Γιατί άραγε η κυβέρνηση προτιμά να παίζει μπακότερμα;

Με τα φώτα του δημοσίου ενδιαφέροντος να έχουν σήμερα στραφεί στη Μόσχα, όπου ο έλληνας πρωθυπουργός συναντήθηκε με το ρώσο Πρόεδρο, οι αναμενόμενες πρώτες, μετά από πολύ καιρό, καλές ειδήσεις για την ελληνική οικονομία δεν φαίνεται να είναι τελικά αντίστοιχες των υψηλών προσδοκιών που είχαν δημιουργηθεί. Η άρση του εμπάργκο για τα ελληνικά αγροτικά προϊόντα δε μοιάζει να είναι εφικτή στον αμέσως επόμενο ωφέλιμο χρόνο, η δε μείωση του κόστους εισαγωγής του ρωσικού φυσικού αερίου μοιάζει να αποτελεί μια μάλλον μεσοπρόθεσμη προοπτική.

Το ίδιο αδιευκρίνιστα παραμένουν προς το παρόν και τα μεσομακροπρόθεσμα οφέλη που μπορεί να προκύψουν, τόσο από τη συμμετοχή ρωσικών επενδυτικών συμφερόντων στις εν αναστολή ευρισκόμενες διαδικασίες ιδιωτικοποίησης σιδηροδρομικών δικτύων και λιμανιών (Θεσσαλονίκης), όσο και από τη μετατροπή της Ελλάδας σε κόμβο μεταφοράς φυσικού αερίου στις αγορές της Δυτικής Ευρώπης μέσω Τουρκίας.

 Όμως, ακόμα κι αν τα οικονομικά αποτελέσματα του ταξιδιού στη Ρωσία ήταν αμεσότερα και περισσότερο απτά, δεν θα μπορούσαν να απομακρύνουν από μόνα τους το φάσμα μιας νέας ύφεσης που πλανάται και πάλι πάνω από τις οικονομικές προοπτικές της χώρας. Με εξαίρεση τις προοπτικές που συνδέονται άμεσα με την πορεία της εγχώριας τουριστικής βιομηχανίας, όλες οι υπόλοιπες οικονομικές προοπτικές παραμένουν στη σκιά της αβεβαιότητας που εξακολουθεί να βασιλεύει αναφορικά με την έκβαση των διαπραγματεύσεων με τους δανειστές μας και την επανεκκίνηση κρίσιμων τομέων της παραγωγικής δραστηριότητας που τελούν εν αναμονή της σταθεροποίησης των πολιτικών και οικονομικών δεδομένων.

 Κατόπιν αυτών, το ζωτικότερο πρόβλημα του τόπου παραμένει η αναζήτηση σχεδίου επιστροφής στην ανάπτυξη. Το σχέδιο, ωστόσο, αυτό εξακολουθεί να λάμπει δια της απουσίας του, τόσο στο επίπεδο της κυβέρνησης όσο και σε οποιαδήποτε δημόσια συζήτηση, συλλογική δράση και πολιτική στρατηγική.

Όσο η κατάσταση αυτή συνεχίζεται θα αποτελεί αφεαυτής συντελεστή δραματικής επιδείνωσης τόσο της κοινωνικής ψυχολογίας όσο και του επιχειρηματικού περιβάλλοντος.

Πέρασαν πέντε ολόκληρα χρόνια που, αντί να αξιοποιηθούν για την μετατροπή της κρίσης σε ευκαιρία εθνικής αυτογνωσίας και στρατηγικής αναθεώρησης των προτύπων διοικητικής, κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης, αναλώθηκαν σε ασκήσεις ανεύθυνης επαναστατικής γυμναστικής από τη μία και όχι περισσότερο υπεύθυνης διαπραγμάτευσης από την άλλη, τα οποία προστέθηκαν στα πέντε προηγούμενα χρόνια της μεταολυμπιακής αμερημνησίας που έπνιξαν την οικονομία στον πιο αλόγιστο δανεισμό και στον πιο ανερμάτιστο νεοπλουτικό παρασιτισμό. 

Είναι προφανές ότι υπ’ αυτές τις συνθήκες καμιά επιμέρους επικοινωνιακή, διπλωματική ή οικονομική επιτυχία, όσο σημαντική και αν είναι, δε μπορεί να παράξει ουσιαστικό εθνικό πολιτικό αποτέλεσμα. Πολύ δε περισσότερο, που κανένα αποτέλεσμα δε μπορεί να παραχθεί, ούτε καν να αξιολογηθεί, αν δεν έχει προηγουμένως συμφωνηθεί και διευκρινιστεί το παραγωγικό μοντέλο με το οποίο η χώρα θα μπορεί να ελπίζει σε μία βιώσιμη και ανταγωνιστική ανάκαμψη. 

