Στα παραδοσιακά μίντια, εκτός από την εύλογη ανησυχία της επιβίωσης, η πανδημία εφερε και κάτι καινούριο όσον αφορά στο περιεχόμενο. Η «αρθρογραφία της μελλοντολογίας» εμφανίστηκε με τον πλανήτη κλειδωμένο σπίτι του, παρήγαγε ένα παγκόσμιο “pop hit” με το κείμενο του Γιουβάλ Νώε Χαράρι στους Financial Times για τον «κόσμο μετά τον κορωνοϊό» κι ώθησε χιλιάδες ακόμα διανοητές, επιστήμονες, πολιτικούς, καλλιτέχνες και δημοσιογράφους να προσεγγίσουν την επόμενη μέρα. Καθισμένοι μπροστά σε ψηφιακές γυάλινες σφαίρες, ερμηνεύοντας τα πρώτα νούμερα της οικονομικής καθιζησης κι αναψηλαφίζοντας τα sci-fi δυστοπικά σενάρια που δεν πιστεύαμε ποτέ ότι η ζωή θα μιμηθεί, επιχειρούν να περιγράψουν μια νέα πραγματικότητα. Κάποιοι προβάλλοντας την οικουμενική επιθυμία ενός αισιόδοξου σεναρίου, κάποιοι άλλοι προσπαθώντας εντελώς διάφανα να ελέγξουν την αφήγηση και να επιβάλλουν ατζέντα.

Είμαι κάπως δύσπιστος. Όχι γιατί ο κόσμος δεν αλλάζει ήδη. Αλλά, γιατί όσοι μιλάνε με βεβαιότητα για ριζικές αλλαγές μου δίνουν την εντυπώση ότι το κάνουν ακριβώς γιατί φοβούνται ότι δε θα συμβει καμία. 

Ο κόσμος αλλάζει, λοιπόν. Σε δύο στάδια. 

Είναι οι μικρές αλλαγές στην καθημερινότητά μας που γίνονται όλο και πιο εμφανείς (παρότι αντιφατικές μεταξύ τους) με την σταδιακή άρση των περιορισμών. Θα επιστρέψουμε στις δουλειές μας; Θα ξαναπάμε στο γραφείο; Θα δουλεύουμε από το σπίτι; Θα αντέξουν οι επιχειρήσεις το πρώτο ωστικό κύμα ύφεσης; Θα υπάρξει προστασία των εργασιακών δικαιωμάτων; Θα πάμε διακοπές; Θα ξαναταξιδέψουμε γρήγορα; Θα κουβαλάμε μαζί μας και κάποιο άλλο, υγειονομικού τύπου, διαβατήριο; Πότε θα ξαναπάμε σινεμά; Ποια είναι η επόμενη συναυλία που θα παρακολουθήσουμε; Πόσο ακόμα εδαφος θα κερδισει το home entertainment έναντι οποιασδήποτε συλλογικής εμπειρίας με ότι συνεπάγεται αυτό για την εξέλιξη της iCulture; Και, κυρίως, πόσο άνετα θα αισθανόμαστε με όλα αυτά; Πόσο γρήγορα θα ξανασυμμετάσχουμε στη νέα ζωή; «Η διαφορά στην ποιότητα ζωής θα είναι εξισου σημαντική αν το γραφείο είναι ανοιχτό και η παμπ όχι», έγραψε -όχι κάποιος οδηγός πόλης- αλλά o Economist. Με όλο και περισσότερους ανθρώπους σε όλο τον κόσμο να είναι ένα μισθό (ή ένα επίδομα) μακριά από το να μην μπορούν να πληρώσουν το νοίκι, βγαίνοντας από την καραντίνα με συμπιεσμένη καταναλωτική δύναμη, μπορούμε να προσθεσουμε και τη διάσταση η παμπ (ή η ταβέρνα, ή το καφενείο) να είναι όντως ανοιχτή. Αλλά να μην μπορείς να πας.

