Οι λόγοι που φτάσαμε στις τόσες γυναικοκτονίες και η ρητορική Μπαλάσκα

Δεν έχει τέλος αυτή η χρονιά που είμαστε μόλις στη μέση της, δεν έχει τέλος γιατί δεν είχε αρχή αυτό το καλοκαίρι που μας παίρνει κάθε μέρα την τελευταία μας ανάσα. Χθες το πρωί, γυναίκα δολοφονήθηκε στη Λάρισα μέσα στην ταβέρνα του αδερφού της απ’ τον πρώην σύντροφο της, επειδή ήθελε να χωρίσουν. Πριν τρεις ημέρες στη Δάφνη γυναίκα δολοφονήθηκε από τον σύζυγο της ενώ κοιμόταν επειδή τη ζήλευε, ενώ στη Ρόδο μια γυναίκα κατάφερε να επιζήσει παρά τις μαχαιριές του άντρα της που ήθελε να τον αφήσει. Φολέγανδορος, Γλυκά Νερά, Αγία Βαρβάρα, Μακρινίτσα, Χανιά, ένας ατελείωτος χάρτης πόνου και αίματος γυναικών που δολοφονήθηκαν επειδή κάποιοι θεώρησαν πως έχουν δικαίωμα ζωής και θανάτου επάνω τους.

Η Ιωάννα Στεντούμη, δικηγόρος, εξειδικευμένη σε υποθέσεις έμφυλης βίας, σχολιάζει όσα αποπνικτικά συμβαίνουν:

«Σήμερα θρηνούμε άλλη μια γυναίκα, νεκρή από το χέρι του συντρόφου της. Μάνα, αδερφή, κόρη, φίλη κάποιων από εμάς. Θρηνούμε γυναίκες με ιλιγγιώδεις ρυθμούς, πριν συνέλθουμε από τη μία, βρισκόμαστε μπροστά στην επόμενη. Αυτό τον μήνα ξεπεράσαμε το στάδιο της θλίψης και της οργής, του σοκ και του φόβου. Βαρεθήκαμε στον φόβο και το κλάμα. Βαρεθήκαμε να νιώθουμε ότι είμαστε τυχερές που για εμάς ο έρωτας δεν ήταν θανατηφόρος. Βαρεθήκαμε να αναρωτιόμαστε αν πρέπει να πιούμε δεύτερο ποτό γιατί ίσως να μην έχουμε εύκαιρα αντανακλαστικά σε πιθανή επίθεση. Βαρεθήκαμε να γυρίζουμε και να κοιτάμε συνέχεια πίσω μας το βράδυ. Βαρεθήκαμε να ακούμε τον χυδαίο οχετό του καθενός στο δρόμο. Βαρεθήκαμε να φοβόμαστε να γεννήσουμε κοριτσάκι. Τώρα θα βαρεθούμε να φοβόμαστε και να χωρίσουμε.

Είμαστε ήδη στις 8 – γνωστές – γυναικοκτονίες από την αρχή του χρόνου, που όλες παρουσιάστηκαν με τον τυπικό τρόπο που παρουσιάζονται σταθερά οι γυναικοκτονίες: εγκλήματα πάθους, υπερβολικής αγάπης, προσωρινής τύφλωσης και ζήλιας προς ένα θύμα που το δίχως άλλο, υπήρξε προκλητικό, ή αποτέλεσμα μιας ψυχοπαθολογίας του δράστη και επουδενί συμπτώματα μιας σεξιστικής, πατριαρχικής αντίληψης και συμπεριφοράς που αναπαράγεται από την ελληνική κοινωνία. Τα σύννεφα όμως για να πέφτουμε κάθε φορά, τελείωσαν.

