Για την Έλλη Λαμπέτη: η πίκρα για τον σπαταλημένο χρόνο

Τότε είχες μπροστά σου τουλάχιστον τριάντα χρόνια καιρό. Τώρα δεν θα ξανάχεις ποτέ τριάντα χρόνια- καθαρά προπάντων, αμεταχείριστα, σαν την πρώτη ποδιά, όταν ακόμα το μπάλωμα δεν την απασχολεί καθόλου.
Μέλπω Αξιώτη, Η Κάδμω, Αθήνα, Κέδρος 2015

Γλύπτης αδέκαστος ο χρόνος σμιλεύει των ανθρώπων τη μορφή και τα ίχνη τους. Ακατάπαυστα. Και μας παραδίδει όλους πίσω αλλιώτικους. Τότε, οι γνωστοί κι οι άγνωστοι, που θαυμάσαμε κι αγαπήσαμε, μοιάζουν να μην είναι πλέον, έτσι όπως τους πλάσαμε με την παιδική μας καρδιά. Οι ονειρικές μορφές του χθες χάνουν κάτι απ’ τα μάγια τους· γίνονται κι αυτές χωμάτινες, σαν τους κοινούς ανθρώπους. 

Σ’ αυτές τις σκέψεις ξαναγυρίζω, κάθε φορά όταν το ημερολόγιο παγώνει για λίγο στις 3 του Σεπτέμβρη. Είναι η μέρα που, πριν από 37 χρόνια, η Έλλη Λαμπέτη έφυγε για έναν πιο δροσερό τόπο, εγκαταλείποντας για πάντα το καμίνι της επίγειας ζωής της. Αναλογίζομαι, λοιπόν, τί να έχει άραγε απομείνει μέσα μου απ’ τη μορφή της. Κάποτε, το εφηβικό μου δωμάτιο πλημμύριζαν το εταστικό βλέμμα κι ο απροσδόκητος ήχος της φωνής της. Έχοντας, ήδη, παγιωθεί σε πρόσωπο μυθικό του ονείρου, μαλάκωνε με τις αθάνατες γητειές και τις μεταμορφώσεις της την τραχύτητα της καθημερινότητάς μας. Κι εγώ την ένιωθα σαν ένα πλάσμα φερμένο από αλλού. Πέραν του κόσμου τούτου. Και για να την κάνω δική μου, ύφαινα υπομονετικά μαζί με τους άλλους το υφαντό της ζωής της, φορτώνοντάς το μ’ αλήθειες και ψέματα. Για να ‘χω κι εγώ μερίδιο στο όνειρο. Είναι που για να επιβιώσει το όνειρο απαιτούνται δύο: εκείνος που σκορπάει τα θαύματα κι εκείνος που τα μάτια κι η ψυχή του μπορούν να τ’ απορροφήσουν. 

   Μεγαλώνοντας και βλέποντας τα ψεύδη του ονείρου να συρρικνώνονται, γύρεψα κι εγώ να δω τις ραγισματιές του μύθου της. Εκείνες που θα την ένωναν στερεά μ’ όλους εμάς, τους κοινούς ανθρώπους. Σκόνταψα, τότε, πάνω στα γεμάτα αλήθεια λόγια της που τόλμησε να πει, όσο ζούσε το μαρτυρικό της τέλος: 

«…Είχα πολλά να κάνω στη δουλειά μου και δεν τα έκανα… Πέντε τάλαντα μου έδωσε ο θεός και τα πέντε του τα επιστρέφω. Δεν τα αξιοποίησα. Δεν καλλιέργησα το ταλέντο μου, για να καρποφορήσει όπως έπρεπε…». 

 Τη φαντάστηκα ν’ αρθρώνει την επίγνωση αυτή του ξοδεμένου παρελθόντος και του αδύνατου μέλλοντος με λαβωμένο το σώμα και τη ψυχή, όμως επιζώσα. Εννόησα την ώριμη μνήμη της, να είναι ποτισμένη απ’ την πίκρα για τον σπαταλημένο χρόνο. Τον χρόνο που δε θα κάνει ποτέ σε κανέναν τη χάρη να γυρίσει πίσω. Και ξάφνου την αφουγκράστηκα σαν ένα ματαιωμένο άνθρωπο κι έγινε τότε πιο οικεία από ποτέ. Χωρίς τα φτιασίδια και τις υπερβολές του μύθου της που οι άλλοι -ζώντες και νεκροί- έχτισαν από θαυμασμό ή και κυνηγώντας το ίδιον συμφέρον. Όχι πια πλάσμα του παραμυθιού, αλλά ένας συν-άνθρωπός μας. 

   Σήμερα, κατανοοώ πιο βαθιά από ποτέ ότι η Έλλη Λαμπέτη άφησε πίσω της μιαν ανεξάντλητη κληρονομιά. Σε όλους μας. Θα την θυμόμαστε πότε μάγισσα του ονείρου να σπέρνει τη ζωή μας μ’ ιδανικές φωνές και χειρονομίες ανεπαίσθητες, όταν ντυνόμαστε και πάλι τα παιδικά μας μάτια, πότε πολεμιστή πικραμένο στα στερνά του να μας προειδοποιεί, ποτέ να μην παραμελήσουμε αυτό το λίγο ή πολύ χάρισμα που μας δόθηκε. 

   Τα πέντε ακατέργαστα τάλαντα που επέστρεψε ακέραια στον θεό έπεσαν σαν ευλογία απ’ τον ουρανό και καρποφόρησαν μες στις ψυχές μας…

          Βερολίνο, 03 Σεπτεμβρίου 2020.

Ανδρέας Λαμπέτης, κλασικός φιλόλογος/μεταπτυχιακός φοιτητής της κλασικής Φιλολογίας, Universität Hamburg/Humboldt-Universität zu Berlin,                                                                                                                                                                                                                                                                                                               

   

 

POPAGANDA

Share
Published by
POPAGANDA