Η αντιφασιστική νίκη. Η πιο φωτεινή στιγμή του 2020!

Πιστεύω ακράδαντα ότι το 2020 δεν αξίζει στην ημερολογιακή μας ιστορία. Μπορεί να διαγραφεί ως ελάχιστη αποκατάσταση για την καταχνιά, την απελπισία και το θάνατο που σκόρπισε.

Μια μέρα μόνο να διασώσουμε, την 7η του Οκτώβρη, την πιο φωτεινή στιγμή μιας ερεβώδους εποχής, τη στιγμή που οι αγώνες και οι θυσίες πολλών ετών συμπυκνώθηκαν σε μια απόφαση, μια κραυγή και τόνους δακρύων.

Βλέπεις, η απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων για τη ναζιστική εγκληματική οργάνωση της Χρυσής Αυγής, δε σφραγίστηκε μόνο με τα μελάνια της ελληνικής δικαιοσύνης, σφραγίστηκε πρωτίστως με το αίμα των θυμάτων και το αίμα έχει μια ανυπέρβλητη αρχαϊκή ιερότητα που δεν κάμπτεται από τα μαχαίρια και τις ιαχές.

Πεντέμισι χρόνια ήταν πολλά και κάποια από αυτά κύλησαν μοναχικά και αθόρυβα, σαν μια παράλληλη πραγματικότητα με τη ζωή που εξελισσόταν άλλοτε στη βολικά θλιβερή ρουτίνα της κι άλλοτε με εύθυμες ή δυσάρεστες αναλαμπές.

Κι ίσως μόνο η Μάγδα Φύσσα, οι άνθρωποι της Πολιτικής Αγωγής και του Golden Dawn Watch ξέρουν να μας πουν με ακρίβεια πόσα βήματα απέχει η έξοδος του μετρό «Αμπελόκηποι» από την είσοδο της αίθουσας Τελετών του Εφετείου και κυρίως με πόση δυσκολία κάποιες φορές τα έκαναν, μέχρι τουλάχιστον να συντονιστούν τα βήματα όλων μας έξω από το συγκεκριμένο πολεοδομικό τετράγωνο της οδού Αλεξάνδρας στις 7 του Οκτώβρη.

Η απόφαση ήταν δίκαιη, καθώς ανταποκρινόταν στον τεράστιο όγκο του αποδεικτικού υλικού που εισφέρθηκε στη διαδικασία. Στις λεπτομέρειες της μπορούν να εντοπιστούν ορισμένες αναντιστοιχίες, όπως ήταν η μετατροπή της κατηγορίας για την επίθεση στους συνδικαλιστές του ΠΑΜΕ από κακουργηματική σε πλημμεληματική ή οι εξαιρετικά επιεικείς ποινές που αποδόθηκαν για τις κατηγορίες της επίθεσης εις βάρος των Αιγύπτιων αλιεργατών και για την ένταξη σε εγκληματική οργάνωση.

Ωστόσο, στη βάση της η απόφαση ήταν ιστορική, αφού αναγνώριζε ότι η Χρυσή Αυγή εν συνόλω συνιστά εγκληματική οργάνωση και ότι τα εγκλήματα τελέστηκαν κάτω από την ομπρέλα της και δεν εξακοντίστηκαν στη σφαίρα της εξατομικευμένης συμπεριφοράς, όπως επιθυμούσαν τα στελέχη της ναζιστικής συμμορίας και όπως εισηγήθηκε η εισαγγελέας. Οι δικονομικές πτυχές αυτής της υπόθεσης είναι, όμως, λίγο πολύ γνωστές κι έχουν αναλυθεί κι από δω αρκετά. 

Αυτό που κυρίως θέλω να επισημάνω στο τέλος μιας δυσβάσταχτης χρονιάς είναι ότι η δίκη της Χρυσής Αυγής αποτελεί κοινωνιολογικό και ανθρωπολογικό καθρέφτη για το μέγεθος των ανθρώπων, για το πόσο μικραίνουν ή μεγαλώνουν όταν στέκονται μπροστά ιστορία. Και δε μιλάω μόνο για τους χρυσαυγίτες που ζάρωσαν όταν έβγαλαν τις μαύρες μπλούζες και βρέθηκαν αντιμέτωποι με τις ευθύνες των πράξεων τους, για την υπερχειλίζουσα θρασυδειλία τους και την ποταπότητα της ατομικής διάσωσης. Μιλάω, επίσης, και για όλες εκείνες τις απίθανες προσωπικότητες του πολιτικού, μιντιακού ή «καλλιτεχνικού» κόσμου που έβλεπαν με ευμένεια αν όχι με απροκάλυπτη συμπάθεια τη δράση της Χρυσής Αυγής και την ώρα της ετυμηγορίας εξαϋλώθηκαν. Για την εισαγγελέα ως εκπρόσωπο του πιο συντηρητικού κομματιού του δικαστικού σώματος που αθέτησε μέχρι και τα προσχήματα μιας στοιχειωδώς αμερόληπτης στάσης. Για ένα ολόκληρο σύστημα, αστυνομικό, πολιτικό, οικονομικό που εξέθρεψε τη Χρυσή Αυγή και στο τέλος απλά σκούπισε άτσαλα τα χέρια του χωρίς καμία αυτοκριτική.

