Τις τελευταίες μέρες έχουμε γίνει όλοι θεατές σε μια δημόσια -προσωπική ωστόσο- αντιπαράθεση μεταξύ της προέδρου του Αρείου Πάγου και ενός συνταγματολόγου του Πανεπιστημίου Αθηνών. Οι προσωπικότητες και το έργο αμφότερων στον τομέα τους δεν έχει τόση σημασία εν προκειμένω, μιας και το θέμα έχει φτάσει να εκφεύγει των πλαισίων μιας απλής διαφοράς ιδιωτών και να να αποκτά διαστάσεις ακήρυχτου πολέμου και μάλιστα τρόπον τινά εμφυλιακού ανάμεσα σε δύο κλάδους που από κοινού υποτίθεται ότι θα έπρεπε να λειτουργούν ως θεματοφύλακες των εγγυήσεων ενός κράτους Δικαίου, συνταγματικά εκ-πορευόμενου και αποκλειστικά σε αυτό δεσμευμένου. Τουλάχιστον σε μια πρώτη ανάγνωση, διότι το τι αυτή η διένεξη μπορεί να σηματοδοτεί για τις παραπάνω εγγυήσεις και τα θεσμικά ερείσματα, είναι θέμα που ακουμπά πλέον στον πυρήνα της Δημοκρατίας και αφορά κάθε έναν πολίτη ξεχωριστά και αυτόνομα, σχετικών και άσχετων με το δικαιικό αντικείμενο.
Δύο φαίνεται να είναι εδώ τα διακυβεύματα. Το πρώτο έχει να κάνει με την ελευθερία της έκφρασης και τους συνεπαγόμενους περιορισμούς της όπως εκφράζεται ως δικαίωμα από τους φορείς της και κατοχυρώνεται στο άρθρο 14§1 του Συντάγματος. Μπορούμε ωστόσο όλοι να εκφραζόμαστε ελεύθερα και να ασκούμε κριτική για τα κακώς κείμενα στη δημόσια σφαίρα; Είναι ανάλογο αυτό το δικαίωμα με τον ρόλο που καταλαμβάνουμε μέσα στην κοινωνία και μέχρι πού εκτείνεται; Το δεύτερο έχει να κάνει με την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης (αρ.87 Σ) ως εξουσίας που συνίσταται όχι μόνο στην αδέσμευτη άσκησή της από πολιτικές παρεμβάσεις, αλλά και στην αρνητική της διάσταση, στην αποχή δηλαδή των λειτουργών της τόσο από την κατάληψη δημόσιων αξιωμάτων, όσο και στη διατύπωση εκ μέρους τους κρίσεων πολιτικά χρωματισμένων ή προσδιοριζόμενων από αυτές. Γίνεται επομένως άμεσα αντιληπτό ότι το δικαίωμα αυτό της ελεύθερης έκφρασης πεποιθήσεων ή σχολιασμού που επιφυλάσσει το Σύνταγμα για κάθε πολίτη ανεξαιρέτως, φαίνεται να υποχωρεί έστω και εν μέρει σε ορισμένες περιπτώσεις όπως στο παράδειγμα των δικαστικών λειτουργών, για χάρη προστασίας της ανεξαρτησίας τους και της καθαρότητας των δικανικών τους κρίσεων. Εύλογα επίσης αναμένει κανείς ότι -αν και κάτι τέτοιο δεν ορίζεται ρητά στο Νόμο- ως εξουσία σε δημοκρατικό πολίτευμα, η Δικαιοσύνη οφείλει να δείχνει μεγαλύτερη ανοχή από τον «μέσο όρο» (αν υπόθεσουμε ότι μπορεί αυτός να οριστεί) στην άσκηση κριτικής καθώς είναι σε θέση να επιβάλλει κυρώσεις.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, το δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασης αντικατοπτρίζεται στο πρόσωπο τόσο της προέδρου του Αρείου Πάγου μέσω της πρωτοβουλίας που έλαβε να αποστείλει επιστολή σε ομόλογούς της ευρωπαίους δικαστές και αφορούσε μια σειρά ζητημάτων της ελληνικής πολιτικής επικαιρότητας, όσο και στο πρόσωπο του Έλληνα συνταγματολόγου που με τη σειρά του άσκησε κριτική στην πρόεδρο του Αρείου Πάγου, για την δράση της όχι ως δικαστικής λειτουργού, αλλά ως παράγοντα πολιτικής διαμόρφωσης της κοινής γνώμης. Και ακριβώς στο σημείο αυτό ξεκινάει η προβληματική αυτής της υπόθεσης. Στο κατά πόσο δηλαδή η πρόεδρος υπερέβη τον θεσμικό της ρόλο και εισήλθε σε αχαρτογράφητα για δικαστικό λειουργό νερά, με συνέπεια να λάβει θέση υποκειμένου κριτικής που είθισται να ασκείται στις πράξεις πολιτικών προσώπων. Από κει και πέρα, το αν οι χαρακτηρισμοί που χρησιμοποίησε ο κ. Καθηγητής με τη ιδιότητά του αυτή θίγουν πράγματι την τιμή και την υπόληψη της προέδρου, ή κατά πόσο αυτή η έγκληση θα τελεσφορήσει, είναι ζήτημα κατά βάση νομικό και καλό θα ήταν οι κρίσεις για εκκρεμείς υποθέσεις να επαφίενται στους αποκλειστικά αρμόδιους, τους δικαστές δηλαδή που θα αναλάβουν. Θα ήταν ωστόσο ανακριβές να θεωρήσει κανείς ότι η διάκριση των εξουσιών (αρ.26Σ) είναι απόλυτη, όταν υπάρχει το αρ. 90§5 του Συντάγματος που ορίζει ότι η επιλογή της ηγεσίας των ανώτατων δικαστηρίων γίνεται από το υπουργικό Συμβούλιο-ρύθμιση που βέβαια υπάρχει (και σε μεγαλύτερο βαθμό) και σε άλλες έννομες τάξεις, δεν παύει παρόλα αυτά να αποτελεί ένα σημείο αμφιλεγόμενο γαι την πολυπόθητη ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης.
