Η γλώσσα έχει τη «μαγική» ιδιότητα να ενώνει και να διχάζει παράλληλα. Την ίδια στιγμή που προκαλεί ισχυρό αίσθημα κοινότητας για όσους τη μοιράζονται, λειτουργεί ως στοιχείο αποξένωσης για εκείνους που δεν την καταλαβαίνουν. Είτε στην πρακτική καθημερινότητα είτε στο επίπεδο των συμβολισμών και του φαντασιακού, η γλώσσα ενεργοποιεί μία αδιάκοπη κίνηση μεταξύ συμπερίληψης και αποκλεισμού.
Τις τελευταίες ημέρες, η δήλωση Ρεπούση για τα «νεκρά» αρχαία ελληνικά και λατινικά, υπήρξε η αφορμή για μία νέα γλωσσική διαμάχη, στην οποία συμπυκνώθηκαν μ’ έναν ιδιαίτερο τρόπο όλα τα προηγούμενα. Σε μία χώρα που επένδυσε τις διαιρέσεις της στο «γλωσσικό ζήτημα» για περίπου έναν αιώνα, δεν είναι παράδοξο που γρήγορα στήθηκε ένα -έστω και φολκλόρ με χαμηλού επιπέδου δημόσια αντιπαράθεση- σκηνικό «γλωσσικής εικονομαχίας». Η αλήθεια είναι ότι πέρα από την ουσία της θέσης, η οποία είναι επίδικη επιστημονικών εκτιμήσεων και ως εκ τούτου είναι εύλογη η ανάπτυξη διαφορετικών επιχειρημάτων, κατά έναν κάπως παράδοξο εκ πρώτης τρόπο, η οπτικά και ηχητικά ανοίκεια για τους περισσότερους αρχαία γλώσσα είναι ο συνδετικός κρίκος του παρόντος με το παρελθόν, η απόδειξη της ενότητας στο χρόνο, η Ιδέα που μας εγκαλεί ως ένα «Εμείς».
Βέβαια, αυτή η φαινομενική παραδοξότητα είναι κι εκείνη που επιβεβαιώνει την έλλειψη ουδετερότητας της γλώσσας και των χρήσεών της. Απλουστευτικά, όποιες γλωσσικές επιλογές κι αν κάνουμε, εκείνο που παραμένει κρίσιμο είναι το τι επιλέγουμε να πούμε. Μιλώντας, όποια γλώσσα, σημασία έχει ποιους θέλουμε να συμπεριλάβουμε στο «εμείς» μας, με ποιους επιδιώκουμε να αναπτυχθεί οικειότητα, ποιες σχέσεις επιθυμούμε να καταστήσουμε λειτουργικές με τον κοινό λόγο.
Σε μία περίοδο πρωτόγνωρα οδυνηρή για τα σύγχρονα ελληνικά δεδομένα, μία άκρως «ζωντανή» γλώσσα, οικεία σε κάποιους και σίγουρα ανοίκεια σ’ άλλους, ακούστηκε αρκετά μακριά, στη Νέα Υόρκη, από έναν πολιτευτή των Δημοκρατικών που φιλοδοξεί ν’ αναλάβει τα δημαρχιακά καθήκοντα της πόλης. Ο Μπιλ ντε Μπλάσιο, αποσπώντας ένα ποσοστό λίγο υψηλότερο από το 40% των ψηφοφόρων των Δημοκρατικών στη διάρκεια των προκριματικών εκλογών για την ανάδειξη του υποψήφιου δημάρχου του κόμματος, δεσμεύτηκε να επιφέρει «ισχυρή προοδευτική αλλαγή», ανατρέποντας τη σημερινή κατάσταση στην πόλη «όπου υπάρχουν δύο ιστορίες προς αφήγηση, εκείνη των εξαιρετικά εύπορων που όχι μόνο αποκατέστησαν τις ζημίες τους από την κρίση, αλλά έχουν κερδίσει καλύτερο επίπεδο από ποτέ, καθώς κι εκείνη των περίπου μισών πολιτών της Νέας Υόρκης που φλερτάρουν με τη φτώχεια, βλέποντας να ξεφυτρώνουν πολυτελή οικιστικά συγκροτήματα εκεί που άλλοτε υπήρχαν νοσοκομεία για τους αδύναμους». Ο Ντε Μπλάσιο, προκαλώντας την οργή του νυν δημάρχου Μπλούμπεργκ, δεν διστάζει να μιλήσει για «αύξηση της φορολογίας των ισχυρών, ώστε κάθε παιδί να απολαμβάνει το δικαίωμα στη μόρφωση», ενώ κάνει ευθέως λόγο για «συμπεριφορά της αστυνομίας που στοχοποιεί συγκεκριμένες ομάδες πληθυσμού, στο όριο φυλετικών διακρίσεων …κάτι το οποίο πρέπει ν’ αλλάξει».
Αυτός ο λόγος, εκφρασμένος σε μία «ξένη» γλώσσα, είναι «ζωντανός» οικουμενικά γιατί μιλά στο σήμερα, για τα προβλήματα των ανθρώπων που λυγίζουν υπό το βάρος της συγκυρίας. Ακόμη δεν καμώνεται τον ουδέτερο, λαμβάνει θέση, είναι μεροληπτικός, αποσκοπεί στο να συγκροτήσει ένα «εμείς» των «από κάτω», να ανασυστήσει την οικειότητα της αλληλεγγύης, να κάνει τους νέους να μορφωθούν και γλωσσικά για ν’ αποκαταστήσουν τη λειτουργικότητα της σχέσης τους με το σύνολο. Άρα είναι κι ένας λόγος ρήξης, που θέτει απέναντί του πρακτικές και νοοτροπίες. Είναι ένας λόγος που θα μπορούσε ν’ ακουστεί στην Αθήνα, γι’ αυτό και είναι «ζωντανός» και οικείος. Ελπίδα, να τον ακούσουμε σύντομα…
O Παναγιώτης Σκευοφύλακας είναι πολιτικός επιστήμονας.