Τι είναι το ελληνικό καλοκαίρι; Ανέμελες μέρες κυλισμένες σε χρυσαφένιες αμμουδιές, σκαρφαλωτές στις αντανακλάσεις των ηλιαχτίδων, δροσολάγνες και στραφταλιστές καθώς αναδύονται απ’ τ’ ατέλειωτα μακροβούτια, με βλέφαρα μισόκλειστα στον ήχο των τζιτζικιών σαν παραθυρόφυλλα σε πύρινα μεσημέρια, απείθαρχα ξυπόλητες, ξεπλένουν από πάνω τους τ’ αλάτια στην αυλή με το λάστιχο, δαγκώνουν ζουμερά ροδάκινα. Μέρες του «θέλω», κι όχι του «πρέπει». Μέρες ερωτικές, ερωτευτέες, αεί ερωτοτροπούσες.
Μέρες ελευθερίας κι ανεμελιάς. Που όμως ανήκουν λίγο πολύ πια στο παρελθόν. Στην ιδέα του ελληνικού καλοκαιριού έχουμε πρόσβαση πλέον κυρίως μέσω της συλλογικής μας μνήμης – ω, οι ωραίες μέρες!
Σήμερα, θέλουμε ξεδιάντροπα να πάμε διακοπές στις Κυκλάδες μας (να πάμε αλλού, αφού έγιναν πανάκριβες), γενικά θέλουμε διακοπές ενώ δεν μπορούμε να βάλουμε δεκάρα στην άκρη (καθώς αγοράζουμε καφέ στο χέρι, που δεν δικαιούμαστε τέτοια «πολυτέλεια») και τολμάμε να μην πάμε για δουλειά στη γαλέρα του ελληνικού τουρισμού που δεν βρίσκει αρκετά χέρια να κωπηλατούν στους φρενήρεις ρυθμούς της.
Εν ολίγοις, ολοένα και λιγότεροι Έλληνες για ολοένα και λιγότερες ημέρες μπορούν πια να απολαύσουν τις χαρές της χώρας τους, ενώ ολοένα περισσότεροι μετατρέπονται σε φθηνό εργατικό δυναμικό προς εξυπηρέτηση των ξένων επισκεπτών της.
Εκχωρήσαμε το δικαίωμά μας στις ομορφιές της χώρας μας.
Εκχωρήσαμε το δικαίωμά μας στο κατάδικό μας ελληνικό καλοκαίρι.
Μαζί τους, όμως, εκχωρήσαμε κάτι ακόμα πιο σημαντικό: την ελευθερία μας.
Υπερβολή; Μόνο οι πάπες του καπιταλισμού θα τη χαρακτήριζαν ως τέτοια, αφού το δικαίωμα στον ελεύθερο χρόνο, την τεμπελιά, κι εν τέλει στο ελληνικό καλοκαίρι, αμφισβητεί εξ ορισμού το κυρίαρχο δόγμα «εργάζομαι, άρα υπάρχω».
Το δόγμα αυτό μας έχει εμποτίσει τόσο βαθιά, που πια δεν μπορούμε να το διαχωρίσουμε από την ίδια μας την ύπαρξη. Ήδη πριν μια δεκαετία, μελέτη διαπίστωνε ότι πολλοί άνθρωποι ένιωθαν δυσάρεστα αν τους ζητούσαν να μείνουν 6-15 λεπτά μόνοι με τις σκέψεις τους, χωρίς να κάνουν τίποτε. Μάλιστα μεγάλο ποσοστό από τους συμμετέχοντες στη μελέτη, ιδίως άντρες, προτίμησαν αντί γι’ αυτό να υποστούν (κυριολεκτικά) ένα μικρό ηλεκτροσόκ.
Θα έπρεπε να μας ανησυχεί ότι η ψυχολογία αναγκάστηκε να δημιουργήσει όρους όπως «άγχος της χαλάρωσης» και «ευαισθησία στη χαλάρωση». «Συχνά οι άνθρωποι νιώθουν ότι δεν είναι σωστό απλώς να διαβάζουν ένα βιβλίο ή να βλέπουν μια ταινία στην τηλεόραση», έλεγε στο Time η καθηγήτρια Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο της Πενσιλβάνια Μισέλ Νιούμαν.
