Kυψέλη, 1989. Το “Rockaway Beach” των Ramones έπαιζε στα εφηβικά μας walkman και μίλαγε για μια παραλία με surfers κοντα στην Νέα Υόρκη. Αλλά εμείς βλέπαμε γύρω μας μόνο κεραίες και πολυκατοικίες. Την άνοιξη της ίδιας χρονιάς ανακοινώθηκε ότι έρχονται να παίξουν. Κι όπως γράφει στο blog του ένας παλιός Κυψελιώτης, ο Γιώργος Φερτάκης του Sonic Boom Records: «Έκανε κολοζέστη και αφραγκία. Αφραγκία έκανε όλο τον χρόνο άλλα όταν ήθελες τα χρήματα για να αγοράσεις εισητήριο για τους Ramones σε πείραζε πιο πολύ». Τελικά τα χρήματα του εισιτηρίου βρέθηκαν και βρεθήκαμε κι εμείς δύο μέτρα μακρυά από τον Joey Ramone, στη σκηνή του Ρόδον, ποδοπατημένοι από ένα εξαγριωμένο πλήθος που ξελαρρυγγιαζόταν φωνάζοντας “Hey-Ho, Let’s go”. Ήμασταν οι «αλήτες» που άκουγαν «τα συγκροτήματα». Δεν ήταν και πολύ εύκολο εκείνο τον καιρό να ακούς τέτοια μουσική. Οι περισσότεροι σε θεωρούσαν loser ή φρικιό και νόμιζαν πως δεν είχες ελπίδα στις Πανελλήνιες αλλά και πως (στην εποχή που η πρέζα θέριζε) «θα κυλήσεις στα ναρκωτικά» (sic). Άσε που οι περισσότερες γκόμενες γουστάρανε άλλα αγόρια: αυτά που είχαν οσφριστεί την επέλαση του lifestyle και φορούσαν Ralph Lauren, πήγαιναν στην Αυτοκίνηση κι αγόραζαν το MAX με τις γιγαντοαφίσες της Κουλιανού.
Σήμερα, σχεδόν τρεις δεκαετίες μετά, τα t-shirts με το χαρακτηριστικό λογότυπο της νεοϋορκέζικης μπάντας τα φορούν μέχρι και κοσμικές προσωπικότητες στα στενά της Μυκόνου.
Την ίδια χρονιά αποκτώ τυχαία ένα ζευγάρι παπούτσια Vans. Το κατάστημα στο κέντρο της Αθήνας που τα έκανε ειδική εισαγωγή σε λίγα κομμάτια μου τα πούλησε ως «κλασικά παπούτσια τένις». Τα φόρεσα μια φορά, και στην αυλή του σχολείου έφαγα κράξιμο. «Τι είναι αυτό το πασούμι ρε μαν», είπε ένας συμμαθητής. Τότε οι περισσότεροι φορούσαμε τα “Top Ten” της Adidas και τα Pony του Νίκου Γκάλη, άντε και τα γνωστά All Stars – κι αυτά, μόνο τα χαμηλά (τα ψηλά ήταν κι αυτά, όπως οι Ramones, για τους «αλήτες»). Δεν είχα τότε ιδεά ότι το brand της Vans είχε ξεκινήσει στα τέλη του ’60 στην Καλιφόρνια από σέρφερς, ούτε ότι ήταν παπούτσια φτιαγμένα για skateboarding. Ελάχιστοι το ήξεραν τότε – συγκεκριμένα μικρές και κλειστές παρέες του skate σε γειτονιές των Βορείων Προαστίων. Σήμερα η Vans είναι ένα δημοφιλές brand με απίστευτη αναγνωρισιμότητα στο ευρύ κοινό.
Μια χρονιά μετά, το 1990, το νεοαφιχθέν τότε στην Ελλάδα ΜΤV προβάλει ένα βίντεο κλιπ των Jane’s Addiction με τον Dave Navarro να φτύνει δαιμονισμένα σόλο από την κιθάρα του και τον τραγουδιστή της μπάντας, τον εξωγήινο Perry Farrel, να σερφάρει μέσα σε κάποιο κύμα στην Καλιφόρνια.
