Hangover ή hanging on; Τέσσερις σημειώσεις για το εκλογικό αποτέλεσμα

Φωτογραφία: Αγγελική Κορωναίου / FOSPHOTOS

1. Η Χρυσή Αυγή ως φασιστική παράκρουση δεν έχει και τόσους οπαδούς, εκτός αν κάποιοι οπαδοί έκαναν την καρδιά τους πέτρα κι έριξαν ψήφο προς ενίσχυση δεξιών κομμάτων ηπιότερων τόνων αλλά ευρύτερης αποδοχής. Αν ισχύει κάτι τέτοιο, σημαίνει ότι η βάση της Μέσης Δεξιάς έχει συρρικνωθεί περαιτέρω, δεδομένου του ποσοστού που έλαβε. Σε κάθε περίπτωση, πολλοί αρνήθηκαν το φασιστικό κάλεσμα παρά τις ακραίες συνθήκες που επικρατούν στο προσφυγικό εξαιτίας του νέου ευρωπαϊκού μισανθρωπισμού. Στη Σουηδία, η οποία δεν είναι χώρα υποδοχής, η ακροδεξιά με παντιέρα κατά των μεταναστών και των προσφύγων ανέρχεται πλέον σε πρώτο κόμμα. Η μη επικράτηση της ουγγρικής γραμμής Ορμπάν υπήρξε η ευχάριστη έκπληξη της Κυριακής, ειδικά αν ληφθεί υπόψη η νέα τάση «δε λέω τι ψηφίζω γιατί ντρέπομαι». Το ότι η Χρυσή Αυγή αναδείχθηκε σε τρίτο κόμμα σχετίζεται περισσότερο με την αποχή και συνεπώς την απάρνηση άλλων κομμάτων, χωρίς ασφαλώς αυτό να δημιουργεί ευθύνες για τους απέχοντες. Ευθύνες φέρουν αποκλειστικά όσοι ψήφισαν το μόρφωμα που ανέλαβε την «πολιτική ευθύνη» ενός φόνου. Τελικά όμως δεν ζούμε ανάμεσά τους, εκείνοι ζουν ανάμεσά μας. 

2. Ο λαός -για την ώρα- δεν ξεχνά. Όχι μόνο τι σημαίνει δεξιά αλλά και πώς η συγκεκριμένη, εγχώρια δεξιά κινήθηκε από τις αρχές της μεταπολίτευσης ως και την εποχή διαχείρισης των μνημονίων. Επιπροσθέτως, η ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας δεν υπήρξε ό,τι ελκυστικότερο. Για την ακρίβεια, όσοι ψηφοφόροι έλκονται από macho, «να ουμ» μαγκιά στράφηκαν αλλού (το συγκεκριμένο πορτοκάλι το κάνουν κι άλλες πορτοκαλιές). Ένα διαφορετικό επίπεδο απαιτείται από τη Νέα Δημοκρατία ώστε να προσελκύσει τους πιο καλόγουστους πρώην ψηφοφόρους της από τα στρώματα της αστικής ευγένειας. Η εικόνα που προέβαλε ο νυν αρχηγός, εκούσια ή ακούσια, φαίνεται να υπήρξε ασύμβατη με το Μένουμε Ευρώπη. Ωστόσο δεν θα είναι εύκολο να βρει εκπροσώπους υψηλών προδιαγραφών η Νέα Δημοκρατία, καθώς υπάρχει έλλειψη ορατή σε όλο το πολιτικό φάσμα. Σε γενικές γραμμές εξάλλου, οι λέξεις Νέα Δημοκρατία και ΠΑΣΟΚ προκαλούν σε πολλούς ψηφοφόρους συμπτώματα που κυμαίνονται από déjà vu ως αναγούλα. Ίσως αν άλλαζαν όνομα προς αποφυγή συνειρμών; Λέω τώρα αν και δε μου πέφτει λόγος.

