ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΑ

Η ποιητική γραφή στον τεχνοκριτικό και επιμελητικό λόγο: Ανάμεσα στη διατάραξη και την αμεσότητα του νοήματος

Η χρήση του ποιητικού λόγου ενώ χρησιμεύει για την διατάραξη του συνεκτικού νοήματος ταυτόχρονα  μπορεί να το συμπυκνώνει και να το καθιστά πιο άμεσο από οποιοδήποτε ίσως άλλο είδος κριτικής σκέψης.  Η θέση μου είναι ότι η χρήση μιας ποιητικής γραφής στην ανάλυση του έργου τέχνης μπορεί να αναδείξει ιδέες με έναν μοναδικό και πολυεπίπεδο τρόπο χωρίς απαραίτητα να μειώσει την κριτική ικανότητα.

___________________

Τα τελευταία χρόνια παρατηρώ μια σύγκληση ανάμεσα στην τεχνοκριτική και σε κάποιες πτυχές του  θεωρητικού επιμελητικού λόγου, οι οποίες λειτουργούν λίγο πολύ ως συγκοινωνούντα δοχεία. Αρκετά  συχνά, τόσο ο τεχνοκριτικός όσο και ο επιμελητής θα υποστηρίξουν κάποιες κομψές παραλλαγές ήδη αφομοιωμένων εννοιών, βασισμένων σε κείμενα και σε θέσεις που αντανακλούν το κοινωνικό ήθος της εποχής, το ταλαιπωρημένο zeitgeist.

Σε αυτές τις περιπτώσεις, όταν διαβάζω τα επιμελητικά κείμενα που συνοδεύουν συνήθως τις ομαδικές εκθέσεις, οι προθέσεις γίνονται εύκολα αντιληπτές και όλα μοιάζουν σαν να έχουν ειπωθεί από πριν. Δεν είναι μόνο ότι μέσα στο πλαίσιο των trends μιας διανοητικής μόδας επαναλαμβάνουν εν μέρει το ένα ή το άλλο μέσα από τις ίδιες θεματικές περιοχές και τις γνωστές διαδρομές σκέψης, αλλά ότι αυτό που επαναλαμβάνεται αφορά και το ύφος μιας συγκεκριμένης γραφής. Και αυτό είναι ακόμη χειρότερο.  Επιπλέον, θα έλεγα ότι αποκτάει πια τις διαστάσεις μιας “κοινοτοπίας του κακού” η ευκολία της πρόσβασης στο τοπίο του ΑΙ. Είναι η κυρίαρχη επιλογή στην πρόθεση της βελτιστοποίησης ενός προβλεπόμενου  λόγου; Το σίγουρο είναι ότι η πρωτότυπη σκέψη υποφέρει και η επιθυμητή εικόνα είναι η ομογενοποίηση  του κειμένου με τη βατή και εύληπτη δομή των επιχειρημάτων. Κάθε φορά που επισκεπτόμαστε το  ChatGPT, σκοπεύουμε στην ενιαιοποίηση της γραφής, να είναι ακόμη πιο τυπική από την προηγουμένη φορά που το επιχειρήσαμε.

Δεν μ’ εκπλήσσει λοιπόν ότι ο ιστορικός τέχνης, ο επιμελητής, ο δημοσιογράφος και ο ακαδημαϊκός  στοχαστής θέλει να αποφύγει το άγχος της τυχαίου και να καλύψει το νοηματικό κενό των εικαστικών έργων με μια γραφή που δεν θα της “ξεφύγει” κάτι. Αυτό συνέβαινε πάντοτε, άλλα τώρα η έγνοια για τη χρήση μιας αιτιώδους αφήγησης υπαγορεύεται επιπλέον και από τις αριθμημένες προτάσεις του AI.

Ο νεοπραγματιστής στοχαστής Richard Rorty στη μελέτη του για την “Τυχαιότητα, Ειρωνεία, Αλληλεγγύη” (Contingency, Irony, and Solidarity, 1989) στρέφεται αποφασιστικά στην αποδοχή του τυχαίου μέσω της λογοτεχνίας σε αντίθεση με τις γλωσσικές κατασκευές του θεωρητικού λόγου που στοχεύουν σε μια γνωσιολογική κατεύθυνση. Ο Αμερικανός φιλόσοφος μας υπενθυμίζει ότι ο Nietzsche πίστευε ότι μόνο οι ποιητές μπορούσαν να αντιληφθούν πραγματικά την τυχαιότητα1.  Για μας τους υπόλοιπους, συνήθως   επιμένουμε πως, στην πραγματικότητα, υπάρχει μόνο μια αληθινή περιγραφή της ανθρώπινης συνθήκης και ο γραπτός λόγος που συγκροτούμε είναι  μια “άσκηση” προσπεράσματος του τυχαίου.