Αυτό απλά σημαίνει ότι ο πραγματικός θανάσιμος κίνδυνος για τη χώρα δεν είναι ούτε η χρηματοπιστωτική ασφυξία, ούτε η πτώχευση, ούτε η συνομολόγηση ενός νέου, τρίτου μνημονίου, ούτε η έξοδος από την ευρωζώνη, ούτε η επιστροφή στη λίθινη εποχή της υπερήφανης ψωροκώσταινας και της πληθωριστικής δραχμής. 

Ο πραγματικά θανάσιμος κίνδυνος για τη χώρα είναι να συνεχίσει να πορεύεται προς το άγνωστο με βάρκα το λαϊκισμό που τη βαυκαλίζει παρουσιάζοντας ως αίτια της κρίσης της τα αιτιατά μίας κακοδαιμονίας, που, σε τελική ανάλυση,  διαρκεί, με διαλείμματα, από συστάσεως ελληνικού Κράτους. Άλλοτε με τη μορφή του κοτζαμπασιδισμού των προυχόντων, άλλοτε με τον αλυτρωτισμό του λαουτζίκου, άλλοτε με το μεγαλοϊδεατισμό των μεταπρατών και άλλοτε με το διχασμό των κοινωνικών δυνάμεων σε πολιτικά στρατόπεδα χωρίς ταξικά χαρακτηριστικά και βαθύτερες ιδεολογικές ρίζες. Πάντα, όμως, με ιδεολογικοποιήσεις πλαστών αντιθέσεων που ξόρκιζαν την πραγματικότητα στο όνομα του Αγίου και Αθάνατου Ελληνικού Πνεύματος  δαιμονοποίησης των πάντων, και, κατά προτίμηση, των ξένων, πλην των ημετέρων. Πιο πρόσφατη μεταμόρφωση αυτού του είδους των αντιθέσεων ήταν αυτή που αναβίωσε  τα τελευταία χρόνια ταλαιπωρώντας μας με τους διαχωρισμούς ετερόκλητων πολιτικών δυνάμεων σε «μνημονιακά» και «αντιμνημονιακά» χαρακώματα. 

Πέρασαν έτσι πέντε ολόκληρα χρόνια που, αντί να αξιοποιηθούν για την μετατροπή της κρίσης σε ευκαιρία εθνικής αυτογνωσίας και στρατηγικής αναθεώρησης των προτύπων διοικητικής, κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης, αναλώθηκαν σε ασκήσεις ανεύθυνης επαναστατικής γυμναστικής από τη μία και όχι περισσότερο υπεύθυνης διαπραγμάτευσης από την άλλη, τα οποία προστέθηκαν στα πέντε προηγούμενα χρόνια της μεταολυμπιακής αμερημνησίας που έπνιξαν την οικονομία στον πιο αλόγιστο δανεισμό και στον πιο ανερμάτιστο νεοπλουτικό παρασιτισμό. 

Σύνολο δέκα χρόνια, μέσα στα οποία το ελληνικό πολιτικό σύστημα κατάφερε να μετατρέψει τη χώρα από μέρος του πιο σκληρού πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε μέρος της πιο προβληματικής περιφέρειας της παγκόσμιας οικονομίας! 

Η αναζήτηση και ο καταμερισμός των ευθυνών για το μεγάλο μας εθνικό κατόρθωμα θα μπορούσε να έχει νόημα, αν, πράγματι, γινόταν με όρους που θα μας επέτρεπαν να καταλάβουμε καλύτερα τι πήγε στραβά στη διαχείριση της πιο προνομιακής θέσης στην οποία βρέθηκε το ελληνικό κράτος από συστάσεώς του. Γιατί σίγουρα τέτοια ήταν η θέση που κατέκτησε η χώρα στη μεταπολίτευση, όποιες κι αν υπήρξαν οι στρεβλώσεις του πελατειακού συστήματος, στο βωμό του οποίου κατασπαταλήθηκε ο πλούτος που εισέρευσε, αλλά και παράχθηκε, ως συνέπεια της ένταξης στην ΕΟΚ αρχικά και στην Ευρωζώνη εν συνεχεία. 

Η αναζήτηση και ο επιμερισμός των ευθυνών δε μπορεί να οδηγήσει πουθενά, εφόσον γίνει με τους όρους που περιγράφονται στην απόφαση για τη σύσταση της Εξεταστικής Επιτροπής της Βουλής, όπως αυτή ανακοινώθηκε την περασμένη εβδομάδα και την επομένη της συζήτησης για την πορεία των διαπραγματεύσεων με τους δανειστές μας. 

Μία συζήτηση, άλλωστε, από την οποία κανένας δεν κατάλαβε ούτε τι διαπραγματευόμαστε, ούτε προς τι διαπραγματευόμαστε, ούτε, πολύ περισσότερο, με ποιά κριτήρια θα πρέπει να κριθούν τα αποτελέσματα της διαπραγμάτευσης. 