Στον αντίποδα πολλοί άνθρωποι απλοί, χωρίς προσβάσεις στα κέντρα εξουσίας, αποδείχθηκαν μεγάλοι και ανεκτίμητοι. Οι μάρτυρες που τα βαλαν με τα θηρία σ’ένα χορό παρενοχλήσεων και απειλών, οι επιζώντες της ναζιστικής βίας και οι οικογένειες των θυμάτων που δεν αποσύρθηκαν στην εσχατιά του πόνου – επιλογή για την οποία ουδείς θα τους κατηγορούσε- αλλά αφοσιώθηκαν στο σκοπό της δικαίωσης κι έγιναν ζωντανά υποδείγματα ψυχικού σθένους, οι δικηγόροι της Πολιτικής Αγωγής που περιφρονητικά ο πάντα αμετροεπής Μιχάλης Χρυσοχοΐδης αποκάλεσε «διασημότητες»,  λησμονώντας ότι δεν ήταν ούτε «διασημότητες», ούτε μεγαλοδικηγόροι με παχυλές αμοιβές και σταθερό μιντιακό στασίδι αλλά άνθρωποι που εργάστηκαν εθελοντικά με αίσθηση κοινωνικού καθήκοντος και αναδείχθηκαν χάρη στην άοκνη δουλειά τους που δεν εξαντλήθηκε μόνο στην κατάθεση τεκμηρίων, γνώσης και επιχειρημάτων μα και ψυχής, οι δημοσιογράφοι που κάλυψαν συστηματικά τη δίκη και βεβαίως τα μέλη του Golden Dawn Watch που φρόντισαν για την καταγραφή. Δίπλα σε όλους αυτούς και αυτές, το αντιφασιστικό κίνημα που μ’ έναν πλουραλισμό δράσεων και μαχητικότητας, έδωσε καύσιμο και φωνή. Ήταν πασίδηλη η αγωνιώδης προσπάθεια πολιτικών και μιντιακών κύκλων να αποκοπεί η δικαστική απόφαση για τη Χρυσή Αυγή από τη δυναμική του αντιφασιστικού κινήματος, να περιχαρακωθεί στα στενά όρια της δικαστικής διευθέτησης και ως εκ τούτου να απομειωθεί η ακτινοβολία της. Δεν ευοδώθηκε, όμως. Ο,τι διαδραματίστηκε μέσα στη δικαστική αίθουσα ήταν σε ακατάλυτη ενότητα με ό,τι συνέβαινε έξω από αυτήν κι έτσι βιώθηκε με κορύφωση τη μεγαλειώδη αντιφασιστική συγκέντρωση στις 7 Οκτώβρη. Αλήθεια, πόσο τρομερά υπέροχο είναι οι άνθρωποι για μια στιγμή να αψηφούν τις πειθαρχικές νουθεσίες, τη μικρο – λογιστική της ζωής τους, την ψηφιοποίηση της πραγματικότητας τους για να συνδεθούν ενσώματα σε μια τομή που υπερβαίνει τον καθένα και την καθεμία ξεχωριστά αλλά συνέχει όλους;

Αφήνει εκκρεμότητες και παρακαταθήκες το τέλος της δίκης. Για την κοινωνικά, πολιτικά – θα έπρεπε και ποινικά –  υπόλογη Ελληνική Αστυνομία υπάρχει η εκκρεμότητα της σύλληψης των κατάδικων ναζί που διέφυγαν σκανδαλωδώς. Ας μη γελιόμαστε, η διαφυγή του υπαρχηγού της Χρυσής Αυγής Χρήστου Παππά είναι ανεξήγητη, αδικαιολόγητη και ύποπτη. Σ’ ένα άλλο κράτος μάλλον θα συνεπαγόταν την παραίτηση του αρμόδιου Υπουργού και του αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας. Εδώ, η κυβέρνηση προσπάθησε να υποβαθμίσει το γεγονός με την ενορχηστρωμένη σιωπή της και να ανακατευθύνει την ενεργεία της αστυνομίας στη βίαιη εκτόνωση σε πολίτες, περαστικούς, παιδιά, νέους, πρόσφυγες. Γι’ αυτό της έφυγαν άλλοι δύο, ο Σωτήρης Δεβελέκος και ο Άκης Θεοδώρου, κατηγορούμενοι για την επίθεση στη Φαβέλα. Η σύλληψη τους, λοιπόν, και η διερεύνηση των ευθυνών στους κρατικούς θεσμούς είναι μια επείγουσα εκκρεμότητα.

