Γιατί η εκκλησία μισεί κάποιους ανθρώπους;

Λίγες μόλις μέρες μετά τη δημοσίευση της απόφασης του ΕΔΔΑ σχετικά με την καταδίκη της Ελλάδας για τον αποκλεισμό των ομόφυλων σχέσεων από το σύμφωνο συμβίωσης (Ν.3719/2008), η κυβέρνηση κινήθηκε με αυξημένα κοινωνικά αντανακλαστικά εντάσσοντας σχετική τροπολογία στο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο.

Με ακόμη ταχύτερους ρυθμούς, τη θετική αυτή δράση εκ μέρους της Κυβέρνησης, υποδέχτηκε επιστολή του Μητροπολίτη Πειραιώς Σεραφείμ, στην οποία αναφέρεται με εξαιρετικά μειωτικούς χαρακτηρισμούς στην ομοφυλοφιλία, ορίζοντάς την ως«ψυχοπαθολογική εκτροπή», συνώνυμη του «κιναιδισμού, του σοδομισμού, της αρσενοκοιτίας, της παρά φύσιν ασέλγειας, που προεκτείνεται στην παιδεραστία και παιδοφιλία». Οι δε ομοφυλόφιλοι χαρακτηρίζονται ως  «ατυχή θύματα του βυθίου δράκοντος». Απειλώντας επιπροσθέτως ότι εντός της περιφέρειάς του,θα επιβληθεί η ποινή του αφορισμού σε όσους Βουλευτές ψηφίσουν αυτή την «επαίσχυντο και επονείδιστο ύβρι».

Θα επιλέξω να μην αναλωθώ σε μια μισαλλόδοξη προσέγγιση αυτής της επίθεσης από μέρους του Μητροπολίτη και στο αυτονόητο κύμα θυμού και αγανάκτησης που γεννά σε οποιονδήποτε σκεπτόμενο άνθρωπο που ζει σε αυτή την κοινωνία εν έτει 2013. Ετεροφυλόφιλο ή ομοφυλόφιλο -αυτό εν προκειμένω μικρή σημασία έχει. Αυτό που προκαλεί περισσότερο εντύπωση στις παραπάνω δηλώσεις, δεν είναι ούτε ότι εκφράζονται από έναν εκπρόσωπο της Εκκλησίας, πτυχιούχο και Νομικής σχολής (άρα χωρίς το άλλοθι του «αγράμματου παπά») ούτε ότι όλα τα παραπάνω είναι παντελώς επιστημονικά αβάσιμα, ανερμάτιστα και εξαιρετικά προσβλητικά και σκληρά, ιδίως για έναν νέο άνθρωπο με εύπλαστη προσωπικότητα που θα γίνει δέκτης.

Αυτό που κυρίως εκπλήσσει είναι αυτή η πρωτοφανής εκφορά μίσους. Αυτή είναι η λέξη που κυριαρχεί και περικλείεται ως συναίσθημα σε όλα τα παραπάνω. Με αφορμή ένα αντιρατσιστικό νομοσχέδιο εμφανίζεται ένας Μητροπολίτης ως πρωτοστάτης στο ρατσιστικό λόγο.

Η προσθήκη εν τέλει των ομόφυλων σχέσεων στο σύμφωνο συμβίωσης ανεστάλη -προσωρινά. Άλλωστε αυτό ήταν σχεδόν αναμενόμενο. Η πεποίθηση όμως ότι η σχέση Εκκλησίας-Κράτους, αποτελεί δομικό στοιχείο του δόγματος «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών», καλά κρατεί. Και βέβαια η άρρηκτη αυτή σύνδεση δεν αποτελεί γνώρισμα μόνο της Ορθοδοξίας (βλ. Βατικανό) και είναι σίγουρα μια παλιά ιστορία. Ούτε φυσικά είναι κανείς τόσο αφελής να πιστεύει ότι η υπαναχώρηση της Κυβέρνησης στο θέμα σχετίζεται με το αίσθημα θρησκευτικότητας που καταλαμβάνει τον Αντώνη Σαμαρά ή είναι ο φόβος του αφορισμού των βουλευτών του. Στα θεμέλια της σχέσης αυτής, οι προθέσεις δεν είναι και ποτέ δεν ήταν ούτε τόσο προφανείς ούτε τόσο αγνές. (βλ. Πρόσφατη ανακοίνωση για σύσταση Εταιρίας Αξιοποίησης Ακίνητης Εκκλησιαστικής Περιουσίας Α.Ε από κοινού με το Δημόσιο)


Παρ’όλα αυτά, ακόμη και αν δεχτούμε -δύσκολα- πως η Εκκλησία οφείλει να τηρεί τα προσχήματα μιας πάγιας θέσης σχετικά με το γάμο, την ανθρώπινη έλευση και το «φυσικό», άλλο τόσο οφείλει να τηρεί έστω τα προσχήματα του δόγματος που εκπροσωπεί και συνοψίζεται στην αγάπη. Πέρα και πάνω από οποιαδήποτε διάκριση ή διακριτικό γνώρισμα. «Αιρετικά» και (φιλ)ελεύθερα.

Στεύη Κίτσου

Share
Published by
Στεύη Κίτσου