Μανώλης Γλέζος: Ένας θάνατος που μας κλόνισε περισσότερο από το φόβο του θανάτου

Ήταν λίγο πριν τις 2 το μεσημέρι της Δευτέρας 30 Μαρτίου. Κοκάλωσε λίγο ο καθημερινός στροβιλισμός γύρω από τρομακτικές καμπύλες εξάπλωσης της πανδημίας και διαδραστικούς χάρτες που γεμίζουν κόκκινες κουκίδες. Ο θάνατος του Μανώλη Γλέζου επισκίασε το διάχυτο φόβο του θανάτου.

Γιατί μάλλον ο Μανώλης Γλέζος έτσι αεικίνητος, διαυγής, σχεδόν μεταλλικός όπως κυκλοφορούσε ανάμεσα μας, κάπως μας ξεγέλασε και νομίζαμε ότι νίκησε τη φθαρτότητα, ότι θα είναι πάντα η πιο στέρεη σάρκινη κολόνα για να ακουμπάμε πάνω της τις στιγμές που λυγίζουμε.

Αν πιστέψουμε, όμως, ότι η ύπαρξη των ανθρώπων δε μετριέται μόνο στα χρόνια που της δόθηκαν αλλά στο ιστορικό της αποτύπωμα, ότι κάτι άυλο διαφεύγει του θανάτου,  τότε αναμφισβήτητα τη νίκησε. Ήδη από εκείνο το βράδυ που γύρισε στη μάνα του μ’ ένα κομμάτι σκισμένης σβάστικας, κρυμμένη στο σακάκι του, την είχε νικήσει αλλά φρόντισε να διάγει με τέτοιον τρόπο το βίο του, ώστε να μην το θυμόμαστε μόνο γι’ αυτό που από μόνο του ήταν σπουδαίο. 

Και τι ζωή, αλήθεια! Βγαλμένη από τις εντελώς κοσμικές και καθόλου διθυραμβικές αγιογραφίες της αριστεράς. Φλέβα στον κορμό της ήταν ο Γλέζος χωρίς να την ταυτίσει ποτέ με την εξουσία, όπως δε δίστασε να ριχτεί στη φωτιά, έτσι δε δίστασε να κάνει και κριτική όταν έπρεπε, να απαρνηθεί προνόμια και βολέματα.

Βγαλμένη από τους στίχους του Αναγνωστάκη «ήτανε νέοι, ήταν παιδιά, έτυχε να ναι καλή σπορά» και τώρα κάθε 30 του Μάρτη θα τιμάμε δύο απ’ την καλή σπορά, αφού πέθανε στην επέτειο εκτέλεσης του Μπελογιάννη. Δε θα γράψω για τα παλιά που έγιναν ντοκιμαντέρ και βιβλία. Τα ξέρουμε. Κι όσα δεν ξέρουμε, να τα μάθουμε για να θωρακίσουμε τη μνήμη από τους επίδοξους παραχαράκτες. Θα γράψω για τα τελευταία, αυτά που προλάβαμε και μας έδειξαν ότι υπάρχει δρόμος να μη φυραίνει η ζωή, να μη κουράζουν τα χρόνια, να μη ξεθωριάζει η αίσθηση του δικαίου. Γι’ αυτό το διαρκές «παρών» που δηλώθηκε σε όλες τις μάχες.

Έτυχε να βρίσκομαι πολύ κοντά στη μεγάλη διαδήλωση του 2012 ενάντια στα μέτρα λιτότητας τη στιγμή που ο Μανώλης Γλέζος με το Μίκη Θεοδωράκη χτυπήθηκαν με χημικά από την Ελληνική Αστυνομία. Μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο της Βουλής εξαιτίας της αναπνευστικής δυσφορίας που του  προκλήθηκε από τα δακρυγόνα. Μέσα στην αναμπουμπούλα χωρίστηκαν με το Θεοδωράκη και τον θυμάμαι μέσα στη Βουλή, ζαλισμένο και με δύσπνοια να μας ρωτάει με την πιο γλυκιά αγωνία του κόσμου «Που είναι ο Μίκης; Που είναι ο Μίκης;» και να μην ησυχάζει μέχρι να τον διαβεβαιώσουν ότι είναι καλά ο Μίκης. Μου φάνηκε πολύ τρυφερό στιγμιότυπο και το μοιράζομαι.