Η μετάλλαξη του «homo sapiens» σε «homo laborans» («εργαζόμενο άνθρωπο») έχει μάλλον ολοκληρωθεί, αφού νιώθουμε ενοχή όταν δεν παράγουμε, ενοχή όταν έχουμε ελεύθερο χρόνο, ενοχή όταν απολαμβάνουμε. Νιώθουμε δηλαδή ενοχή όταν βρισκόμαστε σε κατάσταση ελευθερίας. Εν ολίγοις, έχουμε περιπέσει στην ψυχολογία του δούλου.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στο προπύργιο του καπιταλισμού, τις ΗΠΑ, θεωρείται φυσιολογικό οι εργαζόμενοι να δουλεύουν μήνες ή ακόμα και χρόνια χωρίς άδεια για διακοπές. Οι ΗΠΑ είναι η μόνη ανεπτυγμένη οικονομία στον κόσμο στην οποία δεν διασφαλίζεται το δικαίωμα σε πληρωμένη άδεια, όπως επισημαίνει το Forbes. Αν, πότε και πόσο θα πάρει ο εργαζόμενος άδεια επαφίεται στον εργοδότη και εξαρτάται από το είδος της δουλειάς. Ως αποτέλεσμα, ο μέσος Αμερικανός παίρνει άδεια μόλις 11 ημέρες τον χρόνο.
Στην Ευρώπη, τα πράγματα είναι καλύτερα, αφού παντού αναγνωρίζεται το δικαίωμα της πληρωμένης άδειας για τουλάχιστον 20 ημέρες ετησίως. Στην κορυφή βρίσκεται η Γαλλία με 30 ημέρες, ακολουθεί το Ηνωμένο Βασίλειο με 28 ημέρες, κι έπειτα Αυστρία, Δανία, Φινλανδία, Νορβηγία, Ισπανία και Σουηδία με 25. Και στη Γηραιά Ήπειρο ωστόσο η εργασία παραμένει ιερό τοτέμ.
Αν πάντως στην Αρχαία Αθήνα είχαν ενστερνιστεί το δόγμα «εργάζομαι, άρα υπάρχω», η ανθρωπότητα θα είχε στερηθεί τη φιλοσοφία, την τέχνη και τις επιστήμες που γεννήθηκαν εκεί.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Αριστοτέλης δεν θεωρούσε ότι ο ελεύθερος χρόνος είναι το τέλος της δουλειάς, αλλά ότι η δουλειά είναι το τέλος του ελεύθερου χρόνου. Ο χρόνος αυτός είναι ο μόνος στον οποίο είμαστε πραγματικά ελεύθεροι να ορίσουμε εμείς τον εαυτό μας και τις ασχολίες μας. Ο μόνος που πραγματικά μας ανήκει. Στη διάρκειά του, πρέπει να μαθαίνουμε και να διδασκόμαστε, «γιατί αυτά τα μαθήματα και αυτά τα διδάγματα γίνονται για χάρη του εαυτού μας, ενώ αυτά που σχετίζονται με την εργασία είναι αναγκαία και για χάρη άλλων», έγραφε στα «Πολιτικά» του.
Πολύ σημαντικά, μόνο στον ελεύθερο χρόνο -έλεγε ο φιλόσοφος- μπορεί να επιτευχθεί ο σκοπός της ζωής: η ευδαιμονία, η ηδονή και η μακαριότητα: «Ο ελεύθερος χρόνος φαίνεται ότι περιλαμβάνει την ηδονή και την ευδαιμονία και το να ζεις σε μακαριότητα. Αυτό όμως δεν αφορά εκείνους που εργάζονται αλλά όσους έχουν ελεύθερο χρόνο. Γιατί αυτός που εργάζεται το κάνει για κάποιο σκοπό που δεν έχει εκπληρωθεί, η ευδαιμονία ωστόσο είναι σκοπός και όλοι θεωρούν ότι δεν συνοδεύεται από λύπη αλλά είναι συνυφασμένη με την ηδονή», έγραφε.
Με δυο λόγια, ο ελεύθερος χρόνος τρέφει τον νου και την ψυχή του ανθρώπου.
Κάτι τέτοιο, βέβαια, δεν ενδιαφέρει το σύγχρονο οικονομικό σύστημα, το οποίο επιπλέον έχει λόγους να το αντιμάχεται: Ένας άνθρωπος που έχει ικανό ελεύθερο χρόνο για να ανυψωθεί πνευματικά και ψυχικά θα μετατραπεί αναπόφευκτα σε ελεύθερο πολίτη, άρα θα διεκδικεί το δικαίωμά του στη χαρά της ζωής, αρνούμενος να εργάζεται πειθήνια μέχρι τελικής πτώσης.