Φωτογραφία: Παναγιώτης Τζάμαρος / FOSPHOTOS

3. Το ποσοστό αποχής χρήζει πολιτικής ερμηνείας (εδώ είπαμε πρόκειται για σημειώσεις). Με τόσα κόμματα στο μπουφέ κι ένα Ποτάμι για πλατσούρισμα μάλλον δεν ευσταθεί το επιχείρημα ότι οι οπαδοί της αποχής δεν έβρισκαν τι να ψηφίσουν. Η πιο πειστική εξήγηση είναι η επανεμφάνιση του καθόλου πρωτόγνωρου φαινομένου «απόσυρση», το οποίο συγγενεύει με (αλλά διαφοροποιείται από) το φαινόμενο «αδράνεια». Τα κρούσματα εμφανίζονται σε πολίτες που δεν έχουν συνήθως κατασταλάξει ως προς την πολιτική τους ταυτότητα ή που ταυτίζονται με το «κέντρο» ως στοκάρισμα επί των κοινωνικών ανταγωνισμών. Το «κέντρο» δεν τα πάει καλά στην εποχή της παγκοσμιοποίησης (βλ. Σημείωση 1). Η placebo ουδερότητα δεν λειτουργεί σε περιόδους πόλωσης οι οποίες διαμορφώνονται βιοπολιτικά παρά ιδεολογικά. Το φαινόμενο πάντως έχει μελετηθεί εδώ και χρόνια εις βάθος, ευρισκόμενο να αποτελεί μείζον στοιχείο (σε σχήμα και βάρος μασίφ σταυρού) επί της πλάτης της ασθμαίνουσας δημοκρατίας στον καπιταλιστικό ανήφορο. Η χρησιμότητα της αποχής στη συγκεκριμένη συγκυρία ήταν το ότι κατέδειξε πως υπάρχουν περισσότεροι αριστεροί στη χώρα απ’ ό,τι είχαν κάποιοι (και εγώ) υποθέσει: οι ψηφοφόροι ΛΑΕ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ΚΚΕ, διαφόρων μου-λου κι ένα ουχί ευκαταφρόνητο ποσοστό όσων ψήφισαν ΣΥΡΙΖΑ. Κατά τις (πρόσφατες) εποχές που η πολιτική σκηνή είχε συρρικνωθεί σε ντέρμπι μνημονιακών – αντιμνημονιακών ήταν αδύνατο να εκτιμηθεί η διεύρυνση της αριστεράς. Εκπληκτικό ότι κατέβηκε στις κάλπες πάνω από το 50% των ψηφοφόρων μ’ όλα που γίνανε.

Βεβαίως υπάρχει κάποια αριστερά που έχει εδώ και δεκαετίες κόψει τα πάρε-δώσε με το Πάντα Κακό Κράτος. Είναι η DIY αριστερά. Στην καλύτερη εκδοχή της εκπροσωπήθηκε από τον John Holloway και λοιπούς σημαντικούς στοχαστές-ακτιβιστές. Σύμφωνα με την DIY αριστερά, η αριστερά στην εξουσία μεταλλάσσεται αυτόματα σε μη-αριστερά. Η πεποίθηση αυτή μπορεί να οδηγήσει πράγματι σε αποχή – έως και εφ’ όρου ζωής. Όμως όσοι προτίμησαν αποχή μετά την «ήττα-μετάλλαξη-προδοσία» του ΣΥΡΙΖΑ προφανώς εκπίπτουν της κατηγορίας αφού ψήφισαν στις εκλογές τους Ιανουαρίου. Οι όψιμοι οπαδοί της αποχής θεωρούν ενδεχομένως ότι πήραν μέρος σε ένα πείραμα αρχής του έτους το οποίο έληξε άδοξα στις 12 Ιουλίου, ημέρα που δεν πείστηκαν από το #thisisacoup. Το τελευταίο υπήρξε το πιο χρήσιμο, πολιτικά, σύνθημα στην Ευρώπη των τελευταίων δεκαετιών, και άρα το γιατί πολλοί και πολλές δεν πείστηκαν διά το αληθές της ρήσης εγείρει ερωτήματα. Που πρέπει να απαντηθούν ώστε να μη μετατραπούν οι όψιμοι σε μόνιμους οπαδούς της αποχής. Στην οποία περίπτωση οι πρωτεργάτες της θερινής μας coup θα έχουν κάθε λόγο να αυτο-συγχαίρονται για την επιτυχή τακτική τους στον πόλεμο που διεξάγουν υπέρ του κεφαλαίου. Όμως κάποια πρόσφατα μαντάτα από την Ευρώπη -για παράδειγμα, η εκλογή Κόρμπιν ως ηγέτη των βρετανών Εργατικών, η άνοδος φοιτητικού κινήματος κατά της λιτότητας στη Φινλανδία και λοιπά μικρά πλην μη αμελητέα- δείχνουν πως οι πρωτεργάτες δεν έχουν σβήσει όλες τις εστίες. Οι εστίες πρέπει να εκλείψουν με κάθε τρόπο και κυρίως με τον τρόπο «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα». Διότι έρχεται και το TTIP, μην ξεχνιόμαστε. Το γενικότερο ωστόσο πρόβλημα της DIY αριστεράς, όπως αποτυπώνεται διαχρονικά, είναι η αναποτελεσματικότητα. Όχι βεβαίως όταν δρα επί ζητημάτων που βαφτίζονται «ηθικά», όπως η απάλυνση του προσφυγικού δράματος (ζήτημα που, ας σημειωθεί, ενώνει ακριβώς όταν μεταφέρεται από το πολιτικό στο ηθικό πεδίο, καθώς η δεξιά δεν τίθεται κατά της φιλανθρωπίας). Όταν όμως η DIY αριστερά επιχειρεί να στραφεί κατά της οικονομικής καρδιάς του συτήματος, η αναποτελεσματικότητα των DIY τακτικών καθίσταται προφανής. Όπως είδαμε τόσο καθαρά το προηγούμενο επτάμηνο, το «σύστημα» αντιδρά λυσσαλέα όταν αμφισβητηθεί επίσημα, μέσω εκλεγμένων κυβερνήσεων. Μόνο όταν αμφισβητήθηκε σε αυτό το επίπεδο η λιτότητα μπορέσαμε να εκτιμήσουμε τόσο τα όπλα που έχει στη διάθεσή του ο νεο-φιλελευθερισμός όσο και την απουσία δισταγμών ως προς τη χρήσης τους. Το θέμα είναι πώς αντιδρούμε εφόσον έχουμε δει -ή ορθότερα βιώσει- τα παραπάνω.

