Αυτός ο Ευθύμης Φιλίππου, όπως όλοι ξέρουν, είναι χαρισματικός. Απέχει πολύ από όσα είμαι και αγαπώ. Ανήκει σ’ ένα ημισφαίριο νόησης και ιδιοσυγκρασίας όπου η ύλη είναι είδος πρώτης ανάγκης γιατί το πνεύμα υπερεπαρκεί. Οι άνθρωποι που ξεφύτρωσαν το τελευταίο τέταρτο του 20ού αιώνα γυρεύουν απεγνωσμένα την αξία της ύλης, της σάρκας, της μύξας, της πληγής, της τροφής, του χώματος. Προεξοφλούν καταστάσεις του 2050, όταν το σοκολατάκι θα είναι ένα άυλο πλήκτρο. Διάβαζα τα πορτρέτα ξεχωριστών ανθρώπων που έφτιαχνε στη Lifo και μ’ εντυπωσίαζαν οι αρμοί και ο ειρμός, το πώς σχεδιαζόταν ζωηρά το κάθε πρόσωπο και τα χρώματά του με μια μονοκοντυλιά στο κενό.
Ύστερα άρχισα να τον βλέπω να κάθεται στα τραπεζάκια της Στοάς Κουρτάκη όπου είχε κάποια ραντεβού για συζητήσεις αρκετά σοβαρές συνήθως, χαμηλόφωνες, δίχως γέλια ή άλλα συναισθηματικά ιόντα. Άλλες φορές ήταν μόνος κάτι διαβάζοντας ή αναθιβάνοντας με το νου. Η στοά είναι μακρόστενη, εννοείται, και όλοι όσοι κάθονται εκεί σε βλέπουν όταν τη διανύεις.
Οι δικές μου κινήσεις μου πέρα δώθε στη στοά είναι αλλοπρόσαλλες και το βλέμμα που με παρατηρεί έχω την αίσθηση ότι καταγράφει κάθε λεπτομέρεια. Άλλοτε είμαι διαχυτική και άλλοτε αγενής. Καμία φυσικότητα. Είμαι σίγουρη ότι όταν ο άνθρωπος αυτός συχνάζει στη στοά εγώ γίνομαι ένα ίχνος των προσώπων που περιγράφει στα βιβλία του. Μια μέρα θα χρησιμοποιήσει αυτό το υλικό και δεν θα αποδοθούν ευθύνες. Κανείς από τους δυο δεν θα είναι πραγματικός. Ο χαρακτήρας μου είναι ο δρόμος ανάμεσα σ’ εμένα και το βλέμμα του.
Στα βιβλία του δε βρίσκω κανένα λάθος κανενός τύπου. Οπισθοχωρώ μετά την ανάγνωση και κρύβομαι σε άλλες σελίδες. Υπερεκτιμώ τη δυνατή ατμόσφαιρα που εγκαθίσταται από την πρώτη αράδα. Αναρωτιέμαι γιατί να πονάνε τόσο όλοι αυτοί οι άνθρωποι, ποιος άραγε μπορεί να τους σώσει. Ο συγγραφέας δεν υποδεικνύει ελπίδα ούτε καταφυγή.
Κάθε μέρα τρέχω μια κούρσα πανικού για να ξεφύγω από το άσχημο, το άδικο, το φριχτό και το αποτροπιαστικό, το δηλητηριασμένο, το άμουσο και το εγκληματικό. Ο Φιλίππου είναι σαν να στάθηκε ακίνητος από μικρός, άτρωτος, περιχαρακωμένος στο γλωσσικό του ένστικτο, και να είπε: ελάτε εδώ, όλα εσείς, να σας κάνω λέξεις, δε θα αποσιωπήσω τίποτα, θα λύσω τη συνέχεια. Τραύμα = Θαύμα.
Αθροίζω τρία βιβλία του: Κάποιος μιλάει μόνος του κρατώντας ένα ποτήρι γάλα (2009), Σκηνές (2011), Αίματα (2014), έργα που διακτινίζονται στο θέατρο και στον κινηματογράφο με μοναδικό μέσο τη γραφή, γράμματα σε επιλεγμένη σειρά δηλαδή πάνω στο λευκό χαρτί.
