Είναι η Cruella η κέτσαπ που πιτσιλάει τις πατάτες μου;

Τη δεκαετία του ’80 άνοιξε στη γειτονιά ένα φαστφουντάδικο και μια στο τόσο οι διαπραγματεύσεις με την ταγμένη νοικοκυρά της οικογένειας ευόδωναν. Εκτός από την ταγκίλα που πότιζε τα ρούχα, την ελαφρά υπερδιέγερση από τη νερωμένη κόκα κόλα και την αμήχανη αντίδραση του πεπτικού εξαιτίας των εκρηκτικών χημικών ενώσεων που έπρεπε να μεταβολίσει, οι επισκέψεις εκεί μου χάριζαν μερικούς κρατήρες στο εσωτερικό του στόματος. Απαλλαγμένη από την εντατική γονεϊκή αστυνόμευση, αναποδογύριζα το πλαστικό κόκκινο μπουκάλι με την πηχτή κέτσαπ να στάζει ανεξέλεγκτη στις πατάτες και όλο μαζί το μείγμα ανυψωνόταν επαναλαμβανόμενα και θριαμβευτικά με ένα πλαστικό πιρούνι στο στόμα. Εκείνο το στόμα που την επόμενη μέρα φούντωνε με άφθες.

Στο φαστφουντάδικο πηγαίναμε κάποιες Κυριακές κι έτσι κάποιες Δευτέρες ήταν πιο μελανές από άλλες. Για κάθε άφθα, η μητέρα μου πότιζε μία τούφα βαμβάκι με μελάνι για να ταμπονάρει το επίμαχο σημείο. Ανάλογα με το σημείο της πληγής και την ακρίβεια της εφαρμογής του γιατρικού, εμφανιζόμουν στο σχολείο με μελανά στίγματα στα χείλη ή μπλου μπλακ δόντια ή μπλε μαρέν γλώσσα. Εντωμεταξύ ο εκάστοτε κρατήρας είχε αποκτήσει τη δική του βούλα, όπως συμβαίνει στα κουτάβια της Δαλματίας που όσο μεγαλώνουν αποκτούν ολοένα και περισσότερα στίγματα μέχρι και στο εσωτερικό του στόματος τους. 

Μία από εκείνες τις μελανές Δευτέρες, ο δάσκαλος της τετάρτης δημοτικού πρόσεξε την αποχή μου από το μάθημα και έσκυψε να με ρωτήσει τι συμβαίνει. Ήταν από τις φορές που η εφαρμογή του μελανιού είχε αλλοιώσει σχεδόν όλη την όψη της στοματικής μου κοιλότητας και δεν την ήθελα τη ζωή μου. Ή μάλλον την ήθελα γιατί υπήρχε και η κέτσαπ στον κόσμο κι ας με ταλαιπωρούσε τόσο. Στη λιχούδικη αντίληψη μου είχε ήδη εδραιωθεί ένα μοτίβο μεταξύ κόκκινης και μπλε βούλας, μία μοιραία σχέση εμβάπτισης πατάτας στην κέτσαπ και βαμβακιού στο μελάνι ως αμετάκλητη αλληλουχία, ως το τίμημα για εκείνες τις λιπαρές Κυριακές πριν τις ισχνές Δευτέρες. Δεν θυμάμαι πώς πήγε η αλληλεπίδραση με τον δάσκαλο, θυμάμαι ότι μιλούσα με το χέρι να καλύπτει το στόμα, οπότε μάλλον έληξε άδοξα.

«Είμαι η Κρουέλα ντε Βιλ» θα μπορούσα να του απαντήσω, αν διεκδικούσα έναν πιο σπιρτόζο ρόλο σε αυτή την ανάμνηση. Όμως, η εξερεύνηση της παιδικής λογοτεχνίας δεν με είχε οδηγήσει ακόμα στον κόσμο της Ντόντι Σμιθ, συγγραφέως των 101 Σκυλιών της Δαλματίας, του ντεμπούτου της Κρουέλα, της αντι-ηρωίδας που στα νιάτα της αποβλήθηκε από το σχολείο γιατί ήπιε -τι άλλο;- μελάνι. 

