«γεννήθηκα το τριάντα ένα, είχα άλλα τέσσερα αδέλφια, όλα άντρες, τώρα ζει ο ένας μόνο. η μάνα μου η μαρουλιώ ήρθε πρόσφυγας από απέναντι, από την κάτω παναγιά το εικοσιδύο. ο πατέρας μου ήταν χωροφύλακας στο χωριό, η μάνα του ήταν από τη σιδηρούντα κι ο πατέρας του πρόσφυγας. αγάπησε τη μάνα μου και την έκλεψε, στην αρχή πήγαν στην λαγκάδα, τον έδιωξαν από την αστυνομία γιατί απαγορευόταν να κλέψεις κοπέλα, το ήξερε όμως. όταν γύρισαν στο χωριό πήγαινε με τον παππού μου με τη βάρκα για ψάρεμα. επιάνανε πολλά και μεγάλα ψάρια, με το πριόνι τα κόβανε, αψάρευτα βλέπεις τότε τα νερά, τρεις τέσσερις ψαράδες ήταν όλοι κι όλοι, πρόσφυγες, οι καλαμωτούσοι δεν ψαρεύανε. λεφτά δεν είχαν τότε οι αθρώποι, πηγαίναν τα ψάρια στα σπίτια και τους δίνανε λάδι, σιτάρι, καρπούς, που εμείς δεν είχαμε.
όταν όμως ήρτανε οι γερμανοί, επιτάξανε τις βάρκες και δεν μπορούσαν να ψαρεύουν. φτώχεια, πείνα. οπότε είπανε να φύγουμε, να πάμε απέναντι στο χωριό μας, στην κάτω παναγιά. σούρουπο ήτανε, με τα γαιδούρια φτάσαμε στο λιλικά και μας περίμενε ο πατέρας μου με τη βάρκα μας. και με το κουπί ξεκινήσαμε έντεκα άθρωποι μέσα, μωρό ο αδελφός μου στην αγκαλιά της μάνας μου. μόλις ανοιχτήκαμε όμως, στα μισά περίπου, μας έπιασε κακοκαιρία, ‘κείνα τα κύματα! σκεπάζανε τη βάρκα. τι να κάμομε, λέει ο πατέρας μου να πάμε πίσω, που όμως; θα μας σκοτώνανε οι γερμανοί, στο τέλος βγήκαμε στον καταρράκτη, ήξερε εκείνος τους ψαράδες, και κει δεν είχε γερμανούς, μας κρύψανε σε μια αποθήκη, σκεπάσανε τη βάρκα σε έναν αχυρώνα, μας φέρανε ψωμάκι, ότι είχανε οι αθρώποι. μας ψάχνανε όμως, ήρθε ο αστυνομικός από το χωριό να μας γυρεύει, είπε στους ψαράδες ότι ήταν φίλος του πατέρα μου, συναντηθήκανε του ‘πε: ‘μαύρε, καρακώστας ήταν το επίθετο του, μαύρο τον εξέραν όλοι, να φύγετε, καλύτερα να πνιγείτε παρά να σας πιάσουν οι γερμανοί, πρώτα θα σκοτώσουν μπροστά σου τα παιδιά σου και μετά εσένα.
όταν τελείωσε ο πόλεμος μας ρώτησαν που θέλουμε να πάμε, στην αθήνα ή να γυρίσουμε στη χίο. ο πατέρας μου παρακαλούσε τη μάνα μου να πάμε στην αθήνα που δίνανε οικόπεδα στους πρόσφυγες, εδώ τι είχαμε; τίποτα. εκείνη όμως δεν ήθελε.
τελικά μια μέρα μείναμε στον καταρράκτη, το βράδυ με μια πιο μεγάλη βάρκα και άλλοι πολλοί μέσα ξεκινήσαμε, με τέσσερα κουπιά, έδωσε ο θεός μπουνάτσα και φτάσαμε απέναντι. στην αρχή φοβηθήκαμε γιατί είδαμε φωτιά, αλλά ήταν κι άλλοι πολλοί σαν εμάς. το πρωί ήρθαν οι τούρκοι, μας φέρθηκαν καλά, στην αρχή μας πήγαν στο χωριό μας, στην κάτω παναγιά. σκέψου η μάνα μου δυο φορές πρόσφυγας, πρόσφυγας στο χωριό της τώρα. μετά μας πήγαν στο τσεσμέ, σαράντα μέρες μας είχαν σε μια μεγάλη αποθήκη, μας τάιζαν είδε φαγητό το στομάχι μας, ήρθε κι ο πρόξενος, της αγγλίας ήτανε; μετά μας βάλανε σε δυο μεγάλα καΐκια, μας σκεπάσανε με λινάτσες, δεν έπρεπε να φαίνεται ότι μεταφέρονται άνθρωποι, θα μας βομβάρδιζαν τα στούκας.