Κι από την αλλη, όλα αυτα μαζί, και πολλά περισσότερα, περιπλέκονται στη μεγάλη εικόνα. Έφερε ο κορωνοϊός το βίαιο «τέλος της παγκοσμιοποίησης» (ακόμα και στην “slowbalization” μορφή που είχε πάρει μετά την χρηματοοικονομική κρίση του 2008); Είμαστε σίγουροι ότι οδηγούμαστε σε έναν κόσμο που -περιχαρακωμένος σε κλειστά σύνορα- θα είναι πιο ασφαλής; Με 35 εκατομμύρια νέους ανέργους σε δύο μήνες πώς θα ανακάμψουν χωρίς ανθρωπιστική κρίση οι ΗΠΑ; Πώς θα βρουν τον βηματισμό τους χώρες και οικονομίες που τσακίστηκαν από απώλειες και σκληρό lockdown, όπως η Ιταλία και η Ισπανία; Τι επιπτώσεις θα έχει σε χώρες όπως η Ελλάδα η συρρίκνωση του τουρισμού; Θα αντέξουν οι εύθραυστες ισορροπίες εντός της ΕΕ, όσο τα τοπικά ακροατήρια ενδιαφέρουν τους ηγέτες της περισσότερο από την επιβίωση της ένωσης; Πόσο θα λήξει το ντέρμπι για την παγκόσμια ηγεμονία μεταξύ ΗΠΑ-Κίνας σε ένα ματς που πια διαιτητής είναι ο ιός και το καθοριστικό σφύριγμα μπορεί να είναι η καταγωγή της ανακάλυψης του εμβολίου; Ζουν οι ΗΠΑ την δική τους «στιγμή του Σουέζ», μια ενδεχόμενη επανεκλογή Τραμπ θα επισημοποιήσει την υποβάθμισή τους από τους οίκους αξιολόγησης υπερδυνάμεων (όπως συνεβη τo 1956 με το φινάλε της βρετανικής αυτοκρατορίας); Μήπως όλα αυτά ωχρειούν μπροστά στο επείγον της κλιματικής κρίσης που, λίγους μήνες μετά την αναγόρευση της Γκρέτα Τούνμπεργκ σε πρόσωπο της χρονιάς από το περιοδικό Time, μοιάζει να έχει επιστρέψει στις πίσω σελίδες; 

***

Η βαθιά οικονομική κρίση του 2008 μπορεί να ανέδειξε την παραλυτική απληστία του νεοφιλελεύθερου μοντέλου, μπορεί να το κλόνισε, αλλα δεν το γκρέμισε. Ο καπιταλισμός έχει άλλωστε αυτή τη μαγική ευελιξία. Να μετατρέπει σε t-shirt τον αντικομφορμιστικό λόγο ενός πάνκ συγκροτήματος, να καταφεύγει στο κράτος όταν αγνοείται το «αόρατο χέρι της αγοράς», να ανταποδίδει το χαμόγελο στην Ιστορία που μας κάνει πλάκα τους τελευταίους μήνες. Κατά τους οποίους, αφρικανικές χώρες έκλεισαν τα σύνορά τους σε πολίτες ευρωπαϊκών χωρών, το Μεξικό απείλησε να κάνει το ίδιο στις ΗΠΑ, γιγαντιαίοι αερομεταφορείς εθνικοποιούνται από τα ίδια τα κράτη που διευκόλυναν το μονοπώλιό τους κι ο βρετανός πρωθυπουργός Μπόρις Τζόνσον, παρότι θατσερική καρικατούρα, σχεδόν 35 χρόνια μετά διαψεύδει την «Σιδηρά Κυρια»  διαπιστώνοντας ότι τελικά… “there is such thing as society” (είπε κι εθνικοποίησε τους σιδηρόδρομους).

Το καινούριο δόλωμα είναι το φετίχ με την «κανονικότητα». Μπορεί στην Ελλάδα να έγινε πολιτικό σλόγκαν και να προκαλεί συγκεκριμένες ταυτίσεις, αλλά το δίπολο “back to normal”/ “new normal” αποτελεί και στον υπόλοιπο κόσμο το ιερό δισκοπότηρο της στιγμής. Προσπαθώντας να την υπερασπιστούν ως κεκτημένο τους στην προηγούμενη κρίση, οι ελίτ την παραμόρφωσαν. Η «κανονικότητα» που προέκυψε μετά το 2008 έκανε mainstream ακροδεξιούς, φασίστες κι εθνικιστές βαζοντάς τους σε κοινοβούλια και κυβερνήσεις, ευνόησε τις αφηγήσεις που προκάλεσαν πολιτικά γεγονότα όπως ο Τραμπ και το Brexit, απέρριψε το κοινωνικό κράτος ως πολυτέλεια, διαβάθμισε τα ανθρώπινα δικαώματα στοχοποιώντας τον πρόσφυγα/μετανάστη ως απειλή (και τώρα τον εγκλωβίζει σε κλειστά κέντρα κράτησης για να επιβεβαιωθεί ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία η θεωρια της «υγειονομικής βόμβας»).