Έστω και ετεροχρονισμένα, η παραβατική Κρουέλα, που ξεφύλλισα καιρό μετά τις επιδρομές στο φαστφουντάδικο και τον εφήμερο επακόλουθο στιγματισμό, προστέθηκε σαν μία ακόμα βούλα διευρύνοντας τον πουά καμβά της κοσμοαντίληψης μου με μία σκανταλιάρικη σπίθα, μία λυτρωτική μυρωδιά αναρχίας. Η μονομανής φύση της, η αμετανόητη διαβολικότητα της και η εξωπραγματική γκαρνταρόμπα της τρύπωσαν στη μικροσκοπική κλίμακα της δικής μου εμπειρίας σαν μία απρεπής διαγωγή που επιτρέπεται έστω και στο χαρτί. 

Η συνταγή της κέτσαπ, που φιλοξενούν πλέον τα φαστφουντάδικα, έχει χαλιναγωγηθεί σε μία ηπιότερη εκδοχή με πιο ελεγχόμενη ροή και ενδεχομένως λιγότερο ένοχα συστατικά. Οι άφθες που ξεφύτρωναν μετά την υπερκατανάλωση της ανήκουν στο μελανό παρελθόν της παιδικής μου ηλικίας παρέα με τις ζαχαρένιες τσιχλόφουσκες, υπαίτιες για τα μαύρα σφραγίσματα, και τα βασανιστικά σφιχτά λαστιχάκια για τα μαλλιά, ύποπτα για πονοκεφάλους. Αν ήταν σήμερα Κυριακή, το cheat meal μου δεν θα με οδηγούσε στο ντουλαπάκι με τα φάρμακα, αλλά μόνο στη ζυγαριά.

Η συνταγή της Κρουέλα, που κυκλοφορεί φέτος στα θερινά, έλουσε τις τηγανιτές μου πατάτες με μία απαλλακτική, γενναία δόση θεάματος χωρίς ταγκίλα, νερωμένο αναψυκτικό και άφθες. Η Κρουέλα, μία επινόηση του 1956 της Ντόντι Σμιθ, μεταφέρεται με την αβανταδόρικη χρονοκάψουλα της λονδρέζικης -of all places- δεκαετίας του ‘70 και προσγειώνεται σήμερα ανάμεσα μας. Αρκετά πιστή στην πρόθεση της δημιουργού της, που αγνοώ αν την είχε συλλάβει ως ένα φεμινιστικό υπόδειγμα αλλά επιβεβαιώνω ότι την απηύθυνε σε παιδιά, η αντισυμβατική Κρουέλα βεβηλώνει το κατεστημένο με τις πλάτες ένα σωρό γυναικών του πανκ κινήματος που κανείς δεν επινόησε, γιατί ευτυχώς δεν χρειάστηκε.

Μπορεί να μη γδέρνει σκυλιά για τις βούλες τους, μπορεί να μην καπνίζει αρειμανίως και μπορεί να μπαίνει στη διαδικασία να δίνει εξηγήσεις, όπως υποχρεούται πια να αναγράφει τα συστατικά της η κέτσαπ του εμπορίου. Αλλά η Κρουέλα παραμένει αυτό που οφείλει από γεννησιμιού της. Μία λαχταριστή, οργιαστική, καθόλου ωφέλιμη για την υγεία κέτσαπ που πιτσιλάει τα πάντα στο διάβα της. Κι έτσι το μοτίβο με τις βούλες τυχαίου μεγέθους και τα ασύμμετρα κενά, αυτό που τόσο της αρέσει και της πάει, είναι μοναδικό, όπως συμβαίνει στ’ αλήθεια με τα πουά σκυλιά της Δαλματίας που κανένα δεν μοιάζει με το άλλο.

Αλφάλφα Κάπα

Share
Published by
Αλφάλφα Κάπα