολλάει με τίποτα ότι ξαφνικά παύεις να υπάρχεις ολοσχερώς. Κι όλη αυτή η επενδυμένη σημασία; Όλη αυτή η ατελείωτη ομφαλοσκόπηση; Όλος αυτός ο νομοτελειακός εγωκεντρισμός; Πασχίζοντας να τιθασεύσεις το άγνωστο μετά, φτιάχνεις Θεούς και τους πιστεύεις. Το άγνωστο πριν δεν σε τρομάζει, δεν το έχεις εμπρός σου κι έτσι δεν έχεις ανάγκη και να το φέρεις στα μέτρα σου. Μια θρησκεία που δεν θα ασχολούνταν με την μετά θάνατον, αλλά μόνο με την προ συλλήψεως ζωή, θα ήταν αντιτουριστική. Κι όμως, ίσως τελικά το αληθινό σκάνδαλο δεν είναι ότι παύουμε κάποια στιγμή να ζούμε, αλλά το ότι ξεκινάμε κάποια στιγμή να ζούμε. Αν πλησιάζουμε αυτή τη στιγμή τα οκτώ δισεκατομμύρια ανθρώπους στον πλανήτη, και τα οκτώ έχουμε έρθει στη ζωή ως αποτέλεσμα μιας αλληλοδιαδοχικής σειράς συμπτώσεων. Θα μπορούσαν στη θέση μας να βρίσκονται οκτώ δισεκατομμύρια άλλοι άνθρωποι.
Μια θρησκεία που δεν θα ασχολούνταν με την μετά θάνατον, αλλά μόνο με την προ συλλήψεως ζωή, θα ήταν αντιτουριστική. Κι όμως, ίσως τελικά το αληθινό σκάνδαλο δεν είναι ότι παύουμε κάποια στιγμή να ζούμε, αλλά το ότι ξεκινάμε κάποια στιγμή να ζούμε.
Πώς αντέχει κανείς το εντελώς τυχάρπαστο της ύπαρξής του; Βαφτίζοντας τις συμπτώσεις μοίρα; «Όλα γίνονται για έναν λόγο»: να μια σκέψη που μας βοηθά να κοιμηθούμε το βράδυ. «Όλα είναι στο έλεος της τύχης»: να μια σκέψη πολύ λιγότερο δημοφιλής. Μια στραβοτιμονιά κι όλα τέλειωσαν. Δεκάδες «αν δεν» και τίποτα δεν θα είχε αρχίσει. Και το ανθρώπινο πνεύμα, η ύπαρξη συνείδησης, παραμένει ένα δώρο – άδωρο, όταν ψάχνουμε για σιγουριά εκεί που δεν υπάρχει: στην ανθρώπινη ζωή. Ας παραιτηθούμε από το αίτημα της ασφάλειας κι ας εγείρουμε το αίτημα της μαγείας. Αφού ήταν τόσο απίθανο να υπάρξουμε, ας μαγευτούμε από τη σειρά των συμβάντων που έπρεπε να συντρέξουν για να υπάρξουμε, κι ας αναρωτηθούμε τι απέγιναν όλες οι εναλλακτικές υπάρξεις που δεν υπήρξαν επειδή οι γονείς μας γνωρίστηκαν κι έμειναν μαζί. Κι ας αποδεχτούμε πως οι δυνατότητες του πνεύματος μας μπορεί να είναι πεπερασμένες ως προς την κατανόηση του φαινομένου της ζωής, αλλά απεριόριστες ως προς την συγκίνηση, την έκπληξη και την άντληση ομορφιάς από το βαθύτατα τυχάρπαστο της δικής μας ζωής.
