Παρά την ψυχρολουσία στο Eurogroup της Ρίγα, η προηγούμενη εβδομάδα άρχισε με την αίσθηση ότι η διαπραγματευτική διαδικασία πλησίαζε στο τέλος της. Ότι η υπογραφή της ενδιάμεσης συμφωνίας, με την οποία η χώρα θα έβγαινε από το αδιέξοδο της οικονομικής ασφυξίας, επίκειτο. Και ότι η κυβέρνηση θα έπαιρνε την ανάσα που ήθελε μέχρι την ολοκλήρωση της μεγάλης διαπραγμάτευσης για τη μεσοπρόθεσμη συμφωνία επαναδανειοδότησης του ελληνικού Κράτους.
Ο Πρωθυπουργός είχε ήδη συναντηθεί για δεύτερη φορά με τη γερμανίδα Καγκελάριο. Είχε εκφράσει την ικανοποίησή του για τις συζητήσεις τους. Όλοι είχαμε καταλάβει ότι κάτι καλό, αν και μυστικά, είχε συμφωνηθεί. Ο «ανασχηματισμός» της ελληνικής διαπραγματευτικής ομάδας και ο παραγκωνισμός του Γιάνη Βαρουφάκη που ακολούθησαν έστειλε μήνυμα αισιοδοξίας. Όπως, άλλωστε, και τα λεχθέντα από τον Αλέξη Τσίπρα στην τηλεοπτική συνέντευξή του στο Νίκο Χατζηνικολάου το βράδυ της περασμένης Δευτέρας.
Παρά ταύτα, και τούτη η εβδομάδα αρχίζει με το φάσμα της αβεβαιότητας να παραμένει πλανώμενο πάνω από τις εξελίξεις.
Προβάλλοντας την αξίωση να δοθούν εγγυήσεις για τη χαλάρωση του χρηματοδοτικού αποκλεισμού της χώρας ενόψει της προόδου που σημειώνεται στη διαπραγμάτευση της ενδιάμεσης συμφωνίας, η κυβέρνηση ανέστειλε την έγκριση του προαπαιτούμενου πολυνομοσχεδίου, παρά την επί τούτου σύγκλιση του υπουργικού συμβουλίου την προηγούμενη Πέμπτη.
Οι αισιόδοξοι, βέβαια, θα πουν ότι το βαθύτερο σκοτάδι είναι αυτό που προηγείται της αυγής. Θα έχουν δίκιο, αν τα όσα συμβαίνουν συνιστούν απλώς «σκοτεινούς» διαπραγματευτικούς ελιγμούς πριν την επίτευξη μιας τελικής συμφωνίας που θα προλάβει την επιστροφή της χώρας στην ύφεση και θα ανοίξει το δρόμο στην πολιτική και οικονομική σταθεροποίηση
Επανερχόμενοι στις απαιτήσεις τους για πλήρη απελευθέρωση της αγοράς εργασίας και μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος, οι «θεσμοί» σκλήρυναν από την πλευρά τους τη στάση τους απορρίπτοντας το αίτημα της ελληνικής πλευράς για παραπομπή των επίμαχων θεμάτων στις μεταγενέστερες συζητήσεις για τη νέα μεσοπρόθεσμη συμφωνία.
Η διελκυστίνδα συνεχίστηκε μέσα στο σαββατοκύριακο με τα κακά και τα καλά νέα να εναλλάσσονται συσκοτίζοντας τα τεκταινόμενα. Το Σάββατο οι πληροφορίες μιλούσαν για εμπλοκή στις συζητήσεις του Brussels Group. Το βράδυ της Κυριακής, τα νεώτερα ανέφεραν ότι οι συζητήσεις θα συνεχίζονταν εφεξής με στόχο να υπάρξει μέσα στο Μάιο μία κοινή συμφωνία πακέτο για το σύνολο της περιόδου 2015-2016. Ούτε, δηλαδή, ενδιάμεση μέχρι τον Ιούνιο, ούτε μεσοπρόθεσμη με ορίζοντα την επόμενη τριετία. Αιφνίδια εξέλιξη, που ουδείς αυτή τη στιγμή γνωρίζει αν αποτελεί έναν ακόμα ευσεβή πόθο ή μια πραγματική απόφαση να βρεθεί ο κοινός τόπος που θα επιτρέψει στη μεν ελληνική πλευρά να επανασχεδιάσει τα επόμενα βήματά της, στη δε ευρωζώνη να κατασταλάξει στις αλλαγές που χρειάζεται για να επανέλθει ταχύτερα σε τροχιά ανάπτυξης χωρίς την απειλή του Grexit.