Οτιδήποτε δε μπορεί να αιτιολογηθεί και να συγκροτηθεί γύρω από μια ιστορική συνέχεια θεωρείται ότι εκφέρει ένα γνωσιολογικό κενό, μια επιπολαιότητα στον χειρισμό της σκέψης και της γραφής. Μια σύλληψη που είναι ασυνεχής και που δεν εντάσσεται σε ομάδες με γένη και υποείδη εκφέρει την αίσθηση ότι χάνεται ο  έλεγχος της ερμηνείας. Όμως υπάρχει ένας κόσμος που είναι μεγαλύτερος τη στενότητα  εννοιών σφυρηλατημένων από κάποια παράδοση, ένας κόσμος του οποίου η φιλοσοφική απορία του Αριστοτέλη αφήνει ένα διάνοιγμα ώστε εμείς ως επινοητές χαράζουμε το δικό μας αποτύπωμα γνωρίζοντας ότι πάντα θα μας διαφεύγει κάτι στο σύνολο.

Το ερώτημα περί της ουσίας και στην περίπτωση της επιμελητικής και τεχνοκριτικής γραφής, η ουσία που αφορά στο έργο ή το σύνολο της ενότητας του καλλιτέχνη είναι μόνο μια γνώμη. Για τον Nietzsche, στην τρίτη πραγματεία της “γενεαλογίας της ηθικής”(1887), το νόημα επιτρέπει μια ρευστή συνθήκη, την αποκρυπτογράφηση άλλων νοημάτων. Για τον Γερμανό στοχαστή που όρισε ένα τεράστιο πεδίο πρωτοτυπίας στη σκέψη και στη γραφή της σκέψη, το “θεωρείται¨ είναι το πραγματικό “είναι”2. Το νόημα δεν έχει σταθερή βάση, είναι κάτι που εξελίσσεται. Εκατό χρόνια αργότερα, ο Gilles Deleuze, στο γνωστό κείμενο που αναφέρεται στην ανωτερότητα της αγγλοαμερικανικής λογοτεχνίας έναντι της γαλλικής, θα  υποστηρίξει κάτι παρόμοιο: ότι η γραμματική και ο συλλογισμός δεν έχουν ως στόχο την υποταγή των συνδέσμων στο ρήμα “Είναι”3. Ο Deleuze μας παροτρύνει να προχωρήσουμε πιο μακρυά, να υποσκάψουμε το “Είναι” ώστε να καταρρεύσει. Στη συνέχεια μας προτείνει να το αντικαταστήσουμε με το “Και”. Το “Και” μας βοηθάει να διαπιστώσουμε ότι οι σχέσεις ξεφεύγουν από τους όρους τους, βρίσκονται έξω από τους τυπικούς φιλοσοφικούς προσδιορισμούς του “Είναι” που αντικατοπτρίζει με απόλυτο τρόπο την ύπαρξη. Ο Γάλλος φιλόσοφος που αμφισβητεί τη γαλλική λογοτεχνία επειδή εμμένει στην πρωταρχική βεβαιότητα  ενός σταθερού σημείου, ανοίγει την πύλη για να εφαρμόσουμε τον εμπειρισμό σε μια κριτική γραφή, παρόμοια με τους συλλογισμούς μας γύρω από την εικαστική μας τροπή. “Να σκεφτόμαστε με το ΚΑΙ αντί να σκεφτόμαστε με το Είναι”4.  Έξαλλου, κάπως έτσι δεν εφαρμόζουν οι εικαστικοί την μεθοδολογία τους,  εμπειριοκρατικά; Πειραματιζόμαστε σε ένα assemblage ιδεών, σχέσεων και περιστάσεων και στο τέλος της ημέρας χαράζουμε τη δική μας γραμμή φυγής.

Ο κριτικός λογοτεχνίας Harold Bloom, στην “αγωνία της επίδρασης”, επισήμανε ότι η έγνοια κάθε ποιητή τους τελευταίους τρεις αιώνες είναι ο φόβος ότι δεν έχει απομείνει τίποτε για αυτόν να πραγματοποιήσει5.  Τουλάχιστον αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχει  κάποια παγίδευση σε μια διαλεκτική ερμηνεία της ιστορίας, αφού το κίνητρο του ποιητή βρίσκεται στην ανάγκη του να διαφοροποιηθεί και  όχι στο να επαναλάβει ένα ύφος που έχει προϋπάρξει. Η μελέτη του Harold Bloom εκδόθηκε το 1941, αλλά δεν νομίζω να υπάρχει έστω και ένας ποιητής που να μην έχει σκεφτεί το ψυχοφθόρο lieu commune της επανάληψης. Η σύγχρονη τεχνοκριτική και επιμελητική γραφή δεν φαίνεται  να μοιράζεται την ίδια την αγωνία, αντίθετα πολλές φορές ηγείται της  προσπάθειας να μην ξεφύγει από τον κανόνα ενός  δοκιμασμένου και νομιμοποιημένου λόγου. Είναι άλλο το κίνητρο; Νομίζω πως δεν θα έπρεπε, ακόμη και αν οι συνθήκες διαφέρουν. Αρκετοί από τους συγγραφείς τεχνοκριτικών κειμένων δεν αντέχουν το απρόβλεπτο και την τυχαιότητα μέσα στη γραφή. Θα υποστήριζα ότι δεν αντέχουν τη διαφεύγουσα αλήθεια της ποίησης, τη μαρτυρία μιας γραφής που μας ξαφνιάζει. Αυτή την “αστραπιαία στιγμή καθαρότητας”, όπως θα έλεγε ο Vladimir Jankelevich, η οποία δεν “διαθέτει τον χρόνο να ολοκληρωθεί σε φως, μήτε τη δύναμη να φωτίσει τη ζωή”6, ωστόσο μας δίνει την πρόκληση μιας περιστασιακής ευκαιρίας να αναζωογονηθούμε έστω και φευγαλέα, πριν ξαναπέσουμε στη χειμέρια νάρκη ενός καθρεπτικού επαναλήψιμου διεκπεραιωτικού  λόγου.

