Είχε γίνει μια ταινία το 2008, παραγωγή της Finos Film, με σκηνοθέτη το Νίκο Παναγιωτόπουλο, και την έλεγαν Αθήνα-Κωνσταντινούπολη, ένα είδος στοχαστικού road movie. Έπαιζαν ο Λευτέρης Βογιατζής και η Αλεξία Καλτσίκη μαζί με άλλους κι εδώ βλέπουμε μια μικρή σκηνή όπου ο Λευτέρης παρακολουθεί ένα ξεσάλωμα με το τόσο χαρακτηριστικό του ύφος συγκρατημένης έκπληξης και αποστροφής μπροστά στην εκφραστικότητα που ξεπερνά κάποιο όριο.

Όμως εδώ μιλάμε για «Κωνσταντινούπολη, Αθήνα», χωρίς ενωτικό, με κόμμα, και είναι μια σύγκριση, ένας ακροβατικός παραλληλισμός, μια αίσθηση για τις δυο αυτές υπαρκτές πολιτείες, ένα παιχνίδι με διαφορές και ομοιότητες.

Αν το κύριο συστατικό της Αθήνας είναι το φως, της Πόλης είναι το νερό. Νερό στη θάλασσα, νερά της γης, πηγές, αγιάσματα, ρυάκια, ρείθρα και νερό απ’ τον ουρανό, νεροποντές. Η έντονη αντανάκλαση από το μπλε του Βοσπόρου, της Προποντίδας, του Κεράτιου Κόλπου μαζί με την κυριαρχία του πράσινου από τα πολλά και μεγάλα δέντρα κάνουν τα μεσημέρια να κρατάνε λίγο και είναι πάντα σαν χάραμα ή σα δειλινό. Οι πικροδάφνες είναι παχιές, τα κεραμίδια απέραντα, τα κτίρια βαριά και ποτέ πολύ σταθερά, σαν να λικνίζονται λίγο απ’  την πίεση του νερού και την υγρασία που ιριδίζει στην ατμόσφαιρα. Παντού ψάρια και πουλιά που τρέφονται με ψάρια.

Η Κωνσταντινούπολη είναι μια πόλη θρησκευτική, είτε έτσι είτε αλλιώς, και είναι μια πόλη φιλήδονη γιατί ο κόσμος είναι πολύς, οι λόφοι μαλακοί σαν σωματικές καμπύλες, οι δρόμοι έχουν στροφές που σε κρύβουν, ανηφόρες και κατηφόρες που σου χαρίζουν αλλεπάλληλες φυγές στον ορίζοντα, η κίνηση είναι αέναη, οι τροχιές των πουλιών συναντούν τις ρότες από τα πολλά πλεούμενα, τις σκαμπαβίες, τα καΐκια, τα ταχύπλοα και το δίχτυ απ’  όλα αυτά σε πνίγει με την «καρδιοβόρο νοσταλγία»  του Βιζυηνού.

Φασαρία, μουσική και ζάχαρη, μάρμαρο, ξύλο, μνημειακή αρχιτεκτονική με παράθυρα που έχουν τι να δουν. Από παντού η θέα εισβάλλει μέσα στα δωμάτια και μουρμουρίζει ότι εδώ είναι ο τελευταίος σταθμός, εδώ ξεκινάει η Ανατολή. Μικρά ξύλινα παλάτια, τα «γυαλιά», πατάνε στο νερό που θέλει να φάει το ξύλο και την πέτρα μα δεν μπορεί, γιατί πρέπει να φύγει, προς τα πάνω, προς τη Μαύρη Θάλασσα, προς τα κάτω,  προς την Άσπρη Θάλασσα, όπως λεγόταν παλιά το Αιγαίο.

Το τραγούδι που διάλεξα για την Ίνσταμπουλ έπαιζε σ’ ένα από τα τούρκικα σίριαλ που βλέπει η Αθήνα και ξελιγώνεται, δίσκος 45 στροφών του 1930 από την ομόλογο της Μαρίας Παπαγκίκα, αηδόνα Σεγιάν Χανίμ, και μιλάει για τη λύπη: Τα μάτια εκείνα είναι ξένα πια / Η αγάπη εκείνη μου καίει τα σωθικά / δάκρυα κυλάνε από τα βάθη της καρδιάς / αιτία να ζω δε βρίσκω πουθενά. / Τυλίγει η νύχτα την ψυχή μου / σαν φίλος που με παίρνει αγκαλιά / κλαίω κρυφά για την αγάπη / που μ’ έδεσε παντοτινά. / Σκοτάδι πιο μαύρο κι απ’  την άβυσσο / έλα να γιάνεις τον καημό μου / οι πληγές που έχω στην καρδιά / πάνε ολοένα πιο βαθιά.