Όσα μας τρομάζουν όμως και όσα δεν θέλουμε να σκεφτούμε, δεν αφορούν μόνο το μετά, δεν αφορούν μόνο το πριν, αφορούν και το τώρα. Όσα δεν χωράει εύκολα ο νους μας κι όσα δεν μπορούμε να εξηγήσουμε με τρόπο που να μας καλύπτει υπαρξιακά, δεν αφορούν μόνο το πριν τη ζωή και το μετά τη ζωή, αλλά και την ίδια τη ζωή. Γιατί επιλέγουμε να ζούμε έτσι και όχι αλλιώς; Πόσο αντιφατικά ενίοτε φερόμαστε; Πόσες ανεξήγητες συμπεριφορές παραμένουν εντός μας; Πόσες καθηλώσεις; Πόσο σπάνιο είναι να μην κάνουμε πράγματα που όχι μόνο μας φοβίζουν, αλλά ενίοτε και πράγματα που σκέτα λαχταρούμε; Ή αντίθετα να κάνουμε πράγματα που δεν θέλουμε και να κάνουμε, γνωρίζοντας ότι κανείς δεν μας αναγκάζει να κάνουμε αυτό που δεν θέλουμε; Κι όμως να το κάνουμε. Και να μην καταλαβαίνουμε ακριβώς το γιατί. Ποια ερμηνεία έχουν οι πράξεις μας; Ποια ερμηνεία έχουμε εμείς; Πώς να καταλάβουμε; Πώς να μας καταλάβουμε; Και φυσικά πώς να καταλάβουμε τους άλλους; Πώς να καταλάβουμε ανεξήγητες σε εμάς συμπεριφορές τους. Ή εξηγήσιμες αλλά πληγωτικές; Πώς να καταλάβουμε γενικότερα γιατί μας φέρεται έτσι η ζωή;
Χρειαζόμαστε έναν ερμηνευτικό χάρτη. Ένα στοιχειώδες αναγνωστικό του κόσμου. Η αστρολογία έρχεται να πει ότι σε ξέρει ήδη με το καλημέρα. Ανήκεις βάσει ζωδίου σε μια κατηγορία ανθρώπων με δεδομένα χαρακτηριστικά. Τα χαρακτηριστικά σου είναι εξηγήσιμα. Εξηγείσαι. Κι όσο περισσότερο εξατομικεύεται ο χάρτης σου, όλα γίνονται και πολύ περισσότερο διαυγή και κατανοητά. Το τυχαίο αρχίζει να κάνει στην άκρη. Εκτός από τους φυσικούς νόμους, υπάρχουν και αστρικοί. Υπάρχουν λυσάρια. Υπάρχουν θέματα SOS. Η αστρολογία ταυτόχρονα ψυχαναλύει και μεταφυσικολογεί. Προσφέρει παρηγοριά σε ατομικό και κοσμικό επίπεδο. Οι μέρες και οι μήνες μπροστά σου παύουν να είναι λευκές σελίδες στα ημερολόγια και στο μυαλό σου, είναι ήδη σημειωμένες με αστρικούς αστερίσκους. Προσαρμόζεις την συμπεριφορά σου. Προκαταλαμβάνεσαι. Προκαταλαμβάνεις. Ξέρεις από πριν. Προφητείες που εκπληρώνονται. Φόβοι και ελπίδες έτοιμες να επαληθευτούν.
Με αυτόν τον τρόπο, το μέλλον σου, ακόμη κι αν δεν είναι μια ταινία που έχει ήδη γυριστεί, είναι όμως σίγουρα μια ταινία ήδη παραμετροποιημένη, πλαισιωμένη, περιγεγραμμένη. Χώρεσε κάπου μέσα σε αυτό. Ή κινήσου ανάλογα για να εξευμενίσεις το τέρας. Προσαρμόσου. Ή αν θες να αντισταθείς, αντιστάσου. Σε κάθε περίπτωση ο κόσμος ασχολείται με την ύπαρξή σου. Σου δίνει συντεταγμένες. Ολομόναχος δεν είσαι. Υπάρχει κάτι πέραν από το μηδέν, κάτι πέραν από το εντελώς τυχαίο και συμπτωματικό. Οι άνθρωποι παίρνουν τα άστρα συντροφιά κι αφήνουν να τους συγκαθορίσουν τις ζωές τους. Ενίοτε και τα χαρτιά, ενίοτε και τους καφέδες. Όλα είναι γραμμένα στους χάρτες τους, ή στα χαρτιά, ή στο κατακάθι του καφέ, ή κάπου αλλού. Εκλείψεις, αναδρομές, συναστρίες, οίκοι. Ημερομηνίες κλειδιά. Ζόρικες περίοδοι. Περίοδοι ελπίδας. Δεν είναι πάντως όλα άγνωστα. Δεν απλώνεται μπροστά μας το τεράστιο άγνωστο. Έχουμε έναν έλεγχο, ξέρουμε περίπου τι μας περιμένει. Έχουμε να ακουμπήσουμε το κεφάλι μας στον ουρανό, έχουμε να ξαπλώσουμε τις σκέψεις μας στα άστρα.
Φοβόμαστε. Ελπίζουμε. Είμαστε άνθρωποι. Ήταν τόσο απίθανο να γεννηθούμε, κι όμως γεννηθήκαμε. Κι είμαστε τώρα εδώ. Για λίγο. Και το παλεύουμε με όποιον τρόπο ταιριάζει στον καθένα μας καλύτερα.