Η σημασία όμως της κίνησης αυτής είναι συμβολική και ισοδυναμεί με την επίδειξη πυγμής από πλευράς της ανώτατης στην ιεραρχία δικαστικής λειτουργού σε οποιονδήποτε/α αμφισβητήσει όχι τη θεσμική της κυριαρχία, αλλά τον κυριαρχικό της αντίκτυπο. Μια κίνηση που ακροβατεί επικίνδυνα στα όρια του συνταγματικά ανεκτού και πάντως παραπέμπει σε απολυταρχικές πρακτικές, εντελώς ασύνδετες με τον θεσμικό της ρόλο. Αυτό το οποίο είναι το πιο σοβαρό εδώ, είναι να αναλογιστεί κανείς πόσο έχει πληγεί το δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης, όταν ένας καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου που δε χρησιμοποιεί καταφανώς προσβλητικές εκφράσεις, διώκεται για την άρθρωση αντιλόγου και κριτικής σε έναν φορέα εξουσίας. Τότε με τι σθένος και κυρίως τι φόβο θα επιχειρήσει να προβεί σε αντίστοιχες κρίσεις στο πλαίσιο θεμιτής και επιβεβλημένης κριτικής ο οποιοσδήποτε άλλος, όταν το επιτάσσουν οι συνθήκες;
Το ζήτημα ωστόσο γίνεται ακόμα εντονότερο όταν πλέον στη διαμάχη αρχίζουν να εμπλέκονται και οι επαγγελματικοί σύλλογοι που αντιπροσωπεύουν τον καθένα από τους διαδίκους με εκατέρωθεν διατυπώσεις, με τον μεν ΔΣΑ να δηλώνει την ανησυχία του και τον προβληματισμό του γι’ αυτή την εξέλιξη και τη δε ένωση εισαγγελέων και δικαστών να παίρνει θέση ξεκάθαρης στήριξης της προέδρου του μετατρέποντας έτσι ουσιαστικά την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης σε ζήτημα συνεχνιακού συμφέροντος και καθιστώντας το προσωπικό δημόσιο και το δημόσιο πολιτικό. Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι η πρόεδρος του ΑΠ ανήρτησε στην επίσημη ιστοσελίδα του ανώτατου δικαστηρίου της χώρας την απάντησή της στο κείμενο στήριξης 14 Συνταγματολόγων προς το συνάδελφό τους, σαν να επρόκειτο για το προσωπικό της ιστολόγιο ενώ η υπογράφουσα το κείμενο στήριξής της, Πρόεδρος της Ένωσης, είναι η μάρτυρας υπεράσπισής της. Και αναπόφευκτα φυσικά γεννάται το ερώτημα, ποιος δικαστής θα βρεθεί να δικάσει μια τέτοια έγκληση και πώς θα διασφαλιστεί η αμεροληψία της δικανικής του κρίσης.
Όλα τα παραπάνω δεν είναι μερικοί ακόμη νομικοί προβληματισμοί προορισμένοι να απαντηθούν από τους επαΐοντες, είναι ζήτημα βαθιά κοινωνικό και σκιαγραφεί ανάγλυφα όλη την εύλογη ανησυχία που έχει εκτεθεί τις τελευταίες μέρες, και ίσως αποτελούν μια ακόμη ένδειξη μιας κοινωνίας σε κρίση. Και η κρίση αντανακλάται νομοτελειακά και στους θεσμούς που μέχρι τώρα ακόμα και με όλες τις ανεπάρκειές τους, αποτελούσαν το έσχατο αντίβαρο σε μια ζυγαριά που γέρνει επικίνδυνα σε οτιδήποτε άρρωστο έχει ξυπνήσει μέσα στην κοινωνία και απειλεί να καταλύσει όσα χρειάστηκαν αγώνες ασύλληπτους στον κοινό νου για να εδραιωθούν. Κι αφού οι ενδείξεις συνήθως πυροδοτούν δράσεις και η δράση αντίδραση, μπορούμε πλέον όλοι να είμαστε έτοιμοι γι’ αυτό.