Η ψηλάφηση  λοιπόν της τυχαιότητας που αρθρώνεται με τις αντιφάσεις της δικής μας κοινωνικής οργάνωσης, και η οποία απέχει αισθητά από την έπαρση ενός νοηματοδοτημένου στην εντέλεια κόσμου, είναι κάτι που λείπει αρκετά συχνά από την επιμελητικη, την ακαδημαϊκή αλλά και τη δημοσιογραφική γραφή, η οποία δεσμεύεται με περιχαρακωμένες αφηγήσεις.

Μήπως θα έπρεπε να μας ενδιαφέρει εξίσου μια γραφή που έχει την ειλικρίνεια να τα βάζει με τους ίδιους της τους ισχυρισμούς, μια γραφή που γνωρίζει ότι αποκλίνει από τις συνήθεις προοπτικές του  τεχνοκριτικού λόγου στη περίπτωση μας; Υπάρχει η δυνατότητα να είμαστε ακόμη πιο θαρραλέοι να ομολογήσουμε ότι κάποιες απόπειρες ανάγνωσης ενός εικαστικού έργου μπορούν να αναγνωστούν και να  μελετηθούν ως σκόπιμες παρερμηνείες του;  Υποψιάζομαι ότι το Λουκρητιανό “κλίναμεν” θα μας ενθάρρυνε σε μια ανάλογη προοπτική για την  καταγραφή μιας παρέκκλισης, κάτι που αγαπάει σφοδρά ο ελεύθερος στοχασμός. 

Έξαλλου αυτή δεν είναι εν μέρει η υποχρέωση κάθε ιστορικού τέχνης, να εγκαταλείψει τις βεβαιότητες των πηγών και να επιδοθεί σε νέους μηχανισμούς αφηγηματικής πλαισίωσης του έργου; Όπως σημειώνει ο  Richard Rorty7, ο Ρώσος συγγραφέας Vladimir  Nabokov έχτισε το καλύτερο μυθιστόρημα μαύρης κωμωδίας, τη Χλωμή Φωτιά8, γύρω από τη φράση “Η Ζωή του ανθρώπου σαν σχόλιο σε δυσνόητο ανολοκλήρωτο ποίημα”.

Πηγές:

1 Richard Rorty. Τυχαιότητα ειρωνεία αλληλεγγύη, μτφρ. Κώστας Κουρεμένος  (Αθήνα : Αλεξάνδρεια, 2002), 67.

2 Friedrich  Nietzsche, Γενεαλογία της ηθικής, μτφρ.Ζήσης Σαρίκας ( Θεσσαλονίκη : Εκδόσεις Πανοπτικόν, 2012). Για μια λεπτομερέστερη περιγραφή της νιτσεικής γραφής για την προτίμηση της μεταφοράς έναντι της έννοιας  βλ. τη μελέτη της Sarah Kofman. Nietzsche et la métaphore  (Paris : Editions Galilee, 1983).

3 Gilles Deleuze,  Claire  Parnet,  Dialogues  (Paris :  Flammarion, 1977).

4 Ο.π., 71.

5 Harold Bloom. Η αγωνία της επίδρασης – Μια θεωρία για την ποίηση, μτφρ. Δημήτρης Δημηρούλης  (Αθήνα : Αγρα, 1989), 148. 

6  Vladimir Jankélévitch. Κάπου στο ανολοκλήρωτο, μτφρ. Λίζυ Τσιριμώκου, (Αθήνα : Πόλις, 2021),115.

7  Richard Rorty. Τυχαιότητα ειρωνεία αλληλεγγύη, 87.

8 Vladimir  Nabokov. Χλωμή φωτιά, μτφρ. Κατερίνα Γκούμα–Μεταξά, Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ (Αθήνα : Καστανιώτης, 2001).

Popaganda Guest

Share
Published by
Popaganda Guest