‘Freedom of opinion is free’ / ‘Fascism is stupid’. Διαδηλωτής στο Μίττε του Βερολίνου, Μάϊος, 2020 EPA/CLEMENS BILAN

Σήμερα, από τη μία έχουμε την, πανθομολογούμενη πια, ανάγκη για επενδύσεις στα εθνικά συστήματα υγείας και την στήριξη όσων βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή (σε πολύ σημαντικό ποσοστό μετανάστες κι εκπρόσωποι μειονοτήτων), ενώ από την αλλη είναι βάσιμος ο φόβος ότι η πανδημία έρχεται να ενισχύσει την ξενοφοβία που εκφράζουν ηγέτες-κλειδιά σε όλον τον κόσμο. (Ας μην ξεχνάμε ότι εν μέσω πανδημίας ο Βίκτορ Όρμπαν διεύρυνε τις έκτακτες αρμοδιότητες της κυβέρνησής του κάνοντας πολλούς να  χαρακτηρίσουν την Ουγγαρία ως «πρώτη δικτατορία στην ιστορία της Ευρωπαϊκής Ένωσης».) 

Έχουμε επίσης τη βάσιμη ανησυχία μήπως η επιτακτική ανάγκη της τηλεργασίας καταλήξει μια κακή διαδικτυακή έκδοση του gig economy. Έχοντας δει μάλιστα το Airbnb, αφού απορρύθμισε την αγορά ακινήτων στις περισσότερες μητροπόλεις, να απολύει 25% των εργαζομένων του και την Uber να καταφεύγει στο food delivery για να αντισταθμίσει την πτώση των εσόδων από την παύση των μετακινήσεων. Ο φόβος ότι η «οικονομία του 90%» θα υιοθετήσει όλες τις ευέλικτες πρακτικές που θεωρούταν απαραίτητο να ρυθμιστούν προ κορωνοϊού είναι απόλυτα υπαρκτός. 

Έχουμε αναπόφευκτα και μια νέα βιοπολιτική συνθήκη. Η Ναόμι Κλάιν, πάντα απαισιόδοξη (ή προειδοποιητική;) προέβλεψε πρόσφατα μια πανδημική εκδοχή του Δόγματος του Σοκ, εκπεφρασμένη από τις εταιρείες-γίγαντες στον τομέα της τεχνολογίας. Περιέγραψε ένα μέλλον που στο όνομα της «εξατομικευμένης άνεσης» διανέμει τη «ζωή κατ’ οίκον» στους προνομιούχους και στο όνομα πια, όχι μόνο της ασφάλειας αλλά, και της υγειονομικης προστασίας κάνει σχεδόν κάθε κίνηση, λέξη ή συναλλαγή τους ανιχνεύσιμη κι αξιοποιήσιμη ως data. Την ίδια ώρα που δεκάδες εκατομμύρια άνθρώπων σε όλο τον κόσμο δουλεύουν εντελώς απροστάτευτοι σε αποθήκες, κέντρα επεξεργασίας δεδομένων, μονάδες επεξεργασίας τροφίμων και κάθε είδους ηλεκτρονικά sweatshops. 

