Όταν ο Έντουαρντ Τζόζεφ Σνόουντεν – 31 χρονών, Αμερικάνος, διαχειριστής συστημάτων, εργαζόμενος για την NSA και την CIA – στις αρχές του περασμένου καλοκαιριού, από το δωμάτιο ενός ξενοδοχείου στο Χονγκ Κονγκ, αποκάλυπτε σε δυο δημοσιογράφους μερικά απόρρητα και υψηλά διαβαθμισμένα μυστικά της κυβέρνησης των ΗΠΑ σχετικά με το πρόγραμμα μαζικής παρακολούθησης που εφαρμόζουν οι αμερικανικές και βρετανικές κυβερνήσεις, οι περισσότεροι ετοιμαζόμαστε για διακοπές. Λογικό να χάσουμε τις πιρουέτες αυτού του καινούργιου χορού των κατασκόπων. Γυρνώντας σπίτι, ο ξανθός Εδουάρδος – Ιωσήφ από τη Νότια Καρολίνα – που τ’ όνομά του, όπως και το βλέμμα του, έχει μέσα λίγο χιόνι – είχε προλάβει να βρει άσυλο στη Ρωσία και να γίνει λήμμα στη Wikipedia.
Τις προάλλες, η διαδικτυακή έκδοση της Guardian παρουσίασε, σ’ ένα υποδειγματικό ρεπορτάζ, όλες τις εκδοχές αυτής συνεχώς εξελισσόμενης ιστορίας, με πληρότητα και σαφήνεια – αν και η τελευταία λέξη δεν μου φαίνεται η καταλληλότερη για μια υπόθεση που, όσο κι αν μοιάζει πια με ένα καλοφωτισμένο δωμάτιο, αδύνατο να ξεφύγεις απ’ τη βεβαιότητα ότι, δε μπορεί, κάπου θα υπάρχει μια κρυφή πόρτα που οδηγεί ένας Θεός ξέρει σε ποιες, αδιανόητες προς το παρόν, ατραπούς.
Έστω κι έτσι, ο φιλότιμος αναγνώστης έχει να μάθει πολλά. Όχι μόνο για τα διπλωματικά εμφράγματα που προκάλεσαν οι αποκαλύψεις του Σνόουντεν αλλά και για ένα σωρό άλλα. Για το απόρρητο πρόγραμμα Prism, για παράδειγμα, σύμφωνα με το οποίο οι μεγαλύτεροι διαδικτυακοί κολοσσοί (Google, Facebook, Microsoft, Yahoo, Apple κ.α. δημοκρατικές δυνάμεις) υποχρεούνται να παραδίδουν δεδομένα που αφορούν τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες των χρηστών τους στην NSA και το FBI, γεγονός που με κάποιο τρόπο αποδεικνύει ότι στην ψηφιακή δημοκρατία της νέας εποχής είμαστε όλοι ίσοι, κυρίως ίσοι στην έκθεσή μας και στην ανεμελιά που αφηνόμαστε να μας ελέγχουν.
Αλλά τι πειράζει; Και ποιους; Η πιθανότητα όσα λέμε και γράφουμε να περνάνε από κόσκινο (στο όνομα της πάταξης της τρομοκρατίας, σου λέει), είναι, αν μη τι άλλο, ερεθιστική. Δεν είναι λίγο να ασχολούνται μαζί σου.
Τι έχεις, εξάλλου, να φοβηθείς; Τι έχεις να κρύψεις; Βόμβα στο χέρι σου δεν έπιασες ποτέ. Μπορείς λοιπόν άφοβα ν’ ακροβολίζεσαι στις σελίδες των social media, βαρώντας ατέλειωτες διπλοσκοπιές με τα δαχτυλάκια σου ετοιμοπόλεμα πάνω απ’ το πληκτρολόγιο.
Μερικές φορές το σκέφτομαι και σαστίζω. Επειγόμαστε όλοι να συστηθούμε μέσα από την οθόνη μας σε γνωστούς και αγνώστους. Με το καλό μας το προφίλ πάντα. Με ρητές διαβεβαιώσεις και ακόμη πιο ρητούς υπαινιγμούς, με κραυγές και ψιθύρους. Καταλογογραφώντας (και παραδίνοντας σε δημόσια θέα) τις προτιμήσεις, τα γούστα μας, τα σωστά και τα φάλτσα μας, τους θησαυρούς και τα σκουπίδια μας. Όλα λουσμένα στο φως του υπολογιστή. Δε θέλουμε τίποτα να κρύψουμε και δεν έχουμε πουθενά να κρυφτούμε. Ένα μυστικό είχε μόνο η Αλίκη Βουγιουκλάκη αλλά αυτό ήταν τότε που οι σφαλιάρες έρχονταν γραμμή απ’ τον Παράδεισο, τώρα η σφαλιάρα φτάνει απ’ οπουδήποτε κι από Παράδεισο ούτε φύλλο, ποιο μυστικό να τραγουδήσεις; Το «προσωπικό» έχει πάψει να είναι αυτό που ήταν και όχι, δεν έχει γίνει «πολιτικό», όπως λέγαμε παλιά, απλώς κυκλοφορεί μισόγυμνο από οθόνη σε οθόνη. Είναι ένα μυστικό ευρείας κυκλοφορίας κι ακόμη ευρύτερης κατανάλωσης, θρεμμένο από μια λυσσασμένη ανάγκη να δηλώσουμε παρόντες προς πάσα κατεύθυνση. Μακριά, πολύ μακριά, από κείνες τις παλιές, ωραίες σιωπές που λέγανε τόσα και τόσα προστατεύοντας μυστικά που πραγματικά είχαμε.
Οπότε, ποιος τρομοκρατεί ποιον; Και ποιος περιορίζει την ελευθερία τίνος; Εδώ που βρεθήκαμε, η πραγματική τρομοκρατία είναι να μη μας ξέρουν, να μη μάθει κανείς ότι είμαστε εδώ (εκεί, στον αέρα). Αυτήν πρέπει να πολεμήσουμε με λόγια και εικόνες, καθισμένοι αναπαυτικά ή και λίγο άβολα, αλλά πάντα γερμένοι ελαφρώς για να φαινόμαστε μια ιδέα πιο ευάλωτοι, ακόμη έχει πέραση το ευάλωτο, η αχίλλειος πτέρνα μας συγκινεί περισσότερο κι απ’ τους πιο γυμνασμένους κοιλιακούς, ας τη δείξουμε λοιπόν στους εκατοντάδες φίλους μας ανεβάζοντας απόψε μια μελαγχολική φωτογραφία μας πλάι στο κύμα.
Νομίζω ότι αν κανείς δεν δείχνει να πολυνοιάζεται για την – σχεδόν ομολογημένη πια – ηλεκτρονική μας παρακολούθηση, είναι γιατί μπουχτίσαμε τόσον καιρό να μένουμε στην αφάνεια. Κι αν κάποιος τρίτος μας ακούει, ακόμα καλύτερα. Ίσως, με τα πολλά, τον γοητεύσουμε. Κι ίσως μας τηλεφωνήσει μια μέρα, ρισκάροντας να τον εντοπίσουν και κείνον. Αλλά, ελπίζουμε, θα είναι αρκετά ατρόμητος να μη μασάει σε κάτι τέτοια. Εξάλλου, θα μας θέλει απελπισμένα.-
*Ο Άκης Δήμου είναι συγγραφέας. Το τελευταίο του βιβλίο “Η αναγνώριση” κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αιγόκερως.