Η ακεφιά στην Πόλη θέλει φαΐ, καλοστρωμένο τραπέζι με πολλά χρώματα στα πιάτα, στην Αθήνα θέλει ποτό και τσιγάρο. Τα αντρικά μαλλιά στην Πόλη είναι μαύρα και γυαλιστερά με γαλάζιες ανταύγειες , στην Αθήνα είναι βαθιά καστανά και λίγο κοκκινίζουν όπως του Γιάννη Φέρτη, του Φαίδωνα Γεωργίτση, του Νίκου Κούρκουλου όταν ήταν, που ήταν κάποτε, 20 χρονών. Στην Αθήνα το τοπίο δε φεύγει, έρχεται να κλειστεί μέσα στην περίλαμπρη στεφάνη των βουνών της, σε άμεση επαφή με την Αίγινα, που είναι το νότιο κλείσιμο του κύκλου. Τα μεσημέρια είναι ατελείωτα, χειμώνα-καλοκαίρι, τα δέντρα είναι μάλλον χαμηλά και τα περιγράμματά τους καμένα από το φως, τα νεοκλασικά της σπίτια (όταν υπήρχαν) δαντέλες πλεγμένες από το φως. Το φως τρώγεται και μπορεί να θεωρηθεί ως το ένα και μοναδικό ελαφρυντικό για την ασυδοσία των πολιτών της, τώρα και πάντα. Τρελοί από έρωτα, τρελοί από φως. Στην Κωνσταντινούπολη μεγάλες μουσικές ακούστηκαν κάτω από τους τεράστιους θόλους με τις χρυσές ανταύγειες και τα γαλήνια πρόσωπα των Αγίων, στην Αθήνα όμως ειπώθηκαν τα πιο μεγάλα λόγια που αποδείχτηκαν κι αληθινά, όπως «αγαπάμε το ωραίο με απλότητα και τη σοφία με σκληρότητα», «όλοι οι πολίτες είναι ίσοι μπροστά στους νόμους», «μουσικήν ποίει και εργάζου», «Φειδίου ειμί» και άλλα πολλά. Τις νύχτες ο αντίλαλός τους μπερδεύεται με τα στριγκλίσματα των φρένων στη Συγγρού, εκεί που περπάτησαν πλάι στο νεράκι του Ιλισού ο Σωκράτης και ο Φαίδρος για να μιλήσουν — μιλάμε στην Αθήνα πολύ και απολαυστικά, μιλάμε γιατί εμείς ανακαλύψαμε το διάλογο σε τούτο τον πλανήτη.

Τέλος πάντων. Η Αθήνα σώπασε για πάνω από δεκαπέντε αιώνες και άφησε ήσυχο το τοπίο, τους λόφους, τις ρεματιές, τα θυμάρια και τα λιόδεντρα. Ύστερα ήρθε η ώρα της πάλι μετά την Κατοχή και τα όσα ακολούθησαν, ν’ αποχτήσει πάλι τραγικό μεγαλείο για να τραγουδήσουν ο Τσιτσάνης και η Μπέλλου τους στίχους (πρώτη ηχογράφηση 11/11/1948): Μην απελπίζεσαι και δε θ’ αργήσει / κοντά σου θα ‘ρθει μια χαραυγή / καινούρια αγάπη να σου ζητήσει / κάνε λιγάκι υπομονή. Ένα τραγούδι που απαγόρεψε η Αστυνομία για τα υπονοούμενα, σπάζοντας εκατοντάδες πλάκες γραμμοφώνου ακόμα και μετά τη λήξη του Εμφυλίου το 1950. Στον Index της Αστυνομικής Διεύθυνσης Αθηνών με τα απαγορευμένα τραγούδια είχε τον τίτλο «Ο Υπομονετικός».

Μ’ ένα μαγικό τρόπο σήμερα τ’ αρχαία της Αθήνας έχουν έντονη ζωή, τη στηρίζουν ν’ αντέξει αυτή τη «σύγχρονη θλίψη» όπως την αποκάλεσε ο Σεφέρης. Περιμένουν τ’ αρχαία της βουβά, ωραία και εκμεταλλεύσιμα, να δώσει ένα στίγμα αυτή η πόλη, να κάνει πράξη «τη δροσούλα που κατεβαίνει τα βράδια από την Κηφισιά». Όπως έκανε ο Μάνος Χατζιδάκις γράφοντας  το 1961 αυτό το τραγούδι που είναι κάργα «αθηναϊκό»:

Λούλα

Share
Published by
Λούλα