Την Επόμενη Μέρα σε Ποια «Κανονικότητα» Επιθυμούμε να Επιστρέψουμε Ακριβώς;

To 2020 μοιάζει σαν ένα έτος σε αναστολή. Προς το τέλος του πρώτου κιόλας μήνα του άρχισε να γίνεται αντιληπτό ότι κάτι συμβαίνει στην Κίνα. Τον Φεβρουάριο η γειτονική Ιταλία ξεκίνησε να μπαίνει στο στόχαστρο της προσοχής, από τον Μάρτιο που ο Παγκόσμιος Οργανισμός κήρυξε πανδημία, η Ευρώπη έγινε το νέο επίκεντρο. Σήμερα ο μισός πλανήτης βρίσκεται υπό κάποιο καθεστώς καραντίνας.

Σε αυτή τη συνθήκη που κυριαρχούν οι φόβοι για το δεύτερο επερχόμενο κύμα του ιού, οι ειδήσεις για τα χιλιάδες θύματα που ακόμα καταγράφονται καθημερινά παγκοσμίως,  οι ανησυχίες για τις ψυχολογικές και κοινωνικές συνέπειες του παρατεταμένου εγκλεισμού αλλά και οι εκτιμήσεις για μια βαθιά παγκόσμια οικονομική κρίση, στο μυαλό όλων βρίσκεται η επόμενη μέρα. «Σταδιακή και μακρόσυρτη», λέει ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, Στέλιος Πέτσας, θα είναι η μετάβαση στην κανονικότητα.

Η ζωή μπορεί να μην επιστρέψει στην κανονικότητα, φέρεται να δήλωσε ο Άντονι Φάουτσι στις ΗΠΑ. Η ακριβής δήλωση είναι «θα επιστρέψουμε στο κανονικό όταν μπορούμε να λειτουργήσουμε ως κοινωνία αλλά η επιστροφή στην προ-κορωνοϊού συνθήκη μπορεί να μην συμβεί ποτέ με την έννοια ότι η απειλή θα είναι εκεί».

Ο Έζρα Κλάιν, συνιδρυτής του αμερικάνικου μέσου ενημέρωσης Vox, έγραψε πρόσφατα ένα άρθρο στο οποίο μιλά για τα εναλλακτικά σχέδια για την επόμενη μέρα στις ΗΠΑ. Γράφει χαρακτηριστικά ότι ενώ αναζήτησε τα σχέδια αυτά για να βρει παρηγοριά, όλα τους λένε, με διαφορετικό τρόπο, το ίδιο πράγμα: Ακόμα κι αν μπορεί κανείς να φανταστεί τις μεγάλες πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές αλλαγές που είναι αναγκαίες για την επιτυχή διαχείριση της κρίσης, δεν υπάρχει «κανονικό» στον ορίζοντα για το ορατό μέλλον.

Στο The Atlantic δημοσιεύθηκε άρθρο που ανέλυε τα 4 πιθανά χρονοδιαγράμματα για την επιστροφή στη κανονικότητα. Εκεί ξεχωρίζει η φράση: «η ζωή θα επιστρέψει στο κανονικό, αν και, την ίδια στιγμή, εντελώς αλλαγμένη».

Οι σχετικές αναφορές πληθαίνουν τις τελευταίες ημέρες. Όσο βαθαίνει η συζήτηση για την επόμενη μέρα, τόσο περισσότερο θα μιλάμε για την χαμένη κανονικότητα, την αναζήτησή της ή τη νέα εκδοχή της. Αναπτύσσεται ένα υπο-είδος αρθρογραφίας με χαρακτηριστική θεματολογία τη νοσταλγία της κανονικότητας. Ο Στίβεν Τέιλορ, καθηγητής κλινικής ψυχολογίας, γράφει στην εφημερίδα Guardian ότι η ζωή μπορεί να μην επιστρέψει στο «κανονικό» για την γενιά που διαμορφώθηκε από τον κορωνοϊό, ενώ ακόμη και στο Foreign Press δημοσιεύθηκε άρθρο με τίτλο «Η κανονική οικονομία δεν θα επιστρέψει ποτέ». Εκεί ο καθηγητής ιστορίας, Άνταμ Τούζι, γράφει: «Μπορεί να ελπίζουμε ότι τα πράγματα θα επιστρέψουν στο κανονικό. Αλλά πως θα το καταλάβουμε; Εξάλλου, τα πράγματα έμοιαζαν κανονικά τον Ιανουάριο, λίγες εβδομάδες πριν ο κόσμος σταματήσει. Αν η ριζική αβεβαιότητα ήταν μια ανησυχία στο παρελθόν, σήμερα είναι μια παρούσα πραγματικότητα».

