O αναγκαστικός Νόμος 445/1937 είναι αυταπόδεικτα απαρχαιωμένος, τόσο εξαιτίας της ημερομηνίας δημοσίευσής του, όσο και εξ αιτίας της νομοθετικής του πρόβλεψης αυτής καθ´ εαυτής.
Δεν παύει όμως να αποτελεί ακόμα νόμο εν ισχύ, συνεπώς κατά τη λεγόμενη γραμματική ερμηνεία (στενή ερμηνεία των κειμένων των νομοθετικών διατάξεων) οφείλουμε όλοι οι πολίτες να τον τηρούμε.
Όμως επειδή η νομική επιστήμη είναι δυναμική κι όχι στατική, ακολουθώντας τις εξελίξεις στο κοινωνικό γίγνεσθαι, έχει καθιερωθεί να ερμηνεύονται οι νόμοι όχι μόνο με τη γραμματική τους διατύπωση σε αυστηρά εννοιολογικά πλαίσια, αλλά και με το πνεύμα τους, τον σκοπό τους δηλαδή, με την αποκαλούμενη τελολογική ερμηνεία, ή και εντασσόμενοι σε ένα γενικότερο νομικό ή κοινωνικό πλαίσιο, την ονομαζόμενη συστηματική ερμηνεία.
Η θέσπιση αυτών των ερμηνειών έγινε για να αποφεύγονται νομικές παθογένειες, όπως η ανακύψασα. Κατά συνέπεια στην εύστοχη και συνάμα δύσκολη ερώτηση αν είναι νόμιμη η ανυπακοή σε έναν προφανώς απαρχαιωμένο νόμο, η απάντηση δεν είναι αυτονόητη. Σε στενά νομικά πλαίσια η μη τήρηση οιοδήποτε εν ισχύ νόμου είναι σαφώς αδίκημα.
Οι νόμοι ακόμα κι όταν δεν εφαρμόζονται εν τοις πράγμασι, όπως συνέβη με τον αντικαπνιστικό, δεν παύουν να είναι νόμοι και η παραβίασή τους επισύρει τιμωρία. Όμως με μια πιο ευρεία ερμηνεία των διατάξεων ενός πρoφανώς παρωχημένου νόμου, όπως ο ΑΝ 445/1937 για την είσοδο των ανηλίκων στους κινηματογράφους και εφόσον εντάξουμε τις τιμωρητικές αυτού διατάξεις στο σημερινό κοινωνικό γίγνεσθαι, δύναται η μη τήρηση του να ερμηνευθεί ως ήσσονος κοινωνικοηθικής απαξίας αδίκημα και να μην ενεργοποιείται η εφαρμογή του ή αν ενεργοποιηθεί να μην τιμωρείται ο παραβάτης. Αυτό νομικά ήδη προβλέπεται από κώδικες νόμων, όπως ο Ποινικός Κώδικας, όπου σε ορισμένες περιπτώσεις πολύ σοβαρότερων αδικημάτων από την είσοδο ενός 16χρονου σε έναν κινηματογράφο που παίζει μία «ακατάλληλη» ταινία, όπως επί παραδείγματι στα αδικήματα της απάτης, της κλοπής ή της υπεξαίρεσης, ο ίδιος ο νομοθέτης απαλλάσσει τον δράστη αν το υλικό αντικείμενο της πράξης ήταν ευτελές.
Η λύση δεν είναι κατά τη γνώμη μου η γενικευμένη μη εφαρμογή των προδήλως απαρχαιωμένων νόμων, αλλά η αντικαταστασή τους από σύγχρονους νόμους που ανταποκρίνονται στις εξελίξεις της εποχής τους. Όπως έγινε επί παραδείγματι με τον εκσυγχρονισμό πρόσφατα του Ποινικού Κώδικα, που παρά τις όποιες ενστάσεις που μπορεί να προβληθούν για ορισμένες διατάξεις του, δεν παύει να ήταν μια κοινωνική αναγκαιότητα, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος πως ο προγενέστερος Ποινικός Κώδικας ίσχυε από το 1950.
Στην περίπτωση που απασχόλησε την επικαιρότητα νομίζω πως το πρόβλημα εδράζεται στον υπερβάλλοντα ζήλο των καταγγελόντων και όχι στον νόμο αυτόν καθ’ εαυτόν. Από εκεί και έπειτα θεωρώ πως και τα αρμόδια αστυνομικά όργανα επέδειξαν υπερβάλλοντα ζήλο και φτάσαμε να δημιουργηθεί εκ του μηδενός ένα θέμα που απασχόλησε την κοινωνία και τα κοινωνικά δίκτυα εκτενώς. Νομίζω πως η δήλωση του αρμόδιου υπουργού λειτούργησε κατευναστικά, για να συρρικνώσει τη βαρύτητα της υπόθεσης και για να στείλει ένα μήνυμα, πως η Πολιτεία και η κοινωνική ειρήνη – στο όνομα των οποίων γίνονται οι ποινικές διώξεις – δεν κινδυνεύουν από παράνομες πράξεις τέτοιου είδους.