Περίπου δύο χιλιετίες αργότερα, ένας γάλλος στοχαστής και αγωνιστής της Παρισινής Κομμούνας, ο Πολ Λαφάρνγκ, (ήταν μάλιστα γαμπρός του Καρλ Μαρξ), στεκόταν ακλόνητος στο πλευρό του Αριστοτέλη. Εξαπέλυε μύδρους κατά της «παράξενης τρέλας» που «κατέχει τις εργατικές τάξεις των εθνών όπου κυριαρχεί ο καπιταλιστικός πολιτισμός», αυτού του «θνησιμαίου πάθους» για τη δουλειά, «που φτάνει ως την εξάντληση των ζωτικών δυνάμεων του ατόμου και των απογόνων του». Κανείς, διακήρυττε, δεν πρέπει να δουλεύει πάνω από τρεις ώρες την ημέρα.
Ο Λαφάργκ θεωρεί τη δουλειά ως «αιτία κάθε πνευματικού εκφυλισμού, κάθε οργανικής παραμόρφωσης». Προτρέπει δε να συγκρίνουμε «τα καθαρόαιμα τετράποδα των στάβλων του Ρότσιλντ, που φροντίζονται από υπηρετικό προσωπικό διχείρων, με τα βαριά και άξεστα άλογα των νορμανδικών υποστατικών, που οργώνουν τη γη, μεταφέρουν την κοπριά, σωριάζουν τη σοδειά στο σιτοβολώνα».
Σύγχρονοι ψυχολόγοι δίνουν κάποιο δίκιο στον Λαφάργκ, αφού επισημαίνουν πως το χρόνιο στρες επηρεάζει καθοριστικά την διανοητική και σωματική υγεία και αυξάνει τον κίνδυνο για χρόνιες ασθένειες και πρόωρο θάνατο. «Οπότε, το να βελτιωθούμε στην ξεκούραση και τη χαλάρωση δεν είναι επιπολαιότητα. Μπορεί να είναι πραγματικά σωτήριο για τη ζωή μας», σημείωνε το Time.
Μπορούμε όμως;
«Δουλεύετε, δουλεύετε, προλετάριοι, για να αυξάνετε τον κοινωνικό πλούτο και τα προσωπικά σας βάσανα, δουλεύετε, δουλεύετε ώστε, με το να γίνεστε ακόμα πιο φτωχοί, να έχετε ακόμα περισσότερους λόγους να δουλεύετε και να είστε εξαθλιωμένοι. Τέτοιος είναι ο αμείλικτος νόμος της καπιταλιστικής παραγωγής», βροντοφώναζε ο Λαφάργκ.
Αυτός ο νόμος μεθοδεύει σοφά την κατάργηση του Δικαιώματος στην Τεμπελιά. Ο Γάλλος συγγραφέας αναφέρεται σε Άγγλο φιλάνθρωπο της εποχής, ο οποίος περιέγραφε ως εξαιρετικά επικίνδυνη «ψύχωση» το να θεωρούν οι εργάτες πως είναι ανεξάρτητοι από τους ανώτερούς τους. «Η θεραπεία δεν θα ολοκληρωθεί» -κατέληγε- «όσο οι φτωχοί της βιομηχανίας δεν θα υποταχθούν να δουλεύουν έξι μέρες με την ίδια αμοιβή που τώρα κερδίζουν δουλεύοντας τέσσερις».
Η φωνή δε του «φιλανθρώπου» φαίνεται πως διέσχισε θάλασσες κι αιώνες, για να φθάσει την 1η Ιουλίου 2024 στην Ελλάδα, οπότε και για ένα μέρος των εργαζομένων θεσπίζεται στη χώρα μας επίσημα η εξαήμερη εργασία – την ώρα που σε προηγμένες χώρες δοκιμάζουν την τετραήμερη. Έτσι κι αλλιώς, στη σημερινή Ελλάδα δεν κατέχουμε σχεδόν τίποτε από την αρχαία κληρονομιά μας.
Λέει ο Λαφάρνγκ για τους συγχρόνους του, απογόνους των Γάλλων Επαναστατών, που διακήρυξαν το δικαίωμα στη δουλειά ως επαναστατική αρχή: «Ντροπή στο γαλλικό προλεταριάτο! Μόνο σκλάβοι θα ήταν ικανοί για μια τέτοια χαμέρπεια. Θα χρειάζονταν είκοσι χρόνια καπιταλιστικού πολιτισμού σε έναν Έλληνα της ηρωικής εποχής για να συλλάβει έναν τέτοιο εξευτελισμό».