Όσο η σημερινή κυβέρνηση θα προτιμά να εγείρει περισσότερα ερωτηματικά από όσες δίνει απαντήσεις, τόσο περισσότερο θα γίνεται και η ίδια μέρος της κρίσης στην οποία υποσχέθηκε να βάλει τέλος.

Οι αφορισμοί του τύπου «διαπραγματευόμαστε τη μη επιβολή νέων υφεσιακών μέτρων» μπορεί να συντηρούν προσώρας την καλή δημοσκοπική εικόνα της κυβέρνησης και να καθησυχάζουν τα ανήσυχα κομματικά ακροατήρια του ΣΥΡΙΖΑ, δε συμβάλουν, όμως, στη διευκρίνιση των αναπτυξιακών ζητουμένων της επόμενης ημέρας. Αντιθέτως, επιτείνουν την ασάφεια, που και αυτή, όμως, έχει χάσει το όποιο δημιουργικό νόημα μπορεί να είχε όταν πρωτοχρησιμοποιήθηκε ως μέσο αγοράς χρόνου και προσδοκιών πριν την οριστικοποίηση των όρων της μετάβασης σε μία νέα και παραγωγικότερη συμφωνία με τους εταίρους.  

Τώρα πλέον λειτουργεί ως μόνιμος σχεδόν μηχανισμός παραγωγής αναπάντητων και παραλυτικών αποριών που αναστέλλουν και αποθαρρύνουν κάθε αναπτυξιακό σχεδιασμό. Άλλωστε, καμία κρίση δεν είναι οξύτερη και παραλυτικότερη από αυτή που προκαλείται όταν τα ερωτήματα που γεννά είναι περισσότερα από τις απαντήσεις που δίνονται στην προσπάθεια της υπέρβασής της. 

Όσο η σημερινή κυβέρνηση θα προτιμά να εγείρει περισσότερα ερωτηματικά από όσες δίνει απαντήσεις, τόσο περισσότερο θα γίνεται και η ίδια μέρος της κρίσης στην οποία υποσχέθηκε να βάλει τέλος. Δεν είναι, άλλωστε, τυχαίο ότι πολλαπλασιάζονται, προϊόντος του χρόνου, τα προβλήματα κυβερνησιμότητας και συνοχής που δημιουργούνται με τις διαφοροποιήσεις στελεχών και τις αντιφάσεις των κατά καιρούς τοποθετουμένων αξιωματούχων της κυβέρνησης. Για να μην αναφερθώ στα άλλα, και, μάλιστα, θεσμικότερου χαρακτήρα, προβλήματα που δημιουργούνται  με τις κλιμακούμενες και αυτόνομες πρωτοβουλίες και επιλογές του προεδρείου της Βουλής και τις αποφάσεις αμφίβολης αρμοδιότητας που λαμβάνονται σε περιπτώσεις σαν κι αυτές που οδήγησαν στο σχηματισμό της επιτροπής για το δημόσιο χρέος.

Παίζοντας με το χρόνο και τις καθυστερήσεις, η κυβέρνηση συμπεριφέρεται σα να προτιμά να παίζει μπακότερμα με τον εαυτό της παρά να παίζει μπάλα με αυτούς που αρέσκεται να εμφανίζει ως αντιπάλους και υπονομευτές της.

Και δεν εννοώ, βεβαίως, μόνο αυτούς που μπορεί να επιλέγει, για ευνόητους λόγους, ως εσωτερικούς εχθρούς της στο πλαίσιο του εγχώριου κομματικού ανταγωνισμού. 

Εννοώ, κυρίως, αυτούς που σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο υποτίθεται ότι αποτελούν τους εμπνευστές της νεοφιλελεύθερης στρατηγικής εναντίον της ανάπτυξης και του κοινωνικού κράτους.

Για την πραγματική Αριστερά η άσκηση της διακυβέρνησης δεν υπήρξε ποτέ αυτοσκοπός. Πολύ δε λιγότερο, όταν η ανάληψη της διακυβέρνησης δε συνεπαγόταν αυτομάτως και τον έλεγχο της πραγματικής εξουσίας.

 Για να είμαι, βέβαια, ειλικρινής ουδέποτε κατάλαβα ακριβώς τους λόγους για τους οποίους ο ΣΥΡΙΖΑ φλέγονταν επί δυόμιση χρόνια να αναλάβει το συντομότερο δυνατό τη διακυβέρνηση του τόπου υπό συνθήκες καλπάζουσας κρίσης και περιοριστικών δημόσιων πολιτικών. 

Για την πραγματική Αριστερά η άσκηση της διακυβέρνησης δεν υπήρξε ποτέ αυτοσκοπός. Πολύ δε λιγότερο, όταν η ανάληψη της διακυβέρνησης δε συνεπαγόταν αυτομάτως και τον έλεγχο της πραγματικής εξουσίας.