Η ολοκλήρωση της δίκης της Χρυσής Αυγής δε σημαίνει το τέλος, ούτε καν σε δικαστικό επίπεδο. Υπάρχουν πολλές ακόμα δικές που έπονται με δράστες είτε μέλη/ στελέχη της Χρυσής Αυγής, είτε άτομα που εμφορούνται από φασιστικά και ρατσιστικά κίνητρα, μεταξύ αυτών και η υπόθεση της δολοφονίας του Ζακ Κωστόπουλου. Είναι σημαντικό να πλαισιωθούν κοινωνικά, να μην αφεθεί κανένα άτομο και καμία οικογένεια μόνη απέναντι σε αδίστακτους γραφειοκρατικούς μηχανισμούς και απέναντι σε δράστες που είναι έτοιμοι να τραυματίσουν ή να σκοτώσουν ξανά τα θύματα τους. Η αξία του κοινωνικού ελέγχου, της καταγραφής, της δημοσιοποίησης, της έμπρακτης υποστήριξης είναι κρίσιμη για να γύρει η συχνά χαλασμένη πλάστιγγα της δικαιοσύνης στην πλευρά του δικαίου. Και χωρίς να ξεχνάμε ότι ακολουθεί η εκδίκαση της υπόθεσης για την εγκληματική οργάνωση σε δεύτερο βαθμό. Υπάρχουν διοικητικές εκκρεμότητες, όπως για παράδειγμα, να πράξει το ελληνικό κράτος τα δέοντα, ώστε να επιτραπεί στον αδερφό του Σαχζάτ Λουκμάν να ζήσει και να εργαστεί στην Ελλάδα, σύμφωνα με την επιθυμία που έχει εκφραστεί από την οικογένεια του. Είναι ένα χρέος που πρέπει να ξεπληρωθεί σ’ αυτούς τους ανθρώπους με τη συγκινητική ευγένεια που υπέφεραν αφάνταστα από το μίσος.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

Από κει και πέρα, ισχύει στο ακέραιο ότι η διάλυση της Χρυσής Αυγής δε σηματοδοτεί την εξάλειψη του φασιστικού κινδύνου, καθώς οι ιδεολογίες που τον συνθέτουν, ο ρατσισμός, ο σεξισμός, η ομοφοβία, ο μισαναπηρισμός, ο αντισημιτισμός υπάρχουν διάχυτες στην ελληνική κοινωνία, κυοφορώντας το κακό. Ακροδεξιοί θύλακες παραμένουν ενεργοί στην κοινωνία και στον κρατικό μηχανισμό και αξιοποιούν κρισιακές συγκυρίες, όπως οι προσφυγικές ροές ή η πανδημία για να αρθρώσουν μισαλλόδοξο, συνωμοσιολογικό, αντι – κοινωνικό λόγο και να αυξήσουν το έρεισμα τους. Ακόμα περισσότερο προβληματίζει η συνεχής ακροδεξιά διολίσθηση του πολιτικού σκηνικού.

Λίγο πριν την απόφαση. Φωτογραφία: Αλέξανδρος Κατσής

Η στρατηγική της απ- ανθρωποίησης που εφαρμόζεται στο προσφυγικό ζήτημα με τις παράνομες επαναπροωθήσεις και το συνωστισμό των προσφύγων σε άθλια κέντρα κράτησης και καταυλισμούς, η αυταρχικοποίηση μέσω της γενικευμένης καταστολής και της δραματικής περιστολής δημοκρατικών δικαιωμάτων, η κουλτούρα αστυνόμευσης και επιτήρησης της καθημερινότητας, το εμπόριο εθνικοφροσύνης και ακατάσχετης θρησκοληψίας, η ιδεολογική και σημειολογική παλινδρόμηση στο σκοταδιστικό τρίπτυχο «πατρίς – θρησκεία – οικογένεια» και η πρωτοφανής χειραγώγηση της ενημέρωσης συνιστούν επίσημες ακροδεξιές επιστρώσεις στο κυβερνητικό οικοδόμημα. Σε αντίθεση με τις ανιστόρητες ψευδαισθήσεις, αυτές οι πολιτικές δε χαλιναγωγούν την ακροδεξιά, αφομοιώνοντας την. Αυτό που πετυχαίνουν είναι να της προσδώσουν νομιμοποίηση και να της αφήσουν χώρο να καταλάβει στη θέση των ακρωτηριασμένων τμημάτων της δημοκρατίας. Το κράμα είναι δηλητηριώδες και η αντιφασιστική νίκη το πολυτιμότερο αντίδοτο που διαθέτουμε.