Σε συνθήκες κρίσης, αστάθειας, όταν η κοινωνία κινείται σε αχαρτογράφητα νερά, όπως η τρέχουσα, είναι κατανοητή η επιθυμία επιστροφής σε μια μορφή κοινωνικής –ή ακόμα και πολιτικής- κανονικότητας. Αυτή η επιθυμία από τα κάτω κάνει την κανονικότητα να αποκτά μια δύναμη ως λέξη, γίνεται ένα σημαίνον με σημαντικό πολιτικό φορτίο.

Τα παραπάνω αποσπάσματα δείχνουν γλαφυρά ότι ποτέ η επίκληση αυτής της κανονικότητας δεν αναφέρεται στην αποκατάσταση του status quo ante. Κρύβει μια παραγωγική διαδικασία κατασκευής μιας νέας. Η κανονικότητα δεν είναι φυσική, δεν ανακαλύπτεται, παράγεται με ρηματικούς, βιοπολιτικούς, κανονιστικούς όρους. Στιγμές κρίσης, όπως αυτή, δείχνουν επίσης ότι όχι μόνο η νέα κανονικότητα δεν θα έχει κάτι το κανονικό, με την έννοια του φυσικού, του αυτονόητου ή του αναγκαστικού αλλά το ίδιο ίσχυε και με αυτό που θεωρούσαμε πριν ως κανονικό. Τίποτε δεν το καθιστούσε κανονικό πέρα από την επιβολή ή/και την αποδοχή του.

Για αυτό συναντούμε κι αμφισβητήσεις αυτού του κανονικού αλλά και της ίδιας της επιθυμίας επιστροφής σε εκείνο. Η Γουέντι Μπράουν συμμετείχε σε μια σειρά σύντομων κειμένων που δημοσίευσε πρόσφατα το Los Angeles Review of Books και μιλά στο τέλος για αυτήν την πανταχού παρούσα επιθυμία να «επιστρέψουμε στο κανονικό» – το κανονικό των εγκαταλελειμμένων άστεγων πληθυσμών, το κανονικό της οικονομίας που καταστρέφει τον πλανήτη, το κανονικό της διαστρωμάτωσης και της απόρριψης με βάση τη φυλή, την τάξη, το φύλο και το κανονικό της επιστροφής των αφεντικών του σύμπαντος στους θρόνους τους.

Ήταν άραγε αυτό κανονικό; Θέλουμε την επιστροφή σε αυτήν την κανονικότητα;

Ο Φράνκο Μπεράρντι, ιταλός φιλόσοφος κι ακτιβιστής, απαντά κοφτά στο ημερολόγιο που κρατά στο blog των εκδόσεων Verso ότι η κανονικότητα δεν πρέπει να επιστρέψει.  «Η κανονικότητα ήταν αυτή που άνοιξε τον δρόμο στην πανδημία. (…) Η επιστροφή στην καπιταλιστική κανονικότητα θα ήταν μια κολοσσιαία ηλιθιότητα», γράφει. 

«Δεν θα επιτρέψουμε στην κανονικότητα, γιατί η κανονικότητα ήταν το πρόβλημα» – Χιλή, πριν λίγους μήνες.

