Αγαπητέ Άη Βασίλη,
Τι θα γίνει με την περίπτωσή μου; Θα το σκεφτείς κάποια στιγμή; Ξέρω ότι μπορεί να μη σου αρέσει που αυτό το γράμμα έφτασε στα χέρια σου, αλλά δεν είχα άλλη επιλογή, η υπομονή μου έφτασε στα όριά της. Κάθομαι σκεπτικός παρακολουθώντας τη χιονισμένη πόλη μπροστά από το νοτισμένο παράθυρο, όλα αυτά τα παιδιά που ξεφωνίζουν από ενθουσιασμό, φτιάχνοντας λίστες από δώρα, τα δώρα που θα προσγειωθούν στα μαλακά τους σεντόνια από την καμινάδα, ένα μαγικό πρωινό που θα τους μείνει αξέχαστο, ενώ εγώ θα περιμένω μόνος το τέλος αυτής της γνωστής κωμωδίας. Όλοι περιμένουν σαν τρελοί αυτή την εποχή του χρόνου, για εκείνους σημαίνει χαρά και ανυπομονησία, μα για μένα είναι ένα κακό όνειρο, να σταυρωμένα τα χέρια στον έρημο καναπέ το τέλος των Χριστουγέννων. Μία φορά που σου ζήτησα κι εγώ κάτι, μου είπες «Δε γίνονται αυτά αγόρι μου, έχω ένα ιερό καθήκον, κάτι θα σου πάρει η μάνα σου κάποια στιγμή». Για ποια Χριστουγεννιάτικη θαλπωρή μου μιλάτε δηλαδή, σε μένα έπρεπε να τύχει αυτό; Κάποια στιγμή θα έρθει η ώρα να ξεσπάσω και να μιλήσω, εγώ δε θέλω ένα δωράκι στην άδεια μου κάλτσα; Η μαμά όλο με παρηγορεί, ηρέμησε και ηρέμησε, είναι εύκολο δηλαδή; Προχθές ένας συμμαθητής μου με ρώτησε «Τι θα σου φέρει ο Άγιος Βασίλης;» «Τίποτα! Τίποτα!», ξεφώνισα και έτρεξα προς το σπίτι, έπεσα στο κρεβάτι απαρηγόρητος, ενώ εσύ έκανες πρόβα τον καινούριο σου σκούφο. Λες ότι σε γεμίζει να κάνεις ευτυχισμένα τόσα παιδιά, αλλά κι αν ακόμα κάνεις έστω κι ένα δυστυχισμένο, δε σε πληγώνει αυτό; Αν μια παιδική καρδιά μαυρίσει τα Χριστούγεννα, δε σε αγγίζει καθόλου; Συνεχίζεις να ξεφωνίζεις φορτωμένος με εκείνο το χιλιομπαλωμένο τσουβάλι; Είναι σοβαρά πράγματα αυτά; Κι όταν ταξιδεύεις στους ουράνιους ορίζοντες με εκείνο το παμπάλαιο έλκηθρο, όλοι βλέπουν ένα θαύμα, μια εικόνα που τους γεμίζει συγκίνηση, μα εγώ τρέμω από φόβο και αγωνία, μήπως στουκάρεις πουθενά κατά λάθος, σε κανένα μεγάλο κλαδί ή σε κάποιον μετεωρίτη και έτσι η θλίψη μου θα κρατήσει για πάντα, τα έχεις σκεφτεί ποτέ αυτά; Και στο κάτω κάτω, είναι δουλειά αυτή που κάνεις δηλαδή; Τόσο πολύ σε ευχαριστεί να ταξιδεύεις μέσα στη νύχτα και να σκαρφαλώνεις στις σκεπές; Μεγάλωσες πια, ας τελειώνει αυτό το αστείο. Τι θα γίνει επιτέλους ρε πατέρα; Είμαστε κι εμείς εδώ, βγάλε επιτέλους αυτά τα γελοία ρούχα κι έλα να με πάρεις αγκαλιά. Έστω και χωρίς δώρο.
Ο γιος σου