Τα Πιτσιωτά είναι το τέρμα της διαδρομής του λεωφορείου που ξεκινά από τη Λαμία για τα δυτικά ορεινά χωριά του νομού Φθιώτιδας. Εδώ είναι και το τέλος του δρόμου. Ούτε δέκα δεν είναι οι μόνιμοι κάτοικοι του χωριού, όλοι σχεδόν υπερήλικες που από πείσμα ή συνήθεια δεν άφησαν τον τόπο τους. Αυτές τις μέρες του φθινοπώρου έρχονται τα παιδιά τους και οι συγχωριανοί τους από Αθήνα, Λαμία, Θεσσαλονίκη, Καρδίτσα και όπου αλλού βρίσκονται για να μαζέψουν τα κάστανα. Εκτός από πηγή εσόδων, τα κάστανα είναι και ευκαιρία για ένα γιορτινό αντάμωμα λίγο πριν ο χειμώνας παγώσει το χωριό. Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’40, ο εμφύλιος στη συνέχεια και τέλος η μετανάστευση (κυρίως Δυτ. Γερμανία – Αυστραλία – Καναδά) τη δεκαετία του ’60, άδειασαν τα χωριά, μείναν χέρσα τα χωράφια και γρήγορα έγιναν λόγγος και δάσος με πολλές αγριοκαρυδιές και αγριοκαστανιές. Στη δεκαετία του ’70 φύτεψαν ήμερες καρυδιές αλλά ποτέ δεν έδωσαν καλής ποιότητας καρπό, τις περισσότερες τις έκοψαν αργότερα και πούλησαν τα ξύλα. Μετά φύτεψαν καστανιές με εξαιρετικής ποιότητας αποτελέσματα. Σιγά σιγά έβαλαν όλοι τέτοια δέντρα και σήμερα το χωριό παράγει 40 με 50 τόνους μεγάλα γυαλιστερά κάστανα, που «είναι από τα καλύτερα στην Ελλάδα», κατά τον Ηλία που αγοράζει το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής για το εργοστάσιο γλυκών που έχει στην Αθήνα. Τον Οκτώβρη ανοίγει το αγκαθωτό κουκούλι, «η ζίνα» και τα αστραφτερά κάστανα πέφτουν στο χώμα. Κάθε μέρα μαζεύουν αυτά που έχουν πέσει για να προλάβουν τα ποντίκια, τους σκίουρους και τα αγριογούρουνα (που εννοείται είναι η καλύτερη τροφή τους) κι από την άλλη, για να μην προλάβουν τα φύλλα που πέφτουν συνεχώς να τα σκεπάσουν.
Όλα τα κτήματα με τις καστανιές έχουν ένα ξύλινο καλύβι με δίριχτη επικλινή λαμαρινοσκεπή (να γλυστράει και το χιόνι), όπου μπαίνουν εργαλεία, λινάτσες, τσουβάλια κτλ. Σε ένα από αυτά τα καλύβια, έκανε την τελευταία του εμφάνιση ο Άρης Βελουχιώτης το 1945 λίγο πριν το θάνατο του.