Η στάση του Μπεράρντι θυμίζει το σύνθημα στη Χιλή που είχε γίνει viral τον Νοέμβριο: «Δεν θα επιτρέψουμε στην κανονικότητα, γιατί η κανονικότητα ήταν το πρόβλημα». Το σχήμα της επιστροφής στην κανονικότητα είχε χρησιμοποιηθεί από την πολιτική εξουσία εν μέσω της κοινωνικής εξέγερσης που είχε ξεσπάσει στη χώρα. Το παραπάνω  σύνθημα ήταν μια από τις δημιουργικές μορφές αντίδρασης του κινήματος, το οποίο επιχείρησε να υπονομεύσει τον κυρίαρχο λόγο που άρθρωνε απέναντί τους η εξουσία.

Πρέπει να δοθεί ο αγώνας απέναντι στην επαναφορά ενός κανονικού που δεν ικανοποιούσε τις ανάγκες των πολλών και στην επιβολή ενός νέου κανονικού που μπορεί να είναι ακόμα χειρότερο για την κοινωνική πλειοψηφία

Το σχήμα της επιστροφής στην κανονικότητα το έχουμε δει και στην Ελλάδα. Από το 2013 κιόλας, η εφαρμογή των μνημονιακών μέτρων συνδέθηκε με την μετάβαση της χώρας στην ευρωπαϊκή κανονικότητα. Χρησιμοποιήθηκε ευρέως από την κυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ όσο κι από αυτή των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, με διαφορετικό περιεχόμενο και σειρά συνδηλώσεων (πολιτικές, οικονομικές, κοινωνικές). Ακόμα και μετά το κλείσιμο του τυπικού μνημονιακού κύκλου, ο λόγος της κανονικότητας πλανάται στη δημόσια σφαίρα, ακόμα και σε μια πιο μπανάλ εκδοχή με αισθητικές συνδηλώσεις. Αυτό που πρέπει να αποφύγουμε  στην Ελλάδα είναι η επιστροφή στην κανονικότητα των μνημονίων με «τα εργαλεία βασανισμού της τροϊκας και των αυστηρών μέτρων λιτότητας», όπως τα χαρακτήρισε πρόσφατα ο Υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Ο πολιτικός ανταγωνισμός μοιάζει κι αυτός να έχει ατονήσει, ίσως και λόγω της λεγόμενης «συσπείρωσης γύρω από τη σημαία». Αυτός είναι, όμως, που τροφοδοτεί τη δημοκρατία. Ο πολιτικός ανταγωνισμός δεν σημαίνει μικροκομματικές αντιπαραθέσεις και πολιτικαντισμούς ούτε περιορίζεται στη φυσική δράση –αν κι είναι απαραίτητη- η οποία εύλογα έχει περιοριστεί εν μέσω καραντίνας. Χρειάζεται η πολιτική φαντασία, ο εναλλακτικός πολιτικός λόγος, τα οράματα. Η κίνηση των ιδεών να μείνει ενεργή. Έτσι θα πρέπει να δοθεί ο αγώνας απέναντι στην επαναφορά ενός κανονικού που δεν ικανοποιούσε τις ανάγκες των πολλών και στην επιβολή ενός νέου κανονικού που μπορεί να είναι ακόμα χειρότερο για την κοινωνική πλειοψηφία. Το είδαμε σε διεθνές επίπεδο μετά την πρόσφατη οικονομική κρίση. Θα πρέπει, ακόμα βαθύτερα, να προβληματοποιηθεί και η ίδια η έννοια του κανονικού που ασκεί μεγάλη κοινωνική έλξη. 

Το κοινωνικό κράτος και το δημόσιο εθνικό σύστημα υγείας απέδειξαν ξανά την σημασία τους για την πρόοδο της ανθρωπότητας. Αυτά κι όχι η αγορά μπορούν να μας οδηγήσουν στο μέλλον.

