Ήρθε η ώρα να προφυλάξουμε τα παιδιά

Δεν θέλω να κάνω πρόλογο. Δεν θέλω να φέρω το θέμα «μαλακά». Δεν ήταν «μαλακά» τα περιστατικά που βίωσα από τότε που ήμουν μόλις 8 ετών. Ένα πράγμα μόνο θέλω να πω πριν πάω τον χρόνο πίσω: Όσοι από εσάς συνεχίσετε να διαβάζετε, σκεφτείτε στη θέση μου το παιδί σας, σκεφτείτε αν το παιδί σας είναι έτοιμο να διαχειριστεί κάτι αντίστοιχο, αν διαθέτει τα σωστά εφόδια και την κρίση για να σταθεί απέναντι σε οποιονδήποτε προσπαθήσει να το βλάψει. Είστε σίγουροι τελικά ότι η προστατευτική ομπρέλα γύρω του είναι τόσο ισχυρή ώστε τίποτα να μην μπορεί να τη διαπεράσει; Θέλετε να αλλάξει το σύστημα; Εμείς είμαστε αυτοί που πρέπει ν α το αλλάξουμε. 

 Ο «ευγενικός» παππούλης

Πάμε πίσω στο 1981. Έχω μόλις τελειώσει το μάθημα στο δημόσιο σχολείο του Π. Ψυχικού και παίζω με συμμαθητές και συμμαθήτριες στο προαύλιο. Μετά από λίγη ώρα παίρνω τη σάκα μου και ξεκινάω να γυρίσω σπίτι. Πολλά μικρά παιδιά τότε επέστρεφαν μόνα σπίτι τους, δεν ήμουν η εξαίρεση. Καθώς περπατούσα, πέφτει το μάτι μου σε έναν ασπρομάλλη ηλικιωμένο ο οποίος ήταν κάτω από την πυλωτή μιας πολυκατοικίας, ο οποίος άρχισε να μου φωνάζει με γλυκό τρόπο να πάω να τον βοηθήσω γιατί δεν έβλεπε ποιο κουδούνι πρέπει να πατήσει. Όταν πλησίασα και του έδειξα, μου χαμογέλασε και μου είπε «Κοριτσάκι μου γλυκό, θέλω να μου κάνεις μια χάρη ακόμη, επειδή η εγγονούλα μου που έχει γενέθλια σε λίγες μέρες είναι στην ηλικία σου και έχετε το ίδιο ύψος, μπορώ να δω τι νούμερο βρακάκι φοράς για να της πάρω τα σωστά»; Ταυτόχρονα και αστραπιαία, το χέρι του σήκωσε τη φούστα μου και το άλλο έκανε την κίνηση να χωθεί ανάμεσα στα πόδια μου. Έχουν περάσει 40 χρόνια από τότε κι όμως ακόμα θυμάμαι το βουητό στα αυτιά μου και τον εκκωφαντικό ήχο της καρδιάς μου. Κι όμως, δεν άφησα τον φόβο μου να με παραλύσει. Αν το είχα κάνει, το τέλος της ιστορίας θα ήταν πολύ διαφορετικό. Άρχισα να τρέχω και να φωνάζω ότι οι γονείς μου είναι στη γωνία και θα τους πω να καλέσουν την αστυνομία.  Έτρεχα χωρίς να βλέπω μπροστά μου, μέχρι που είχα πια απομακρυνθεί αρκετά και δεν είχα άλλη ανάσα. «Μωρέ μπράβο, καλά αντέδρασες αλλά αφού γλύτωσες γιατί μας τα λες όλα αυτά;» θα σκεφτεί κάποιος. «Θα φτάσουμε και εκεί» θα απαντήσω εγώ.