ύστερα από δυό-τρεις μέρες φτάσαμε στη κυρήνια, στην κύπρο. και να δεις στην προβλήτα υποδοχή, στρατιωτικοί, δεσποτάδες, κόσμος. για ποιους; για μας τους πρόσφυγες, τους φτωχούς, τους ψειριάρηδες. είμασταν γεμάτοι ψείρρες, μας πήγαν στην αρχή σε ένα χωριό, το μαυροβούνι για απολύμανση και μετά μας μοιράσανε σε σπίτια στις πόλεις, εμείς πήγαμε στην λάρνακα και μετά στην αμμόχωστο. μας βγάλαν κάρτα ότι ήμασταν πρόσφυγες και δεν πληρώναμε τίποτα. ζήσαμε πλούσια τέσσερα χρόνια. τους άντρες τους πήραν στο στρατό στη μέση ανατολή, ο πατέρας μου ήταν σε ναρκαλιευτικό, ερχόταν το πλοίο συχνά στην κύπρο και έτσι τον βλέπαμε.
όταν τελείωσε ο πόλεμος μας ρώτησαν που θέλουμε να πάμε, στην αθήνα ή να γυρίσουμε στη χίο. ο πατέρας μου παρακαλούσε τη μάνα μου να πάμε στην αθήνα που δίνανε οικόπεδα στους πρόσφυγες, εδώ τι είχαμε; τίποτα. εκείνη όμως δεν ήθελε. ‘στην καλάμωτη γέννησα τα παιδιά μου, εκεί θα ζήσουμε’ έτσι γυρίσαμε εδώ, εγώ ήμουν δεκαέξι χρονών πήγαινα παραδουλεύτρα σε σπίτια, τα αδέλφια μου φύγανε, ο αντώνης μας σκοτώθηκε με το μοτοσακό εικοσιτεσσάρων χρονών παλικάρι. μόλις μεγάλωσα παντρευτήκαμε με το σιδερή, σιγά σιγά αγοράσαμε κάτι σχοιναράκια, κάναμε καμίνια, δουλεύαμε στα χωράφια. ζήσαμε. γέννησα το μιχάλη και το γιώργο, ο μιχάλης στα δεκατέσσερα του μπάρκαρε και στα δεκαεφτά έφυγε για την αμερική, στο βαλτιμόρι, το εβδομήντα τρια. είκοσι χρόνια έκαμε να ρθει, γιατί ήταν πως το λένε ανυπότακτος, μετά που κάνανε ένα νόμο, πλήρωσε και ήρθε. παντρεύτηκε την αμερικάνα, τα εγγόνια μου δεν τα ξέρω γιατί δεν μιλούν ελληνικά. έρχεται συχνά, τελευταία φορά ήρθε πριν τέσσερα χρόνια. πήγα και γω και τους βρήκα το ογδόντα και ο σιδερής το ογδόνταένα. δε μου άρεσε καθόλου, ο γιος μου δούλευε, έλειπε, δεν είχα άθρωπο να μιλήσω.”
«οι καλαμωτούσοι σας βοηθήσανε τα πρώτα χρόνια, όταν ήσουν παιδάκι;» ανεβάζει το βλέμμα και το κεφάλι της, «λίγοι. α γιάννη ξέχασα να σου πω, που ζητιάνευα· όταν ήρθαν οι γερμανοί, δεν είχαμε να φάμε, πήγαινα στο ελεοτριβείο και παρακαλούσα να μου δώσουν λίγο λάδι, δεν μου δίναν όλοι.»
με τη χριστίνα βρεθήκαμε στο πλατσάκι της πατωσάς, στο χωριό καλαμωτή της χίου, το σάββατο δεκατέσσερις σεπτεμβρίου του δύο χιλιάδες δεκατρία, στη σκιά κάτω από το γιασεμί, εκεί κάθεται με τις γειτόνισσες της και τον σιδερή το καλοκαίρι και τις λιακάδες του χειμώνα.