Πρέπει επιτέλους να ονομάσουμε το φαινόμενο ως είναι. Οι γυναικοκτονίες δε συνιστούν οικογενειακά δράματα, δε συνιστούν οικογενειακή υπόθεση, δεν έχουν καμία σχέση με υπερβολική ή με οποιαδήποτε αγάπη: συνιστούν απλά την πιο ακραία μορφή έμφυλης και σεξιστικής βίας, με κίνητρο την άσκηση ελέγχου στα σώματα και τις επιλογές μας. Πρόκειται για μια βία που στηρίζεται στις βαθιά εμπεδωμένες κοινωνικές αντιλήψεις και έμφυλα στερεότυπα, σύμφωνα με τα οποία οι γυναίκες υπόκεινται στην ανδρική εξουσία και σωφρονίζονται μέσω της έμφυλης βίας, ώστε να αποδέχονται και να ταιριάζουν σε συγκεκριμένα πρότυπα συμπεριφοράς. Ως έννοια, υπάρχουν δεκάδες έννομες τάξεις που την έχουν ενσωματώσει, ενώ αναγνωρίζεται από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας και το Ευρωπαικό Ινστιτούτο Ισότητας, τη EUROSTAT και το Γραφείο για τα Ναρκωτικά και το Έγκλημα των Ηνωμένων Εθνών.

Η αναγνώριση της γυναικοκτονίας σχηματοποιεί και ονοματίζει το κοινωνικό φαινόμενο, πέρα από συσκοτίσεις όπως “έγκλημα πάθους” και “κακιά στιγμή”. Είναι εξόντωση της γυναίκας που ήταν “κτήμα του” και δε λειτούργησε “ως όφειλε”, παρά τον προδιαγεγραμμένο ρόλο της ως συντρόφου, συζύγου, κόρης. Δεν αφορά όλες τις γυναίκες θύματα, αφορά αυτές που δολοφονήθηκαν λόγω του φύλου τους. Αυτό οφείλει να καταγράφεται ως τέτοιο, ξεχωριστά, και με ιδιαίτερη ποινική απαξία.

Φυσικά, σε αυτή την έξαρση της έμφυλης βίας που πράγματι έχει καταγραφεί και σε ευρωπαικό επίπεδο, έχει επηρεάσει ο εγκλεισμός που κατέστησε τα θύματα αβοήθητα, το ότι οι δομές είναι ελλιπείς και ελάχιστες, τα σημαντικά κενά στον Ποινικό Κώδικα, η έλλειψη στον δημόσιο λόγο φορέων αλλά και πραγματικών θεσμικών πρωτοβουλιών που να υποστηρίζουν τα θύματα έμφυλης βίας. Έχει επηρεάσει το ότι επί ένα χρόνο με αφορμή την αναμόρφωση του οικογενειακού δικαίου και με ευθύνη του Υπουργείου Δικαιοσύνης, στοχοποιήθηκαν συλλήβδην οι μητέρες και οι γυναίκες ως ψευδώς καταγγέλλουσες “αποξενώτριες” και οι πατεράδες ως θύματα. Ο δημόσιος λόγος στο συγκεκριμένο ζήτημα ήταν τελείως ναρκοθετημένος γύρω από μισογύνικα, σεξιστικά στερεότυπα και οδήγησε στις τοποθετήσεις του κ. Λοβέρδου για τον καλό κακοποιητή πατέρα και στην κατάργηση, στην πράξη, της σύμβασης της Κωσταντινούπολης, αγνοώντας κάθε φορέα που ασχολείται με το ζήτημα της έμφυλης βίας – ακόμα και τις εμπειρογνώμονες του ΟΗΕ.