Ο καθηγητής

Λίγα χρόνια αργότερα, Γ’ Γυμνασίου, είχαμε διαγώνισμα Χημείας. Ήμουν σκυμμένη στο θρανίο και έγραφα. Ο καθηγητής ήρθε και στάθηκε δίπλα στο πρόσωπό μου. Έβαλε το χέρι μέσα στο παντελόνι του και άρχισε να πασπατεύει τα γεννητικά του όργανα βγάζοντας μικρά, υπόκωφα μουγκρητά. Η αντίδρασή μου ήταν ακαριαία. Άρχισα να φωνάζω: «Τι κάνεις εκεί ανώμαλε;» για να πάρω την εξαγριωμένη απάντηση: «Άντε γαμήσου μωρή καριόλα, αποβάλεσαι, βγες έξω αμέσως». Ενημέρωσα τους γονείς μου, ενημερώσαμε τον Γυμνασιάρχη και… μαντέψτε: δεν έγινε τίποτα. Προσπάθησαν να με βγάλουν μυθομανή επειδή δεν είχα και τόσο καλούς βαθμούς. Δεν με ενόχλησε ποτέ ξανά όμως ο συγκεκριμένος καθηγητής.

Ο οδηγός ταξί

Λίγο πριν κλείσω τα 18 πήρα ένα ταξί από τον Βύρωνα για να πάω σε μια φίλη στην Εκάλη. Μόλις βγήκαμε από την Κηφισιά ο οδηγός άνοιξε το παντελόνι του, έβγαλε έξω το πέος του και άρχισε να το χαϊδεύει λέγοντάς μου να χαϊδέψω κι εγώ τον εαυτό μου. Δεν μίλησα, περίμενα να μας πιάσει φανάρι και πετάχτηκα έξω εξαπολύοντας διάφορα κοσμητικά επίθετα, κοπάνησα την πόρτα και άρχισα να τρέχω.

Ο φίλος

Πρώτοι μήνες της ενηλικίωσής μου. Πήγα στο σπίτι ενός φίλου. Είχα πιει νωρίτερα κάποια ποτά έξω και κουβέντα στην κουβέντα και στα γέλια ανοίξαμε κι εκεί μερικά μπουκάλια μέχρι που γίναμε λιώμα. Κάποια στιγμή ήμουν τόσο χάλια στον καναπέ που με τράβηξε να ξαπλώσω στο κρεβάτι για να ηρεμήσω και να συνέλθω. Ζαλισμένη, χωρίς να έχω πλήρη συναίσθηση του τι ακριβώς συνέβαινε, ουσιαστικά μισοκοιμισμένη, μου είπε: «Χαλάρωσε θα σου αρέσει» και άρχισε να με φιλάει και να με χαϊδεύει. Θυμάμαι ότι μέσα στη θολούρα μου φοβόμουν μήπως αντιδράσει βίαια και έλεγα συνέχεια: «δεν θέλω, σταμάτα, δεν θέλω» χωρίς να θέλω όμως και να τον θυμώσω. Αυτός επέμενε να με χαϊδεύει και εν τέλει η πράξη έγινε παρά τη θέλησή μου. Θυμάμαι ότι έκλαιγα εκείνη την ώρα. Θυμάμαι ότι έκλαιγα για μέρες μετά και αισθανόμουν σκουπίδι. Αλλά παράλληλα πίστευα ότι εγώ έφταιγα που δεν είχα καθαρό μυαλό και δεν διατηρούσα πλήρως τις αισθήσεις μου ώστε να τρέξω να φύγω. Έριχνα φταίξιμο στον εαυτό μου που ενώ είχα υποψιαστεί ότι ίσως και να με φλερτάρει λίγο, έκανα το λάθος να πάω σπίτι του και να πιστεύω ότι μπορούμε να είμαστε απλώς φίλοι. Προσπάθησα να ξεχάσω την εμπειρία αυτή για χρόνια, μέχρι που κάποια στιγμή, πιο ψύχραιμη και πιο ώριμη, συνειδητοποίησα ότι ουσιαστικά είχα πέσει θύμα βιασμού από τον φίλο μου.

Οι προϊστάμενοι

Ετών 23, εργαζόμουν σε μουσικό τηλεοπτικό κανάλι. Ένα μεσημέρι έπρεπε να μπω στην αποθήκη να πάρω κάποιες κασέτες BETA. Χωρίς να το καταλάβω με ακολούθησε ο προϊστάμενός μου, κλείδωσε την πόρτα, έσβησε το φως, με στρίμωξε και άρχισε να με χαϊδεύει και να με φιλάει στον λαιμό λέγοντάς μου: «Έλα εδώ μωρό μου». Φώναξα, τον έσπρωξα με όλη μου τη δύναμη, τον χτύπησα στο σώμα του, έτρεξα και άναψα το φως, του είπα να ξεκλειδώσει γιατί θα αρχίσω να ουρλιάζω και όταν βγήκα έξω πήγα στον ιδιοκτήτη και παραιτήθηκα χωρίς όμως να πω σε κανέναν τι είχε συμβεί. Μίλησα απλώς για διαφωνίες μεταξύ μας. Για λόγους που δεν γνωρίζω, λίγο διάστημα μετά ο συγκεκριμένος άνθρωπος απολύθηκε. 