Ξεχωρίζω, λοιπόν, από τα άπειρα που θα μπορούσε κανείς να παραθέσει, την μεγαλόψυχη αποφασιστικότητα του τον Ιούνιο του 2017 όταν ο Γερμανός πρέσβης εμποδίστηκε να καταθέσει στεφάνι στην τελετή μνήμης για το Δίστομο , να τον πάρει από το μπράτσο για να σιωπήσουν όλοι και να μπορέσει να το κάνει, δείγμα της ποιότητας ενός ανθρώπου που όχι μόνο κατέβασε τη χιτλερική σημαία από την Ακρόπολη το 1941 αλλά δεν έπαψε στιγμή να πασχίζει για την αναγνώριση των γερμανικών αποζημιώσεων προς την Ελλάδα, ξέροντας καλά ότι η δικαίωση δε θα έρθει με φθηνούς ρεβανσισμούς.

Το Νοέμβρη του 2017, όταν ύψωσε τη γροθιά του μέσα στην καταρρακτώδη βροχή ολομόναχος μπροστά στο μνημείο των πεσόντων της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, σ’ ένα συγκλονιστικό αγγελοπουλικό καρέ που καθρέφτιζε μαζί το μεγαλείο της ψυχής αλλά την ιερότητα της συνομιλίας με τους νεκρούς που δε γνωρίζει κακοκαιρίες, μήτε αντιξοότητες.  Το Σεπτέμβρη του 2018 όταν βρέθηκε στην αίθουσα του Εφετείου που διεξάγεται η δίκη για τα εγκλήματα της Χρυσής Αυγής και στάθηκε με το μπαστούνι του δίπλα στη Μάγδα Φύσσα, για να δώσει κουράγιο, για να πει με τις χαράδρες του προσώπου του ότι θα πολεμάει το φασισμό μέχρι το τέλος. 

Ένας αιώνας στον αγώνα για δημοκρατία και ελευθερία δεν είναι λίγο πράγμα. Ένας αιώνας στη φωτεινή πλευρά την ιστορίας μα πάντα τόσο ανθρώπινος, δοτικός και σεμνός είναι σπάνια αρετή. Της αξίζουν τα δάκρυα που έτρεξαν χθες από πολλά ζευγάρια μάτια, οι λυπημένοι αναστεναγμοί που υψώθηκαν στον αττικό ουρανό, η φωνή της Δημητριάδη που βγήκε απ’ τα μπαλκόνια και διατάραξε την βουβά κυριευμένη από πανικό πόλη. Κι ίσως αυτή η απώλεια να ταρακούνησε το συλλογικό πένθος αυτών των άγριων ημερών, θυμίζοντας μας ότι εκτός από την επιβίωση, πρέπει να γυρεύουμε και το νόημα στις ζωές μας, να μη τις σκορπίζουμε σε μικρότητες, να τις διασταυρώνουμε με τις ζωές των άλλων, εκεί που φτιάχνονται οι μεγάλες αφηγήσεις και τα μεγάλα οράματα, εκεί που μεγαλώνουν οι άνθρωποι και μοιάζουν ανίκητοι και ακλόνητοι, όπως έμοιαζε ο Μανώλης Γλέζος. 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

Πόσο κρίμα που δε θα τον αποχαιρετίσουμε, όπως θα θέλαμε και του άρμοζε, σ’ ένα γιγαντιαίο σώμα με γαρύφαλλα και τραγούδια. Μια από τις πιο ανυπόφορες όψεις της φονικής πανδημίας είναι ο τρόπος που μας χωρίζει τις στιγμές του πόνου και του αποχαιρετισμού, που δε μας αφήνει να συντροφεύσουμε τους νεκρούς, που νιώθουμε ακόμα πιο μόνες μέσα στην καταναγκαστική απομόνωση. Ας πούμε ότι θα το χρωστάμε αυτό στον «πρώτο παρτιζάνο της Ευρώπης». 

Με τα δικά του λόγια:

«Τις παραμονές των εκτελέσεων, τις παραμονές από κάθε μάχη, μαζευόμαστε και κουβεντιάζαμε και λέγαμε: Εάν εσύ ζεις, μη με ξεχάσεις. Εάν εσένα δε σε βρει το βόλι, όταν συναντάς τους ανθρώπους στο δρόμο, θα λες καλημέρα κι από μένα. Κι όταν πίνεις κρασί, θα πίνεις κρασί κι από μένα. Κι όταν ακούς τον παφλασμό των κυμάτων, θα τον ακούς και για μένα. Κι όταν χορεύεις, θα χορεύεις και για μένα»

Μαρία Λούκα

Share
Published by
Μαρία Λούκα