[4_4_youtube id=”ZwI02OHtZTg” mode=”normal” align=”center”]
Το βίντεο αυτό σε έκανε να θες να μπεις κι εσύ μέσα στα κύματα και να τα καβαλήσεις όπως ο Farrell, όμως η σκέψη του να σερφάρεις στην Ελλάδα έμοιαζε κωμική. Τό ‘λεγες σε κανα-δυό φίλους και σου λέγανε πως είσαι τρελός. «Σιγά μη βρεις κύμα για surf στην Ελλάδα». Ετσι για κάποιο καιρό το σπορ το κοιτάζαμε ηδονοβλεπτικά, και με δίψα, στα ξένα περιοδικά του χώρου που βρίσκαμε σε λιγοστά περίπτερα (όπως αυτο γωνία Αλεξάνδρας και Κηφισίας): Surfer Magazine, Surfer’s Journal, The Surfer’s Path. Ήταν η εποχή που το clean cut look του Kelly Slater γινόταν όλο και περισσότερο αρεστό από τα media, και πρωτοπόροι «αληταράδες» σαν τον Christian Fletcher άρχισαν να πετιούνται στο περιθώριο.
Σχεδόν δέκα χρόνια μετά, στα τέλη της δεκαετίας του ’90, η παρεξήγηση λύθηκε: τελικά κάναμε surf στην Ελλάδα. Tο καταφέραμε κυρίως λόγω του Δημήτρη Λιόση, ενός snowboarder που μας ενέπνευσε όλους κι έβαλε τα boardsports στο προσκήνιο (και δεν ξέρω αν θα πάρει ποτέ το credit γι’ αυτό, για το ότι δηλαδή πυροδότησε, σχεδόν μόνος του, λόγω χαρισματικής προσωπικότητας, μια ολόκληρη σκηνή, μια κουλτούρα, κι, εν τέλει, μια νέα αγορά).
Στην Τήνο, στην Άνδρο, στην Νάξο, στην Δυτική Πελοπόννησο, βρίσκαμε κύματα και προσπαθούσαμε να μάθουμε να τσουλάμε πάνω τους.
Ήμασταν ίσα-ίσα δέκα άτομα στην Αθήνα και, απ’ όσο έχω ακούσει, μια χούφτα ακόμα στην Κρήτη και την δυτική Ελλάδα. Στην πλαζ της Βουλιαγμένης, με νοτιά, έμπαινες και έπιανες κύματα μαζί με 2-3 μόνο φίλους σου, με τους θαμώνες της Ωκεανίδας που έπιναν τον καφέ τους να απορούν τι είδους surfing είναι αυτό «αφού δεν έχει πανί». Σήμερα, σε ακτές που τότε οι surfers ήμασταν μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού, βρίσκει κανείς πάνω από 100 άτομα μέσα στο νερό (πολλά από αυτά με ψηλό πια τεχνικό επίπεδο και εμπειρία) – και το surfing είναι κάτι που όλοι θέλουν να κάνουν. Ή να φαίνεται πως κάνουν.
Ramones, skate shoes, surfing: τρία παραδείγματα πολιτισμικών φαινομένων που κάπως διένυσαν την μυστηριώδη απόσταση από το δαχτυλοδειχτούμενο περιθώριο ως στο συρμό.