Αν το αναλογιστείς, πολλές κοινωνίες μέσα στο τυρρανικό 2020 είχαν τις εξαίσιες ρωγμές τους που επιβεβαίωσαν ότι ο κόσμος εξακολουθεί να γυρίζει ακόμα και δεν ακινητοποιήθηκε σε μια δυστοπική χαράδρα. Για τις Ηνωμένες Πολιτείες ήταν το Black Lives Matter, για την Πολωνία ήταν οι συγκεντρώσεις των γυναικών ενάντια στην απαγόρευση των αμβλώσεων, για την Γαλλία οι μαζικές κινητοποιήσεις που ανέτρεψαν το νόμο για την ποινικοποίηση της καταγραφής της αστυνομικής βίας, για τη Χιλή οι πανηγυρισμοί υπέρ της αναθεώρησης του Συντάγματος, για την Αργεντινή η μεγάλη φεμινιστική γιορτή για τη νομιμοποίηση των αμβλώσεων, για την Αλβανία το ξέσπασμα της οργής για την εν ψυχρώ δολοφονία ενός νεαρού από αστυνομικούς.

Για την Ελλάδα, λοιπόν, ήταν η αντιφασιστική νίκη. Έδωσε οξυγόνο σ’ έναν λαό χειμαζόμενο, στο μέσο μιας πανδημίας, με πολλά μνημόνια, πολλή πίκρα, πολλή βία στην πλάτη του κι έναν ορίζοντα αβεβαιότητας μπροστά του. Κατέρριψε με πάταγο τις εμπεδωμένες νοοτροπίες του αδρανούς πεσιμισμού, τύπου «τίποτα δεν πρόκειται να αλλάξει», «που να μπλέκω τώρα», «ας κοιτάξω τη δουλειά μου» ή «δεν έχει νόημα». Έδειξε ότι έχει νόημα, ότι οι άνθρωποι όταν ξεβολεύονται, όταν αντιδρούν, όταν ενώνονται σ’ έναν κοινό σκοπό, μπορούν να τον πιάσουν με τα χέρια τους και να πλάσουν έναν ομορφότερο κόσμο.

Φωτογραφία: Αλέξανδρος Κατσής

Αυτά πέτυχε η αντιφασιστική νίκη και σίγουρα υπάρχουν πράγματα που δεν πέτυχε, γιατί δεδομένα δε θα μπορούσε. Η οδύνη παραμένει οδύνη. Οι άνθρωποι που βίωσαν την απώλεια θα συγκατοικούν μαζί της. Θα τους λείπει πάντα ένας γιος, ένας αδερφός, ένας φίλος. Αυτή η απουσία είναι δυσαναπλήρωτη και τίποτα δε μπορεί να την υποκαταστήσει. Μένει μόνο η παρηγορητική πεποίθηση ότι η θυσία των παιδιών τους δεν έμεινε αδικαίωτη και ο απεριόριστος σεβασμός όλων μας, γιατί ο αγώνας που έδωσαν είναι οδοδείκτης. Η Χάνα Αρεντ έγραφε: «Οι ζοφεροί καιροί δεν είναι κάτι καινούργιο, δεν αποτελούν κάτι σπάνιο στην Ιστορία… Και στους πιο ζοφερούς καιρούς έχουμε το δικαίωμα να περιμένουμε μιαν έκλαμψη και ότι μια τέτοια έκλαμψη ενδέχεται κάλλιστα να έρθει από το αβέβαιο, τρεμουλιάρικο και συχνά ασθενικό φως, που ορισμένοι άνθρωποι θ’ ανάψουν με τη ζωή και το έργο τους και θα το σκορπίζουν όσο ζουν». Όλοι αυτοί οι άνθρωποι, τραυματισμένοι ή πενθούντες, βρήκαν το κουράγιο να ανάψουν ένα φως, εμπνέοντας χιλιάδες άλλους να βγουν από το σκοτάδι. Στις νέες καταστροφές που μας κυκλώνουν, να θυμηθούμε να κρατήσουμε τη λάμπα αναμμένη. 

Μαρία Λούκα

Share
Published by
Μαρία Λούκα