Οι αισιόδοξοι, βέβαια, θα πουν ότι το βαθύτερο σκοτάδι είναι αυτό που προηγείται της αυγής. Θα έχουν δίκιο, αν τα όσα συμβαίνουν συνιστούν απλώς «σκοτεινούς» διαπραγματευτικούς ελιγμούς πριν την επίτευξη μιας τελικής συμφωνίας που θα προλάβει την επιστροφή της χώρας στην ύφεση και θα ανοίξει το δρόμο στην πολιτική και οικονομική σταθεροποίηση
Θα έχουν άδικο, αν, εν τω μεταξύ, το ατύχημα δεν αποφευχθεί ή αν η οριστική συμφωνία θεωρηθεί περισσότερο επώδυνη από αυτή που είναι διατεθειμένα να αποδεχθούν όσα από τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ έχουν ήδη διακηρύξει ότι προτιμούν τη «ρήξη» αντί μίας «ταπεινωτικής λύσης».
Σε κάθε πάντως περίπτωση, το ζήτημα για την Ελλάδα παραμένει. Ακόμα κι αν περάσει το καλό για την κυβέρνηση σενάριο της επίτευξης μίας συμφωνίας-πακέτο που θα καλύπτει τις χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας τα αμέσως επόμενα χρόνια, θα είναι αυτό αρκετό για να πάψουν ελληνική οικονομία και κοινωνία να πελαγοδρομούν στο άγνωστο χωρίς το σχέδιο, τη σιγουριά και τον προσανατολισμό ενός βιώσιμου και ανταγωνιστικού παραγωγικού προτύπου;
το κομματικό σύστημα κακόμαθε στις έτοιμες λύσεις και τα εισαγόμενα προγράμματα. Της ΕΟΚ αρχικά, της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη συνέχεια. Αρκέστηκε στα οφέλη που προέκυπταν από τη μεταφορά των πόρων των κοινοτικών ταμείων και περιοριζόταν στη διαχείριση των πελατειακών σχέσεων και των συντεχνιακών διεκδικήσεων που εξασφάλιζαν την αναπαραγωγή του.
Αν δεν κάνω λάθος, η χώρα έχει να δει εξειδικευμένο, ολοκληρωμένο και μακροπρόθεσμο σχέδιο οικονομικής ανάπτυξης από τις αρχές της δεκαετίας του 1960, οπότε οι προδικτατορικές κυβερνήσεις εκπόνησαν το πρώτο δεκαπενταετές.
Το μεταπολεμικό προηγούμενο του Μάρσαλ αναλώθηκε εν πολλοίς στην εκτροφή της πρώιμης οικονομικοπολιτικής διαπλοκής και της κρατικοδίαιτης επιχειρηματικότητας των ημετέρων. Το επόμενο κατέρρευσε με την ενεργειακή κρίση του 1973 και την πτώση της χούντας το 1974.
Έκτοτε, το κομματικό σύστημα κακόμαθε στις έτοιμες λύσεις και τα εισαγόμενα προγράμματα. Της ΕΟΚ αρχικά, της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη συνέχεια. Αρκέστηκε στα οφέλη που προέκυπταν από τη μεταφορά των πόρων των κοινοτικών ταμείων και περιοριζόταν στη διαχείριση των πελατειακών σχέσεων και των συντεχνιακών διεκδικήσεων που εξασφάλιζαν την αναπαραγωγή του.
Δέσμιο της θεωρίας του πολιτικού κόστους, σπάνια μπήκε στον κόπο να επεξεργαστεί μία εθνική αναπτυξιακή στρατηγική συμβατή με τους αριθμούς που περιγράφουν την πραγματικότητα και σύμφωνη με τα δεδομένα των οικονομικών δυνατοτήτων της χώρας. Η τεκμηριωμένη τεχνική ανάλυση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων και μειονεκτημάτων καθενός ξεχωριστά κλάδου επιχειρηματικής δράσης άφηνε, μάλλον, αδιάφορα τα κομματικά οικονομικά επιτελεία. Η επιλογή εκείνων που προσφέρονται για την παραγωγή μεγαλύτερων προστιθέμενων αξιών δεν αποτελούσε αντικείμενο δημοσίου ενδιαφέροντος. Η εκτίμηση των περιθωρίων που αφήνει στην ανταγωνιστικότητά τους ο διεθνής καταμερισμός εργασίας και ο κοινωνικός ρόλος του Κράτους ελάχιστα λαμβάνονταν υπόψη στις διαβουλεύσεις με τις παραγωγικές τάξεις και στα προεκλογικά προγράμματα των κομμάτων εξουσίας.