Ετών 28, εργαζόμουν σε εκδοτική εταιρεία. Το τελευταίο εξάμηνο ο ιδιοκτήτης δεν μας πλήρωνε με αποτέλεσμα οι περισσότεροι να αποχωρήσουν. Εγώ επέμενα να πηγαίνω καθημερινά στην εταιρεία μέχρι να πάρω τα λεφτά μου. Μια μέρα ο εκδότης με κάλεσε στο εσωτερικό τηλέφωνο και άρχισε να απειλεί ότι θα βάλει να με σκοτώσουν αν συνεχίσω να επιμένω. Πήγα σπίτι μου, του έστειλα μήνυμα ότι η συνομιλία μας είχε καταγραφεί, του έστειλα εξώδικο και την επόμενη μέρα μου έδωσε όλα όσα μου χρωστούσε, με απέλυσε και πήρα και την αποζημίωση και όσα δικαιούμουν. Κάποια χρόνια αργότερα έμαθα ότι κατηγορήθηκε για απαγωγές, χρέη και διάφορα άλλα ωραία και μπήκε φυλακή.

Ετών 30, έχοντας αποχωρήσει πρόσφατα από τη δουλειά με τον υπέροχο μεγαλοεκδότη, ξεκίνησα δουλειά σε μεγάλο δημοσιογραφικό οργανισμό, όπου διευθυντής των περιοδικών ήταν ένας άνθρωπος ο οποίος στο ευρύ κοινό είχε τη φήμη του σπουδαίου και υπέρλαμπρου δημοσιογράφου. Οι ενδείξεις για κατάχρηση εξουσίας υπήρχαν από την πρώτη κιόλας σύσκεψη που κάναμε οι συντάκτες μαζί του. Κατά τη γνώμη του ήμασταν όλοι άχρηστοι και έπρεπε να μας βρίζει γκαρίζοντας σε 350 ντεσιμπέλ κάθε φορά που άνοιγε το στόμα του. Έφτασα σε σημείο να φοράω ωτασπίδες για να μην παθαίνω πονοκεφάλους και ωταλγία και όταν το έμαθε (από τους καλοθελητές του), ήρθε να με ξεφτιλίσει γι’ αυτό μπροστά σε όλους. Παρά την ταραχή μου από την προηγούμενη εμπειρία με τις απειλές κατά της ζωής μου, βρήκα το θάρρος και του απάντησα ότι όσο φωνάζει έτσι, θα συνεχίσω να τις φοράω. Και δεν με ενόχλησε ποτέ ξανά μετά από αυτό. Ευτυχώς για μένα και για πολλούς άλλους, απομακρύνθηκε από τη θέση του λίγα χρόνια μετά.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Όλοι έχουμε ευθύνη