Φωτογραφία: Παναγιώτης Τζάμαρος / FOSPHOTOS

4. Ορισμένοι αντέδρασαν ξαναψηφίζοντας το αριστερό κόμμα που συνέβαλε στα αποκαλυπτήρια. Παρά τους ενδοιασμούς. Ένα τμήμα των ψηφοφόρων έκρινε ότι επτά μήνες διακυβέρνησης-μετά-κολοσσιαίων-εμποδίων δεν ήταν αρκετοί για την ανάκληση του χρίσματος του ιππότη ΣΥΡΙΖΑ, έστω κι αν ο ιππότης κινδύνεψε ν’ αναδειχθεί στον Δον Κιχώτη της ευρωπαϊκής αριστεράς. Επίσης, όσοι ξαναψήφισαν ΣΥΡΙΖΑ δεν εντάσσονται σε μία και μόνο κατηγορία αριστερών ψηφοφόρων. Πρώτον, υφίσταται ακόμη η ταύτιση ΣΥΡΙΖΑ με την προώθηση κοινωνικών διεκιδικήσεων. Από πού ν’ αρχίσει κανείς; Από τα δικαιώματα των ΛΟΑΤ; Από τον διαχωρισμό εκκλησίας-κράτους; Από τη μεταρρύθμιση και αναβάθμιση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης; Αν ο ΣΥΡΙΖΑ παραμείνει στο «δεν καταργήσαμε την εγκύκλιο Λοβέρδου» (απαλλαγή από τα Θρησκευτικά μέσω δήλωσης μετανοίας του γονιού για το ότι δεν βάφτισε το παιδί του) δεν θα υπάρξει επιείκεια (βλ. το άρθρο του Δημήτρη Χριστόπουλου). Και υφίστανται πλείστα άλλα, τα οποία τέθηκαν σε δεύτερη και τρίτη μοίρα κατά τις βάρβαρες διαπραγματεύσεις αλλά που πλέον δεν θα υπάρξει δικαιολογία μη αντιμετώπισής τους. Συνοπτικά, πολλοί ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ επιθυμούν εκσυγχρονισμό στη βάση μιας φιλελεύθερης αριστερής αντίληψης για την κοινωνία στο σύνολό της. Ένα δεύτερο μείζον θέμα είναι η περίφημη διαφθορά. Ενδιαφέρον ότι ο Ερβέ Φαλτσιανί υποστήριξε ανοιχτά τον ΣΥΡΙΖΑ τονίζοντας την διαφορά του από τα κόμματα-τζάκια, αλλά δεν αρκεί. Γνωρίζουμε ότι όλο και κάποιος επιτήδειος θα βρεθεί. Το θέμα είναι πώς αντιδρά στον κάθε επιτήδειο μία κυβέρνηση που επιθυμεί να εξαιρείται από το «εξουσία=δαφθορά». Κάποιοι θα πουν ότι δεν υπάρχουν αρκετά πρόσωπα-υπεράνω-υποψίας ώστε να στελεχωθεί ο ΣΥΡΙΖΑ, ειδικά μετά τη διάσπαση. (Εδώ φαίνεται να μην υπάρχουν αρκετές γυναίκες, ας μην το πιάσουμε αυτό το αγκάθι.) Η βροχή δηλώσεων αποχώρησης έχει προβληματίσει έντονα – και όσους παρέμειναν ως ψηφοφόροι. Το μεγαλύτερο στοίχημα που οφείλει να κερδίσει ο ΣΥΡΙΖΑ είναι η ανεύρεση ικανών και αδιάφθορων στελεχών καθώς και το να μην προκαλείται κρίση γέλιου σε όποιον διαβάζει αυτή τη φράση. Όχι βέβαια ότι αντιμετωπίζει αποκλειστικά ο ΣΥΡΙΖΑ το συγκεκριμένο πρόβλημα (το ‘παμε και παραπάνω), αλλά ο ΣΥΡΙΖΑ κλήθηκε και δέχτηκε να κυβερνήσει, άρα οφείλει να βγάζει το κάθε φίδι απ’ την κάθε τρύπα.