Πριν από λίγες μέρες ήρθε το τέταρτο, και αυτό από τις εκδόσεις mnp, αδρά σχεδιασμένο, με γκρίζο χαρτί curious / matter andina grey του Περράκη στην κουβερτούρα και το όνομα ΔΗΜΗΤΡΗ βαθιά τυπωμένο πάνω. Επειδή λατρεύω το Δημήτρη Μητροπάνο και τη φωνή και τα τραγούδια και τα κοστούμια του —ιδιαίτερα τα τελευταία που έπλεαν πάνω του μα τα στήριζε μ’ ένα ελαφρύ ανασήκωμα των ώμων— επειδή εδώ ο Ευθύμης Φιλίππου έκοψε μια μεγάλη φέτα της ζωής ενός ανθρώπου που δεν υπάρχει και τη σερβίρισε με οξύτητα, ακρίβεια και απόλυτη ισορροπία, επειδή θέλω τη συνέχεια της συνέχειας και να κρατιέμαι απ’ τις χειρολαβές, παραθέτω μερικά σαλόνια από το τρισδιάστατο αυτό βιβλίο. Οι διαστάσεις οι τρεις εδώ είναι: ιστορία, εικονοποιία, λογοτεχνία. Και, γενικά, πρώτη φορά είδα γραπτό κινηματογράφο, δηλαδή βιβλίο που είναι ταινία.
Αυτή η κίνηση με το δεξί του χέρι που το σήκωνε όταν τελείωνε το τραγούδι. Που το ανέβαζε προς τα πάνω και μετά το έφερνε με δύναμη, με μίσος σχεδόν, προς τα κάτω πολύ γρήγορα. Και όταν τέλειωνε και το τελευταίο τραγούδι έφευγε από την πίστα κοκκινισμένος και με ιδρώτα στο πρόσωπό του και κάθε, μα κάθε φορά φεύγοντας έκανε ένα μικρό φου, ένα μικρό ξεφύσημα. Κάθε φορά. Σαν να είχε ακουμπήσει κάτι βαρύ, σαν να είχε μόλις τελειώσει κάτι βαρύ πίσω. Και σαν να μην έχει τίποτα άλλο μέσα του πια. Δεν θυμάμαι τι καφέ έπινε. Δηλαδή θυμάμαι ότι έπινε γαλλικό αλλά δεν θυμάμαι αν έβαζε ζάχαρη ή γάλα. Αυτός όμως θυμόταν τι καφέ πίνω εγώ. Όταν πήγαινα σπίτι του έλεγε φτιάξτε του Γιάννη ένα καφέ με λίγη ζάχαρη και γάλα. Έχω πολλά πράγματα στο κεφάλι μου μέσα που έχουν να κάνουν με αυτόν και που τον αφορούν, οπότε αν με ρωτήσει κανείς δεν μπορώ να του πω τίποτα. Όταν κάποιος με ρωτάει για αυτόν και νιώθω ότι μέσα στο κεφάλι μου είναι ένα δωμάτιο γεμάτο με ανθρώπους και όταν ανοίγει η πόρτα στριμώχνονται όλοι και δεν μπορεί να βγει κανένας. Μας γνώρισε ο Νικολόπουλος. Την επόμενη μέρα πήγα από το σπίτι του να μου δώσει υλικό για να περάσω το ρεπερτόριό του. Μου είπε καλημέρα και μετά μου έδωσε ένα τεράστιο πάκο με κασέτες και cd. Τόσο περίπου. Τα πρώτα χρόνια δεν ήμουνα επίσημα το μπουζούκι του. Αλλά με έπαιρνε μαζί του όπου τραγουδούσε. Σεζόν με σεζόν, χειμώνα με χειμώνα, ήμουνα εκεί. Έτσι, χωρίς να έχουμε πει κάτι μεταξύ μας. Πάντα μαζί του προσπαθούσα να κρατάω ισορροπίες. Ήμουνα κοντά του αλλά όχι παραπάνω από όσο έπρεπε. Δεν είμαι από τους τύπους που θα πέρναγα έξω από το σπίτι του και θα σταμάταγα να πιω έναν καφέ. Φοβόμουνα να πλησιάσω πολύ. Ζούσαμε μια παράλληλη ζωή κατά κάποιο τρόπο, προχωράγαμε μαζί. Όταν αγόρασε το πρώτο του σπίτι αγόρασα κι εγώ το πρώτο μου σπίτι, όταν γεννήθηκε η πρώτη του κόρη γεννήθηκε ο γιος μου. Τέτοια. Μπορεί να είναι και ιδέα μου, μπορεί και να είναι βλακεία αυτό που λέω αλλά μέσα μου ένιωθα ότι πηγαίναμε μαζί προς τα κάπου. Κούναγε τον ώμο του και σήκωνε το δεξί του χέρι. Αυτή ήταν η κίνησή του και ήταν σαν να μας διευθύνει, εκείνη την ώρα λειτουργούσε σαν διευθυντής ορχήστρας. Αν τον ήξερες καταλάβαινες ότι όταν έπαιρνε ανάσα ετοιμαζόταν να