Σε αυτό λοιπόν το κοινωνικό πλαίσιο και σε αυτήν τη βαθιά συντηρητική, πατριαρχική και σεξιστική κοινωνία, ήρθαν δηλώσεις όπως του συνδικαλιστή της αστυνομίας κ. Μπαλάσκα, στις 18/6, με αφορμή τον γυναικοκτόνο των Γλυκών Νερών ότι: «Eίναι βλάκας, διότι εκείνη τη στιγμή που σκότωσε τη γυναίκα του εάν ήταν ατυχές γεγονός μέσα στον θυμό του και μέσα στο ότι τα έχασε και τρελάθηκε, εάν έπαιρνε την αστυνομία δε θα έτρωγε ούτε 4 χρόνια φυλακή». Η δήλωση αυτή ήταν απαράδεκτη γιατί απαξίωσε την έμφυλη βία, απαξίωσε όλες τις γυναίκες που έχουν χάσει τη ζωή τους από τον σύζυγο ή τον σύντροφό τους, απαξίωσε συνολικά την απονομή δικαιοσύνης. Δικαιολόγησε τον επόμενο δράστη και του έδωσε έτοιμη την υπερασπιστική του γραμμή. Έκτοτε έγιναν τρεις γυναικοκτονίες και μία σοβαρή απόπειρα.

Ο κ. Μπαλάσκας δεν τοποθετήθηκε εν κενώ. Ονομάτισε και σχηματοποίησε ξεκάθαρα και φωναχτά αυτό που λέει σιωπηλά – ή και όχι – μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας: το κομμάτι που ενοχοποιεί το θύμα του βιασμού, που σκέφτεται ότι η γυναίκα προκάλεσε/ αντιμίλησε/ ήταν υπερβολική, ότι τα “εν οίκω μη εν δήμω”,  που θεωρεί ότι το άβατο της οικογένειας είναι υπεράνω του νόμου, ότι αυτή κάτι θα του έκανε. Εξέφρασε το κομμάτι που ακούει τις φωνές αλλά δεν παίρνει τηλέφωνο, που βλέπει τις μελανιές και κάνει ότι δεν τις βλέπει. Σε αυτό το κομμάτι μίλησε, λέγοντας στην ουσία ότι αυτά τα πράγματα “συμβαίνουν”, ας μην καταστρέψει τη ζωή του ο δολοφόνος για ένα λάθος. Φυσικά αυτό ως επιχείρημα ακούγεται πάντα και μόνο για τους άντρες που δολοφονούν τις γυναίκες τους συγκεκριμένα. Είναι η συνέχεια της κεντρικής γραμμής των μέσων μαζικής ενημέρωσης για “οικογενειακή τραγωδία”, “δράμα”, τύφλωση απο “έρωτα” και “ζήλια” και έγκλημα “πάθους”. Είναι η ίδια γραμμή που αρνείται την αναγνώριση του φαινομένου και του όρου γυναικοκτονία, που απαιτεί και αναγνωρίζει ελαφρυντικά χωρίς κατώτατο όριο ποινής στις γυναικοκτονίες και υποστηρίζει τον βρασμό ψυχικής ορμής σε ένα αδίκημα που κατεξοχήν και εννοιολογικά δε χωρεί ο βρασμός ψυχικής ορμής.

Οπότε σε αυτό το νομοθετικό και κοινωνικό πλαίσιο, αυτές οι γυναικοκτονίες θα γίνονταν και χωρίς τον κ. Μπαλάσκα. Αυτός όμως έδωσε φωνή και μάλιστα ηχηρή στο εμπεδωμένο πατριαρχικό πλαίσιο, δικαιολόγησε μια ιδιοκτησιακή αντίληψη για τη θέση της γυναίκας, την απόλυτη εξουσία του συντρόφου της πάνω στο σώμα, τη ζωή και τις επιλογές της. Ακόμα περισσότερο, υπονόησε μια ευνοϊκή στάση των αρχών και μία αναντίστοιχα χαμηλή ποινή, εάν ο δράστης φερθεί «έξυπνα». Τα λεγόμενά του αυτά ήταν κυριολεκτικά βγαλμένα από το σκοτάδι της συντήρησης και της έμφυλης καταπίεσης.