Τα περισσότερα από τα παραπάνω περιστατικά δεν τα μοιράστηκα αμέσως με τους γονείς μου παρά μόνο πολλά χρόνια αργότερα. Όχι γιατί φοβόμουν ότι θα με μαλώσουν, ούτε γιατί θα μου έλεγαν ότι δεν με πιστεύουν. Πολύ απλά γιατί ντρεπόμουν. Ντρεπόμουν να παραδεχτώ ότι συνέβη σε μένα κάτι τέτοιο. Ντρεπόμουν γιατί σκεφτόμουν ότι δεν μπορεί κάποιος να παίρνει θάρρος έτσι απρόσκλητα, κάποιο λάθος θα έχω κάνει και εγώ, μήπως φταίει ότι έχω μεγάλο στήθος και τους προκαλεί αυτό; Ντρεπόμουν γιατί δεν ήθελα να κυκλοφορήσει η φήμη στα επαγγελματικά πηγαδάκια ότι «έδωσα» συνάδελφο και δεν θα με παίρνουν στις δουλειές. Είχα το άγχος μη νομίζουν οι γονείς μου ότι απλά δεν ήθελα να δουλεύω εκεί και ότι είπα έτσι μια δικαιολογία για να φύγω ή μη με αντιμετωπίσουν διάφοροι γνωστοί σαν το κοριτσάκι που βγάζει ιστορίες για να τραβήξει την προσοχή και με κάνουν πέρα και μείνω μόνη μου. Και βέβαια πάντα υπήρχε και ο φόβος της εκδίκησης. Γιατί πάντα υπάρχει ο φόβος της εκδίκησης. Ότι ο θύτης θα με κυνηγά σε όλη μου τη ζωή και θα την κάνει κόλαση. Και ότι αντί να το ξεχάσω, θα το θυμάμαι κάθε μέρα και θα υποφέρω συνεχώς. Δεν ξέχασα τίποτα από όλα αυτά όμως. Και αν τότε ήξερα καλύτερα, αν κάποιος μπορούσε να μου εγγυηθεί ότι τίποτα από όλα αυτά που φοβόμουν δεν θα συνέβαινε, δεν θα είχα σωπάσει.

Και τώρα θα σας ξαναρωτήσω, φαντάζεστε να ήταν το παιδί σας στη θέση μου, έστω και σε ένα μόνο από τα περιστατικά που ανέφερα; Είστε σίγουροι ότι αν του συμβεί κάτι ανάλογο θα μπορέσει να αντιδράσει; Ο λόγος που εγώ αντέδρασα σε κάποιες περιπτώσεις δεν ήταν γιατί είμαι πιο έξυπνη, ούτε περισσότερο μάγκας. Ήταν επειδή όλη η προετοιμασία μου για τον κίνδυνο δεν προερχόταν αποκλειστικά από τη φράση: «Δεν παίρνουμε καραμελίτσες από αγνώστους». Αρχικά οι γονείς μου φρόντισαν να μου εξηγήσουν τα πάντα για τη σεξουαλική ζωή από πάρα πολύ μικρή ηλικία, κάτι που ερέθισε την περιέργειά μου και ψάχνοντας μετά κρυφά μόνη μου σε ερωτικά κόμιξ της εποχής τα οποία κρέμονταν στο περίπτερο κατάλαβα ότι υπάρχουν άνθρωποι που μέσω της ερωτικής πράξης εκμεταλλεύονται αδύναμα πρόσωπα και προκαλούν κακό. Ίσως σε κάποιους ακούγεται αστείο και ρηχό. Και όμως, το ότι γνώριζα ακριβώς τι συμβαίνει και δεν ζούσα στον αθώο πλανήτη μου, ήταν αυτό που ενεργοποίησε τις άμυνές μου. Αν η ενημέρωση ξεκινήσει νωρίς, αν τα παιδιά νιώθουν άνετα να μιλήσουν στους γονείς τους, γιατί έχει χτιστεί μια σχέση εμπιστοσύνης ακόμα και για τα πιο προσωπικά θέματα, αν οι καθηγητές κατευθύνουν σωστά τα παιδιά δίνοντάς τους το πιο σημαντικό μάθημα της ζωής τους, τότε υπάρχει και η σωστή θωράκιση. Δεν αρκεί όμως μόνο αυτό για να μπορέσουμε, όσοι έχουμε υπάρξει θύματα, να μιλήσουμε ανοιχτά και να καταγγείλουμε τις εγκληματικές συμπεριφορές. Αυτό είναι μόνο η αρχή.