μπει, πότε έπρεπε να τραβήξεις δυο τρία μέτρα παραπάνω και από το χέρι του το δεξί, τις κινήσεις του χεριού του πότε θα έβγαινε, πότε θα έκοβε. Καθόταν πάντα στο κέντρο της σκηνής και δεν ήθελε καπνούς τεχνητούς. Ήθελε να φωτιζόμαστε, ήθελε να φωτίζονται οι μουσικοί γιατί του άρεσαν οι εκφράσεις που κάνουμε όταν παίζουμε, θεωρούσε ότι είχε ενδιαφέρον να βλέπει κανείς κάποιον την ώρα που παίζει μουσική. Και έλεγε πάντα κάτι λίγο στο κοινό και σχεδόν πάντα το ίδιο. Κάτι σαν «Καλωσήρθατε. Σας ευχαριστούμε πάρα πολύ που είστε κοντά μας. Εύχομαι να περάσετε ένα ωραίο βράδυ». Μπορεί να άλλαζε καμιά λέξη αλλά πάνω κάτω αυτό ήτανε. Σπάνια έλεγε κάτι περισσότερο από αυτό και όταν συνέβαινε του λέγαμε να κόψει την πολυλογία.
Παντού είχε συγκεκριμένη θέση στο σπίτι. Στο σαλόνι συγκεκριμένη θέση, στην κουζίνα συγκεκριμένη θέση, στο τραπέζι του κήπου επίσης.
Συνήθως κατέβαινε από το υπνοδωμάτιο γύρω στις εφτά το απόγευμα. Όταν εμείς δεν διαβάζαμε για το σχολείο, καθόμασταν στη θέση του στον καναπέ και βλέπαμε τηλεόραση. Ήταν η καλύτερη θέση στο σαλόνι για να δει κανείς τηλεόραση. Δεν έλεγε ποτέ κουβέντα. Δεν μας έλεγε ποτέ να σηκωθούμε ευθέως. Έφερνε τον καφέ τον άφηνε μπροστά μας, μετά έφευγε και έφερνε το νεράκι του και το ακουμπούσε δίπλα στον καφέ πάλι μπροστά στη θέση του, μετά έφερνε το τασάκι και κάποια στιγμή παίρναμε το μήνυμα και σηκωνόμασταν μόνες μας. Ή καμιά φορά που αφήναμε κατά λάθος λίγο χώρο στην άκρη του καναπέ δίπλα στη θέση του, ερχόταν και χωνόταν εκεί, στριμωχνόταν εκεί δίπλα μας με σκοπό να κατακτήσει ξανά το μαξιλάρι του. Η θέση του ήταν στον από δω καναπέ τέρμα δεξιά.
Όταν κάποιος ξένος καθόταν στη θέση του, ντρεπόταν να του πει να σηκωθεί και δυσανασχετούσε εσωτερικά, οπότε αναγκαζόμουν εγώ να πω: Συγγνώμη μπορείτε να σηκωθείτε, γιατί εδώ είναι η θέση του;
Καθόταν πάντα στην άκρη του καναπέ και μια φορά πήγε και κάθισε εκεί η γυναίκα μου. Δεν ήξερε. Αυτό το μαξιλάρι είχε βουλιάξει. Σήκω, της είπα, είναι καρφωμένος εκεί ο τύπος, δεν τον βλέπεις, έχει κάνει εκμαγείο. Πάντα εκεί, λίγο κλίση προς τα δεξιά, προς το τζάκι και το τασάκι μπροστά. Δεν του άρεσαν οι μελιτζάνες καθόλου. Και μια φορά σε ένα τραπέζι η γυναίκα μου είχε φτιάξει μοσχάρι με πουρέ μελιτζάνας. Δεν είπε τίποτα. Γάμησέ τα. Το έφαγε όλο. Και μετά από ώρα της είπε: Και να σου πω και κάτι; Δεν μ’ αρέσουν οι μελιτζάνες. Αυτό το «Και να σου πω και κάτι;» το έλεγε συχνά πολύ. Το έβαζε στην αρχή των προτάσεων συνήθως, λες και είχε πάντα να συμπληρώσει κάτι, ενώ δεν είχε, αλλά του άρεσε πολύ να το λέει. Όπως χρησιμοποιούσε συχνά και τις φράσεις «Αυτό εμένα δεν με αφορά» ή «χέστηκα» και ξέροντας ότι αυτά τα δύο σήμαιναν το ίδιο πράγμα και είχαν την ίδια ουσία, το ένα το χρησιμοποιούσε σε κοινωνικοπολιτικές αναλύσεις και το άλλο σε πιο απλές συζητήσεις. Το ένα για καλό, για επίσημο, και το άλλο για πρόχειρο. Ο δε συνδυασμός «Και να σου πω και κάτι, εμένα δεν με αφορά», αυτό ήταν το αποκορύφωμα. Για να σ’ το πω κι αλλιώς. Αν υπήρχε τραγούδι που είχε μέσα τη φράση «Και να σου πω και κάτι» θα το έλεγε αυτός.