Για την πραγματική Αριστερά, επίσης, η άσκηση της εξουσίας, υπό το κράτος μίας βαθιάς, μάλιστα, οικονομικής κρίσης, δεν αποτελεί ιδανική συνθήκη επιβεβαίωσης των σχέσεών της με τις ασθενέστερες τάξεις και τις δυνάμεις της εργασίας. Γιατί αυτές απαιτούν την αναδιανομή ενός πλούτου που αν δεν υπάρχει, καμία ενίσχυση της αγοραστικής τους δύναμης  και της προνοιακής τους προστασίας δε μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την αυξημένη συμμετοχή τους στην ευημερία. Ιδιαίτερα όταν το μεγάλο κοινωνικό σκάνδαλο δεν είναι η ύπαρξη ενός άνισα κατανεμημένου πλούτου, αλλά η γενίκευση μίας εξισωτικής μιζέριας.

Τρεις σχεδόν μήνες μετά την αλλαγή της κυβέρνησης τίποτα δε φαίνεται περισσότερο μετέωρο από την υπόθεση σύμφωνα με την οποία η βιασύνη του ΣΥΡΙΖΑ να βρεθεί στην εξουσία έκρυβε κάτι περισσότερο από την επιθυμία του να μη χάσει το τραίνο της. Γι’ αυτό και τίποτα δεν παραμένει περισσότερο μετέωρο από το σχέδιο με το οποίο ταξιδεύει προς άγνωστο προορισμό.

Υπέθετα, βέβαια, ότι πίσω από τη σπουδή που έδειχνε η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ να επισπεύσει τις πολιτικές εξελίξεις και να κερδίσει τις εκλογές θα υπήρχε, τουλάχιστον, όχι μόνον ένα έτοιμο σχέδιο άμεσης επαναδιαπραγμάτευσης της δανειακής σύμβασης με τους εταίρους, αλλά και ένα στοιχειώδες σχέδιο στρατηγικής επανατοποθέτησης των αναπτυξιακών προτεραιοτήτων και στόχων της χώρας, πέραν, μάλιστα, των άμεσων που περιγράφονταν στο πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης

Άλλωστε, το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης δε θα μπορούσε από μόνο του να κάνει τη διαφορά της διαπραγματευτικής ικανότητας της νέας κυβέρνησης. Το λιγότερο που θα χρειαζόταν επιπλέον θα ήταν, σε κάθε περίπτωση, η σύνδεσή της με μία διαφορετική στρατηγική σύλληψη των αναπτυξιακών αναγκών της χώρας. Πολύ δε περισσότερο, που ο αντίλογος στην πολιτική της λιτότητας δε μπορεί να γίνει πειστικός, αν περιορισθεί στην αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης ή στη διαχείριση της δημοσιονομικής εξυγίανσης του Κράτους με αποκλειστικά εισπρακτικού χαρακτήρα μέτρα. 

Τρεις σχεδόν μήνες μετά την αλλαγή της κυβέρνησης τίποτα δε φαίνεται περισσότερο μετέωρο από την υπόθεση σύμφωνα με την οποία η βιασύνη του ΣΥΡΙΖΑ να βρεθεί στην εξουσία έκρυβε κάτι περισσότερο από την επιθυμία του να μη χάσει το τραίνο της. Γι’ αυτό και τίποτα δεν παραμένει περισσότερο μετέωρο από το σχέδιο με το οποίο ταξιδεύει προς άγνωστο προορισμό.

 Ας ελπίσουμε, τουλάχιστον, ότι με τη συμπλήρωση των τριών μηνών στην εξουσία, που συμπίπτει με την πραγματοποίηση του προγραμματισμένου Eurogroup στη Λετονία στις 24 Απριλίου, η μεν κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ θα σταματήσει να παίζει με το χρόνο και τις καθυστερήσεις, η δε χώρα δεν θα εξακολουθήσει μετά την Ανάσταση του Κυρίου να αίρει το σταυρό της αβεβαιότητας που παραλύει τις δυνάμεις της.

Καμιά εξεταστική επιτροπή και κανένας αντιπερισπασμός για τις ευθύνες του αμαρτωλού παρελθόντος δεν πρόκειται να τη λυτρώσει από το μαρτύριο της, ιδιαίτερα αν, εξαιτίας της έλλειψης ενός αξιόπιστου αναπτυξιακού σχεδίου, υποχρεωθεί να αποδεχθεί ένα τρίτο μνημόνιο.

 

Ο Γιώργος Σεφερτζής είναι πολιτικός επιστήμονας-αναλυτής

Γιώργος Σεφερτζής

Share
Published by
Γιώργος Σεφερτζής