Γίνονται συνεχώς συζητήσεις τις τελευταίες ημέρες ανάμεσα σε παρέες για όσα συμβαίνουν και πάντα σε κάθε παρέα θα βρεθεί κάποιος να πει «Εντάξει, εγώ μπορώ να δεχτώ ότι απλά τώρα του κάπνισε του άλλου να μιλήσει δημόσια αλλά δεν μπορώ να καταλάβω πώς γίνεται ενώ είχε αντιληφθεί επί 10-20 χρόνια ότι είχε υπάρξει θύμα κακοποίησης να μην έχει πάει να καταγγείλει το περιστατικό πριν αυτό παραγραφεί». Η συγκεκριμένη άποψη όχι μόνο αποπροσανατολίζει τον κόσμο και στρέφει τα μάτια μακριά από το ίδιο το έγκλημα, αλλά αποδεικνύει περίτρανα ότι αν δεν φροντίσει ο καθένας μας τον εαυτό του, κανείς άλλος δεν θα το κάνει. Πολύ απλά επειδή οι ίδιοι άνθρωποι που σήμερα αμφισβητούν, πιθανότατα θα ήταν εκείνοι που 10-20 χρόνια πριν θα αμφισβητούσαν ένα νέο παιδί που θα έβρισκε το θάρρος να μιλήσει και να τα βάλει με το ισχυρό τέρας. Το «Γιατί τώρα και όχι τότε;» δεν έχει μόνο μία απάντηση. Δεν είναι μόνο το «Έτσι μου κάπνισε». Αυτή είναι η κατακλείδα. Το βασικό περιεχόμενο είναι ένα ολόκληρο σύστημα που λειτουργεί έτσι ώστε ένα θύμα να φοβάται να μιλήσει. Να φοβάται ή και να αδυνατεί να αναλάβει το βάρος μια δικαστικής διαμάχης, να φοβάται ότι θα τον κοιτούν σαν λεπρό, ότι θα μείνει χωρίς δουλειά, ότι κανείς δεν θα πιστέψει αυτά που λέει, να τρέμει μην του κάνουν κακό αν ανοίξει το στόμα του, να τρέμει ότι μπορεί να εμπλέκονται πολλοί ως συγκαλυπτές του θύτη (από τους καθηγητές μέχρι τους ισχυρούς συναδέλφους) και ότι αντί να δικαιωθεί, κινδυνεύει να υποστεί μεγαλύτερο βασανισμό. Ας μην πάμε πολύ μακριά, χρειάστηκε να δημιουργηθεί το κίνημα #nomoremendoni, να καταθέσουν πολλοί και να πάρει κυβερνητικές διαστάσεις το θέμα για να ενεργοποιηθεί η δικαιοσύνη και να συλληφθεί ο Δημήτρης Λιγνάδης.

Ναι, το θέμα είναι πολιτικό, οτιδήποτε έχει να κάνει με την κοινωνία, τους θεσμούς της, το έγκλημα, τους νόμους, τη δικαιοσύνη είναι πολιτικό. Είναι πολιτική ευθύνη λοιπόν να αλλάξει το σύστημα, από το σχολείο μέχρι τις νομοθεσίες, ώστε κανένα θύμα να μη φοβάται να αντιδράσει όπως πρέπει. Στη Μ. Βρετανία, για παράδειγμα, υπάρχει νόμος που απαγορεύει στις θεατρικές παραγωγές να έχουν ανήλικα παιδιά στη δούλεψή τους χωρίς συνοδό επί μονίμου βάσεως και κανένας άλλος δεν μπορεί να έρθει σε επαφή μαζί τους παρά μόνο επάνω στη σκηνή. Αν όλα είχαν θεσπιστεί όπως πρέπει και η δικαιοσύνη λειτουργούσε με γρήγορα αντανακλαστικά, δεν θα αντιμετωπίζαμε λαϊκά δικαστήρια στα κανάλια και τα κοινωνικά δίκτυα, δεν θα αναζητούσαμε την αλήθεια μέσα από κάθε link που θα βρίσκαμε μπροστά μας, δεν θα υπήρχε διασυρμός ούτε των μεν, ούτε των δε, με κίνδυνο να χαθεί η ουσία. Είναι ευθύνη λοιπόν όλων μας να μάθουμε στις νεότερες γενιές ότι θα είμαστε δίπλα τους και όχι απέναντί τους όταν θα θέλουν να μιλήσουν. Αν θέλουμε να λειτουργήσει το σύστημα σωστά πρέπει πρώτα να προφυλάξουμε τα παιδιά μας. Πρέπει οι αλλαγές να αρχίσουν να γίνονται σε κάθε βαθμίδα της πυραμίδας, από τη βάση μέχρι την κορυφή της. Μη με ρωτήσετε γιατί τα λέω σήμερα όλα αυτά. Τα λέω επειδή τώρα επιτέλους νιώθω ότι κάποιοι θα ακούσουν.

Αντιγόνη Πάντα-Χαρβά