Κάθε κρίση γεννά δυνητικά τον δικό της λόγο για την κανονικότητα. Εκεί που το πεδίο της αμφισβήτησης και της διερώτησης για το μέλλον ανοίγει, ο λόγος για την κανονικότητα μπορεί να επιχειρήσει να επιβάλει τα ασφυκτικά όρια των «αφεντικών του σύμπαντος»  στη σκέψη. Κάθε εξαρθρωμένο κοινωνικό σύστημα, θα πρέπει φυσικά να συναρθρωθεί ξανά. Δεν μπορεί να βρίσκεται σε συνθήκες ρήξης, αναταραχής, σε κρισιακές δηλαδή συνθήκες για παρατεταμένο διάστημα. Η διαπάλη λόγων και ιδεών στοχεύει ακριβώς σε αυτό. Η «κανονικότητα», όμως, κρύβει έναν εξουσιαστικό πυρήνα. Αυτή είναι και η σημασία της ερώτησης του Άνταμ Τούζι παραπάνω «πως θα το καταλάβουμε το κανονικό;». Το κανονικό δεν εντοπίζεται κάπου εκεί έξω. Κηρύσσεται. Και φυσικά μετά αναπαράγεται. Ακολουθώντας το κλασικό ρητό του Καρλ Σμιτ, θα μπορούσαμε να πούμε ότι κυρίαρχος είναι όποιος αποφασίζει όχι μόνο για την κατάσταση έκτακτης ανάγκης αλλά και όποιος αποφασίζει για την κανονικότητα. Αυτές οι δυο αποφάσεις θα μπορούσαν να είναι οι δυο όψεις της κυριαρχίας.

Άνθρωποι απολαμβάνουν τον ελεύθερο χρόνο τους στο πάρκο Tempelhofer Feld, στο Βερολίνο της Γερμανίας EPA / OMER MESSINGER

Η νέα συνάρθρωση του κοινωνικού πεδίου θα πρέπει να βασίζεται σε μια ανοικτού ορίζοντα διαδικασία θεσμοποίησης και διαπραγμάτευσης της κοινωνικής συναίνεσης. Μια διαδικασία συμπεριληπτική, στη βάση κοινά αποδεκτών αξιών. Η πανδημία και ο τρόπος διαχείρισής της θα αφήσουν σίγουρα ένα αποτύπωμα στη κοινωνία, κυρίως γιατί η πανδημία εγγράφεται βιωματικά ως ενεργός δυνατότητα λόγω του βαθμού αλληλοσύνδεσης που έχει επιτευχθεί με την παγκοσμιοποίηση. Το κοινωνικό κράτος και το δημόσιο εθνικό σύστημα υγείας απέδειξαν ξανά την σημασία τους για την πρόοδο της ανθρωπότητας. Αυτά κι όχι η αγορά μπορούν να μας οδηγήσουν στο μέλλον.

Με αυτά τα δεδομένα, θα ήθελα να επικαλεστώ ως βασική αρχή της επόμενης μέρας αυτήν την ίδια αρχή που ο φανταστικός χαρακτήρας του Πάπα Ιωάννη Παύλου Γ’, που έπλασε ο Πάολο Σορεντίνο στο αιρετικό The New Pope, ήθελε να θέσει στην Καθολική Εκκλησία: «Η αποστολή μας είναι να αναγνωρίσουμε, να εκτιμήσουμε και να προστατεύσουμε την ευθραυστότητα – αυτή την ευθραυστότητα που κρύβεται στο αδιαπέραστο κρύο της νύχτας και στο κρυστάλλινο κρύο του μεσημεριού-όπου κι αν υπάρχει ευθραυστότητα, υπάρχει η Εκκλησία».

Όπου υπάρχει ευθραυστότητα, όπου υπάρχει ευαλωτότητα εκεί να υπάρχει και το αναγεννημένο κοινωνικό κράτος που θα στήσουμε ξανά στα πόδια του, ακόμα πιο δυνατό.

Ο Αντώνης Γαλανόπουλος υποψήφιος Διδάκτωρ στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ
POPAGANDA