Ο ηλικιωμένος ποδηλάτης χρησιμιποιεί 62 κινητά τηελέφωνα για να πιάσει Pokemon στην New Taipei City, Μάϊος 2020. EPA/DAVID CHANG

Ακόμα κι αν η δυστοπία της Κλάιν δεν επαληθευθεί, η «οικολογία της πληροφορίας» γίνεται ακόμα πιο κρίσιμος παράγοντας για την επόμενη μέρα. Η έκρηξη των social media, η βιομηχανία των fake news, η αποθέωση του hate speech, ο εγκλωβισμός σε οικείες ψηφιακές φούσκες που «βρίσκουμε πάντα το δίκιο μας», μας έχουν φέρει σε ένα σημείο που η αλήθεια έχει την μικρότερη σημασία από ποτέ. Αν προσθέσει κανείς την αναμενόμενη συνωμοσιολογία γύρω από τον ιό, τότε αυτό το ολέθριο κοκτέιλ γίνεται το χειρότερο δυνατό καύσιμο για ένα restart. Είναι αυτό το κοκτέιλ που χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον για να επικρατήσουν οι ακραίοι ή για να μπει ένα φρένο σε πολιτικές φιγούρες όπως ο Μπέρνι Σάντερς ή ο Τζέρεμι Κόρμπιν που υποσχέθηκαν ότι θα στρίψουν το τιμόνι αλλιώς (χωρίς φυσικά να έχουμε την παραμικρή εγγύηση ότι θα το κανουν). Μέχρι να «συγκρουστούν με την πραγματικότητα», όπως βιάστηκαν να συμπέρανουν τα ίδια μίντια που τους αποδόμησαν.

Μόνο που τώρα η πραγματικότητα αλλάζει. Και υπάρχει ανάγκη για άλλου είδους, πολιτικά και κοινωνικά, αντισώματα σε αυτήν την ειδική συνθήκη συναγερμού κι ανασφάλειας. Η μελλοντολογία θριαμβεύει μεν, όμως το μόνο σίγουρο είναι ότι η πανδημία επισημοποίησε το τέλος των βεβαιοτήτων. Το τέλος των «μη εναλλακτικών». Σε μια ριψοκίνδυνη διατύπωση, το τέλος του «τέλους της ιστορίας» και της μεταπολιτικής συνθήκης που δημιούργησε.

Το αίτημα όμως δεν αλλάζει. Παραμένει το ίδιο, κι ας ακούγεται κλισέ, με τον κόσμο προ πανδημίας. Και είναι, όχι φυσικά το τελος (κανείς δεν είναι τόσο αφελής) αλλά, η διαχείριση των ανισοτήτων. Την ίδια ώρα που ο Τζεφ Μπέζος της Amazon ετοιμάζεται να γίνει στις ΗΠΑ ο πρώτος trillionaire του ύστερου καπιταλισμού, ο οικονομολόγος Τομά Πικετί γράφει στον Guardian: «Το παρόν καθεστώς της ελεύθερης κυκλοφορίας κεφαλαίων που στήθηκε, στα 80s και στα 90s, υπό την επιρροή των πλουσιότερων χωρών -ειδικά στη Ευρώπη- ευνοεί την φοροδιαφυγή των πολυεκατομμυριούχων και των πολυεθνικών (…) Αν θελουμε να διατηρήσουμε αυτην την ελεύθερη κίνηση, πρέπει να την παντρέψουμε με κοινή φορολογία και κοινή κοινωνική πολιτική που συμπεριλαμβάνει κοινή επένδυση σε υγεία κι εκπαίδευση».

Είναι μια ιδέα. 

Πώς μπορούμε να την πραγματοποιήσουμε, όμως, αν δεν επανεφεύρουμε τον ρόλο της πολιτικής; Όχι ως εγγυητή μιας δήθεν ομαλής ροής των πραγμάτων αλλά ως αποφασιστικού disruptor που θα οδηγήσει σε δικαιότερες κοινωνίες;


Το κείμενο γράφτηκε στις αρχές Μαϊου, σχεδόν 20 μέρες πριν τη δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ, κι αναδημοσιεύεται από το e-book Αγώνας σε Καιρούς Αβεβαιότητας: Ανθρώπινα Δικαιώματα και Πανδημία. Πρόκειται για μια έκδοση του ελληνικού τμήματος της Διεθνούς Αμνηστίας με 26 κείμενα από ακτιβιστές/ριες, πανεπιστημιακούς, ερευνητές και δημοσιογράφους σχετικά με την ανάγκη ανάγκη συστηματοποίησης του πού βρισκόμαστε και πού θέλουμε να πάμε την επόμενη μέρα της πανδημίας σε σχέση με τα ανθρώπινα δικαιώματα.

Μπορείτε να το κατεβάσετε δωρεάν εδώ.

Παναγιώτης Μένεγος