Ο Μήτσος ήταν παλιά μια πολύ γκρίζα μουσική υπόκρουση με τραγούδια που είχανε υψηλή εντασιακή και συναισθηματική κλίμακα σχεδόν αιμάτινη. Το ’76 άρχισε να θρυλοποιείται, αλλά χωρίς να έχει ο ίδιος συναίσθηση του εαυτού του ή του εκτοπίσματός του. Κάναμε παρέα. Από ένα σημείο και μετά κάναμε παρέα πολύ. Οι άνθρωποι χωρίζονται σε αυτούς που όταν σου μιλάνε κοιτάζουν αν φωτίζονται καλά εκείνη τη στιγμή κι αν έχουν καλό πλάνο, και σε αυτούς που σου μιλάνε.
Δεν άκουσα. Σε τι χωρίζονται οι άνθρωποι;
Οι άνθρωποι χωρίζονται σε αυτούς που όταν σου μιλάνε κοιτάζουν αν φωτίζονται καλά εκείνη τη στιγμή κι αν έχουν καλό πλάνο, και σε αυτούς που σου μιλάνε. Ο καράφλας ήταν στους δεύτερους. Παρόλο που δεν μιλούσε και που περίπου έπρεπε να του ρίξεις κέρμα για να μιλήσει. Καθόταν μόνο έτσι και σε κοίταζε και μετά κοίταζε πάνω και μετά πάλι εσένα. Ερχόταν στο γραφείο μου στη Minos γύρω στις τρεις-τρεισήμισι, έβαζε καφέ και ψέλλιζε ψιθύρους ανάμεσα σε σιωπηλά δεκάλεπτα τσιγάρων. Σιγά σιγά έπαιρνε μπροστά, υπήρχε ένα ροντάρισμα στην ομιλία και ύστερα μου ανακοίνωνε ότι θα πάει για ύπνο. Απογευματινό δίωρο. Θα σηκωνόταν στις εννιά, θα έκανε ένα μπάνιο, μετά ένα δεύτερο μπάνιο με την κολόνια του και θα πήγαινε να τραγουδήσει.
Ποια κολόνια;
Eau Sauvage.
Dior;
Dior. Όλα αυτά τα χρόνια πάντα η ίδια ήταν. Ναι και έφτανε λοιπόν στο καμαρίνι, έκανε δυνατά λαλά λα λαλά πριν βγει, μας κορόιδευε ότι κοιτάξτε υποδύομαι ότι κάνω ζέσταμα, έβγαινε και όταν προχώραγε η νύχτα είχε πια λυθεί μέσα του και έξω του τελείως.
Φόραγε την ίδια κολόνια από το ’67. Την έβαζε μετά το μπάνιο το απόγευμα. Καταλαβαίναμε ότι ξύπνησε από το άρωμα αυτό.
Ξυριζότανε και μετά έβαζε στα χέρια του κολόνια και έκανε αυτί. Με τα χέρια του στα μάγουλα. Και εγώ ήμουνα μικρή και ζήλευα και μια μέρα έβαλα κι εγώ την κολόνια του στο πρόσωπό μου και κοκκίνισα, ερεθίστηκε το πρόσωπό μου κι έτσουζε πολύ και δεν ξαναέβαλα.
Το βιβλίο Δημήτρη του Ευθύμη Φιλίππου σχεδίασε και επιμελήθηκε η mnp. Διορθώθηκε από τον Κώστα Σπαθαράκη. Όλα τα βιβλία του Ευθύμη Φιλίππου διατίθενται στο βιβλιοπωλείο Φωταγωγός.