Κι αναρωτιέται κανείς, με ποιο μηχανισμό συνέβη αυτό; Πως κάτι, που, κάποτε ήταν αυθόρμητο και γεννημένο αβίαστα μέσα σε συγκεκριμένες κοινωνικές και δημιουργικές συγκυρίες, καταλήγει να γίνεται μια εικόνα του εαυτού του; Και τι υπάρχει κάτω από την εικόνα;
Τι υπάρχει κάτω από την μουσική του Αυστραλού C. W. Stoneking, που σε όποιον έχει μεγαλώσει με το “Raindogs” του Tom Waits και το “Mother First” του Mark Almond, μοιάζει σαν ένα καλογυαλισμένο, κάλπικο αντίγραφο;
Και, σε ποια αυτιά κατέληξαν συγκροτήματα σαν τους Ramones – αν κατέληξαν; Πως έγιναν ένα μαύρο Τ-shirt στο σώμα μιας διασημότητας που φωτογραφίζεται σε ένα κοσμικό νησί ή μιας έφηβης fashion blogger που ακούει Justin Biener; Μα, μισό λεπτό – αυτό κάποτε δεν ήταν στίγμα και παράδειγμα προς αποφυγή; Πως διάολο γίνεται τώρα να φοριέται σαν fashion statement;
Πως γίνεται αυτοί που θεωρούσαν τους επίδοξους surfers γραφικούς στα τέλη του ’90, να είναι πια όλοι αποφασισμένοι να πάρουν μια σανίδα και να φωτογραφηθούν στην παραλία κρατώντας την; Μα το surfing δεν είναι κάτι που φαίνεται, είναι κάτι που γίνεται. Δεν είναι ένα στυλ, αλλά μια εμπειρία. Είναι μια κουλτούρα που ζυμώθηκε χρόνια και χρόνια, σε όλον τον πλανήτη, μέσα σε αμέτρητα, συναρπαστικά στιγμιότυπα, από άτομα και ομάδες που ζήσανε γι’ αυτό, ρίσκαραν γι’ αυτό, δούλεψαν γι’ αυτό, δημιούργησαν γι’ αυτό.
Μάλλον αυτό που συμβαίνει είναι πως οι υποκουλτούρες, γενναία, τολμηρά και με το τίμημα του κατατρεγμού και του χλευασμού δίνουν μασημένη τροφή στο αγοραίο, δειλό κι εφήμερο mainstream της εκάστοτε εποχής. Ένα mainstream που στην περίπτωση αυτού που αποκαλούμε “hipster” έβαλε και το προσωπείο του «ειρωνικού» και «ασαφώς μεταμοντέρνου».
Άνοιξη του 2015. Βρίσκομαι στην αίθουσα προβολής του Nixon, στον Κεραμεικό. Η Vans έχει καλέσει εκπρόσωπους των media και λάτρεις του brand να γνωρίσουν την ιστορία και την κληρονομιά της. Παρουσιάζει τα κλασσικά της μοντέλα σε stands οπου αναγράφεται η μικρή ιστορία που έχει το καθένα, και δίνει την ευκαιρία στους καλεσμένους να παρακολουθήσουν το ντοκιμαντέρ του Stacey Peralta, Dog Town and the Z-Boys, που μιλάει για τους σέρφερς του Venice Beach στην Καλιφόρνια της δεκαετίας του ’70, αυτούς που πυροδότησαν την απαρχή της παγκόσμιας σκηνής του skateboarding.
Η εταιρεία, βλέποντας την αδιαμφισβήτητη άνοδο της στην αγορά, θέλει να μιλήσει στο κοινό για την ιστορία και τις καταβολές της, για τις ημέρες της γέννησης μιας θαλασσινής κουλτούρας που πήρε το δρόμο για την άσφαλτο. Θέλει να πει την ιστορία πίσω από την εικόνα.
Η διαφορά της εικόνας από την ιστορία είναι η διαφορά μεταξύ της ματαιοδοξίας του ότι δεν πεθαίνουμε πότε και της συνειδητοποίησης ότι είμαστε φθαρτοί και πεπερασμένοι. Και είναι η ίδια ιστορία, και στην περίπτωση των Ramones, και του surfing, και του skateboarding: είναι η ιστορία των εφήβων που φαντάζονται, πνιγμένοι στην οργή, έναν άλλο, καλύτερο κόσμο μέσα σε τρία κακοπαιγμένα ριφ στην κιθάρα τους (ένα κόσμο που τελικά δεν συναντούν ποτέ), των ραγισμένων αστράγαλων «για την τιμή και την δόξα» ενός εξωπραγματικού ακροβατικού στο πατίνι (που τις περισσότερες φορές δεν καταγράφεται σε καμία κάμερα) και η ιστορία των ατίθασων κυμάτων, που ταπεινώνοντας σε, σου μαθαίνουν πως, όπως τραγούδαγε ο Brian Wilson, «η μοναχική θάλασσα δεν σταματάει για κανέναν».
( Ευχαριστώ τον Γιώργο Φερτάκη για την φωτογραφία των Ραμόνς και τον Γιώργο Λιαρικό για το screenshot από το skate video του 1990)