Όσο για τη διάσπαση, όσοι αποχώρησαν σε στυλ «θέλω το κούτελο καθαρό» δεν ήταν -ως επί το πλείστον- οπορτουνιστές. Οι ίδιοι γνωρίζουν γιατί τίμησαν την πατροπαράδοτη τακτική της αριστεράς μπροστά στις αντιξοότητες, τα διλήμματα και τα αδιέξοδα που αναγκαστικά θα προέκυπταν στην πολιτική αρένα. Ελπίζω να κατανοήσουμε εν καιρώ τα κίνητρά τους και όσοι ψηφοφόροι επιλέξαμε κάποτε ένα κόμμα που θεωρήσαμε ότι συνδύαζε το μακροπρόθεσμο όραμα με την πάλη σε συνθήκες που δεν επέλεξε (παράφραση Καρλ Μ.). Άγνωστο πότε ο ελιγμός «παίρνω την τραγιάσκα μου και φεύγω» θα αντικατασταθεί από πολιτική ευρηματικότητα, διάλογο, αντιπαράθεση. Ομολογώ ότι καθόλου δεν με πείραζε ν’ ακούω διαφορετικές απόψεις από μέλη της κυβέρνησης, αντίθετα το θεωρούσα καινοτομία μιας υποτιθέμενα νέας πολιτικής σκηνής. Κατά τ’ άλλα, μήνες τώρα γνωρίζαμε την αντίφαση ανάμεσα στα ποσοστά που υποστήριζαν παραμονή στο Ευρώ και σ’ εκείνα που υποστήριζαν έναν «συνασπισμό» κατά-της-λιτότητας. Αυτή η αντίφαση μάς έδωσε τις δεύτερες εκλογές του 2015 καθώς και έκρινε το αποτέλεσμά τους. Το δημοψήφισμα το εξαιρώ, κρίνοντας (αφελώς;) ότι κατατέθηκε εξ αρχής σε ένα ευρωπαϊκό ταμείο μελλοντικών ιδεολογικών απολαβών.

Συμπέρασμα: Με βάση τα παραπάνω η 21η Σεπτεμβρίου δεν υπήρξε για όλους μας η ημέρα ενός πολιτικού hangover. Ο αβάσταχτος πονοκέφαλος που έπεται της υπερ-κατανάλωσης παραισθησιογόνων εκτιμήσεων και υποσχέσεων κατά την προεκλογική εκστρατεία εντοπίζεται σε μία μερίδα πολιτικών και ψηφοφόρων. Σε άλλους –σε πολλούς από τους ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ- επικρατεί μια άλλη αίσθηση, αποδιδόμενη από το αγγλικό περιφραστικό ρήμα hanging on: αίσθηση αναμονής, υπομονής και επιμονής. Παρά τις υπαρκτές απογοητεύσεις και ήττες. Ελάχιστοι είναι όμως διατεθειμένοι να αναμένουν, να επιμένουν και να υπομένουν ες αεί. Ας εκτιμήσει η νέα κυβέρνηση τη δυναμική του hanging on στην οποία καλείται να ανταποκριθεί.

Άντζελα Δημητρακάκη

Share
Published by
Άντζελα Δημητρακάκη