Τόσο ο Λαφάργκ, όσο και ο Αριστοτέλης, θα τελούσαν σήμερα εν εξάλλω αν μάθαιναν πως οι άνθρωποι, όχι μόνο δουλεύουν συχνά μέχρι τελικής πτώσεως, αλλά δεν τους επιτρέπεται να επιβραδύνουν, να σκεφτούν, να έχουν ελεύθερο χρόνο – κι όταν τους επιτρέπεται, δυσκολεύονται να το κάνουν.
Για το τελευταίο δε είχε μια εξήγηση ο Αριστοτέλης. Όταν οι περσικοί πόλεμοι και ο Πελοποννησιακός είχαν πια τελειώσει, οι άνθρωποι μπορούσαν πια να ζήσουν σε ευδαιμονία. Μόνο όμως όσοι είχαν εκπαιδευτεί αναλόγως. Για παράδειγμα οι Σπαρτιάτες δεν γνώριζαν πώς να το κάνουν. «Υπεύθυνος είναι ο νομοθέτης τους που δεν τους έχει εκπαιδεύσει ώστε να περνούν ευχάριστα τον ελεύθερο χρόνο τους», έγραφε ο φιλόσοφος στα Ηθικά Νικομάχεια.
Το θέμα είναι ποια πολιτεία οραματίζεται ο εκάστοτε νομοθέτης.
Από τον καπιταλισμό δεν θα γλίτωνε φυσικά η χώρα μας. Ωστόσο, μέχρι πολύ πρόσφατα το ελληνικό καλοκαίρι ήταν η χάρτινη βαρκούλα που διέσωζε κατιτίς από τη μακρινή εποχή του Αριστοτέλη, τότε που σκοπός της ζωής ήταν η ευδαιμονία -όχι η δουλειά- και ύψιστη αξία ο ελεύθερος χρόνος μέσα στον οποίο αυτή μπορεί να επιτευχθεί. Τότε που παρήγαμε σκέψη, πολίτες, πολιτισμό.
«Ήταν επίσης η εποχή όπου περπατούσε και ανέπνεε κανείς ανάμεσα σ’ ένα λαό από Αριστοτέληδες, από Φειδίες, από Αριστοφάνηδες – ήταν η εποχή όπου μια χούφτα γενναίων συνέτριβε στο Μαραθώνα τις ορδές της Ασίας, αυτές που σε λίγο καιρό ο Αλέξανδρος θα καθυπέτασσε», επισήμαινε ο Λαφάργκ.
Σήμερα, περπατά κι αναπνέει κανείς ανάμεσα σ’ έναν λαό που σκύβει το κεφάλι και δουλεύει ασταμάτητα από το πρωί μέχρι το βράδυ, συνήθως χωρίς να μπορεί να εξασφαλίζει καν το «ζην», πόσο μάλλον το «ευ ζην».
Ανάμεσα σε έναν λαό που δέχεται να του καταλογίζουν σαν «πολυτέλεια» ένα βιβλίο, ένα κρασί, ένα ταξίδι, εκείνοι που έχουν εξασφαλίσει, όχι απλώς το «ευ» αλλά το τρυφηλό ζην.
Σε έναν λαό που τώρα εκχώρησε ακόμα και το καλοκαίρι του, αυτή τη μονάκριβη κιβωτό της αρχαίας κληρονομιάς του.
Σε αυτή τη συνθήκη λοιπόν, το ελληνικό καλοκαίρι, ως αταλάντευτο δικαίωμα στον ελεύθερο χρόνο, ξεπροβάλλει ολόφωτο ως επιτακτικό αίτημα πολιτισμικής ανασύνταξης.
Το ελληνικό καλοκαίρι, ως ανυπέρβλητος κι αιώνιος εραστής της ευδαιμονίας, ξεπροβάλλει τελικά ως επανάσταση.
Κι όπως έγραφε ο Λαφάρνγκ: «Ω Τεμπελιά, δείξε οίκτο για τη μεγάλη δυστυχία μας! Ω Τεμπελιά, μητέρα των τεχνών και των ευγενών αρετών, γίνε το βάλσαμο για τις ανθρώπινες αγωνίες».