Η οικονομική κρίση, που σε μεγάλο βαθμό μεγεθύνθηκε ακριβώς επειδή βρήκε την αμέριμνη χώρα μας άνευ σχεδίου και προετοιμασμένης ηγεσίας, θα μπορούσε κάλλιστα να αποτελέσει για τη ριζοσπαστική Αριστερά τη μεγάλη της ευκαιρία να γίνει αυτή εμπνεύστρια και ιδιοκτήτρια ενός νέου μοντέλου οικονομικής ανάπτυξης.
Ίσως γιατί η Κεντροδεξιά κατά βάθος πάντα πίστευε ότι τη δουλειά θα έκανε από μόνη της η αγορά, εφόσον της δινόταν η ελευθερία να πάρει τις πρωτοβουλίες που επιθυμούσε.
Ίσως γιατι η Κεντροαριστερά, που αντιλαμβάνονταν καλύτερα την ανάγκη ενός ευρηματικού σχεδίου αναπτυξιακών κινήτρων και παρεμβάσεων, δεν κατάφερε τελικά να επινοήσει τον τρόπο με τον οποίο οι σχέσεις του ιδιωτικού με το δημόσιο τομέα θα ρυθμίζονταν χωρίς η γραφειοκρατία, η αυθαιρεσία και το δημοσιονομικό βάρος του τελευταίου να συρρικνώνει το μέγεθος, να στρεβλώνει τις πρακτικές και να αποθαρρύνει τις επενδύσεις του πρώτου.
Η οικονομική κρίση, που σε μεγάλο βαθμό οξύνθηκε ακριβώς επειδή βρήκε την αμέριμνη χώρα μας άνευ σχεδίου και προετοιμασμένης ηγεσίας, θα μπορούσε κάλλιστα να αποτελέσει για τη ριζοσπαστική Αριστερά τη μεγάλη της ευκαιρία να γίνει αυτή εμπνεύστρια και ιδιοκτήτρια ενός νέου μοντέλου οικονομικής ανάπτυξης. Πέρα από την αντιπαραγωγική λιτότητα και τις περικοπές αλόγιστων δημοσίων δαπανών, θα μπορούσε έτσι να βάλει τις βάσεις μιας ουσιαστικότερης διαπραγμάτευσης με τους πιστωτές και ενός προσφορότερου πλαισίου, εντός του οποίου οι παραγωγικές δυνάμεις του τόπου θα ξαναείχαν τη δυνατότητα να παράξουν πλούτο ξεδιπλώνοντας πρωτοβουλίες προς την κατεύθυνση της αύξησης μιας ανταγωνιστικής προσφοράς χαμηλότερου κόστους εγχώριων, αξιόπιστων και ποιοτικών προϊόντων και υπηρεσιών.
Αν την είχε αξιοποιήσει συνοδεύοντας την αντιμνημονιακή κριτική της με πιο ολοκληρωμένες, θετικές, λειτουργικές και στρατηγικές προτάσεις από αυτές που βιαστικά συμπεριέλαβε στο εν αναστολή σήμερα ευρισκόμενο «Πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης», θα είχε τουλάχιστον αποδείξει ότι η διαφορά της με τα παλαιότερα κόμματα εξουσίας δεν είναι ηθική, πολιτική ή απλά και μόνον επικοινωνιακή, αλλά, κυρίως, δημιουργική νέων προοπτικών και διορθωτική προγενέστερων παθογενειών. Πράγμα που θα ήταν αυτόχρημα διαπραγματευτικά αξιοποιήσιμο και παραγωγικά αποδοτικότερο.
Όσο η απόδειξη αυτή δεν παρέχεται, τόσο το σκοτάδι θα πέφτει βαθύτερο και η αυγή θα αργεί να ξημερώσει καλύτερες ημέρες. Ιδιαίτερα αν, εν τω μεταξύ, κερδίσουν το χρόνο και το έδαφος που χάνει η κυβέρνηση αυτοί που ονειρεύονται να μετατρέψουν το Κράτος σε ένα αυταρχικό, συντεχνιακό, παντοδύναμο και ισοπεδωτικό μηχανισμό αναβίωσης των φαντασμάτων του παρελθόντος.
Ο Γιώργος Σεφερτζής είναι πολιτικός επιστήμονας-αναλυτής