Ακόμα περισσότερο όμως, οι δηλώσεις του πρέτρεψαν τα θύματα στη σιωπή. Ποια θα τολμήσει να καταγγείλει όταν γνωρίζει ότι το καλύτερο που έχει να κερδίσει, είναι ένα περιπολικό που θα έρθει και δε θα σταματήσει, έναν αστυνομικό που θα της πει να μην καταστρέψει το σπίτι της και να γυρίσει πίσω γιατί τα ζευγάρια πρέπει να τα βρίσκουν και ένα συνδικαλιστή που επώνυμα και πανελλαδικά δηλώνει ότι και να την σκοτώσει ο σύζυγός της το πολύ πολύ να τιμωρηθεί λιγότερο από ότι κάποιος που κάνει μία απάτη ή μία ληστεία;

Δεν πρέπει λοιπόν να μένουμε στον κ. Μπαλάσκα. Η θεσμική, κοινωνική και νομική κάλυψη των κακοποιητών είναι πολύ πιο βαθιά. Τα εργαλεία ελάφρυνσης  των έμφυλων αδικημάτων υπάρχουν ήδη, ο συγκεκριμένος ανέδειξε τη χρήση τους πιο συχνά και πιο έξυπνα. Οι δηλώσεις του βρήκαν ευτυχώς απέναντί τους ένα μεγάλο και υγιώς σκεπτόμενο κομμάτι της κοινωνίας που απαιτεί ουσιαστική δικαιοσύνη και υποστήριξη των θυμάτων. Βρήκε απέναντί του γυναικείες και φεμινιστικές συλλογικότητες, οι οποίες στο δρόμο και στα δικαστήρια διεκδίκησαν την απονομή της Δικαιοσύνης για κάθε μία γυναίκα που χάνει τη ζωή της επειδή κάποιος θεώρησε ότι αυτή δεν είναι σημαντική και σε κάθε περίπτωση του ανήκει. Όσοι και όσες κάνουν τέτοιες δηλώσεις δε χωράνε στην αστυνομία και σε κανένα θεσμικό πλαίσιο.

Αντί λοιπόν η πολιτεία δια στόματος της Υφυπουργού Εργασίας να πανηγυρίσει που δεν είμαστε ακόμα Βενεζουέλα, να φροντίσει να κινηθεί άμεσα για την αναγνώριση της γυναικοκτονίας με ταυτόχρονη αλλαγή στον ποινικό κώδικα, ώστε να ορίζεται είτε ως επιβαρυντική περίσταση, είτε ως έγκλημα μίσους στο οποίο αποκλείεται ρητά ο βρασμός ψυχικής ορμής. Να οριστεί ξεχωριστό κεφάλαιο για τα έμφυλα εγκλήματα στον Ποινικό Κώδικα, που θα καταγράφουν όλες τις μορφές τους όπως και την κακοποίηση μέσω εικόνας (“εκδικητική πορνογραφία”), η οποία αυτή τη στιγμή δεν αναγνωρίζεται. Να τροποποιήσει το οικογενειακό δίκαιο με τρόπο που να σέβεται στην πράξη τη σύμβαση της Κωσταντινούπολης και να προστατεύει τα θύματα, όπως και τα ανήλικα παιδιά του κακοποιητή που εκ του νόμου θεωρούνται θύματα – θεσμοθετώντας και την άμεση οριστική αφαίρεση της γονικής μέριμνας σε κάθε γυναικοκτόνο. Να αποφασίσει επιτέλους την αύξηση των ελάχιστων ξενώνων σε όλη την επικράτεια, την παροχή άμεσης δωρεάν νομικής βοήθειας στα θύματα, την ψυχολογική υποστήριξη αυτών, τη στελέχωση των ιατροδικαστικών υπηρεσιών. Ιδίως να εισάγει τη σεξουαλική διαπαιδαγώγηση και την εκπαίδευση στα θέματα συναίνεσης, έμφυλων στερεοτύπων και ισότητας ήδη από το δημοτικό.

Χωρίς όλα αυτά και πολλά ακόμα μέτρα ενδυνάμωσης, εκπαίδευσης και προστασίας, κάθε μία θηλυκότητα θυματοποιείται ξανά και ξανά.»

Χρύσα Λύκου

Share
Published by
Χρύσα Λύκου