Για την Ελένη: Μάλλον ήρθε η ώρα να καταστραφεί ο κόσμος

Την υπόθεση σχετικά με την Ελένη Τοπαλούδη την παρακολούθησα από την αρχή, πριν καν διαπιστωθεί το μέγεθος της βαναυσότητας. Όσο η Ελένη θεωρούνταν αγνοούμενη, μια φίλη μου έστειλε ένα μήνυμα «αυτή η κοπέλα έχει εξαφανιστεί, δες τι γράφουν στο προφίλ της».

Το προφίλ της Ελένης είχε διαβρωθεί από το σεξιστικό δηλητήριο κι αυτό που προοιωνιζόταν άσχημο, εξελίχθηκε σε φρίκη όταν εντοπίστηκε το βιασμένο, βασανισμένο και άγρια δολοφονημένο σώμα της. Ένα γυναικείο σώμα από το οποίο είχε αφαιρεθεί η ελευθερία, η αυτενέργεια, η σημασία και στο τέλος η ίδια η πνοή. Ένα γυναικείο σώμα που σήκωσαν στα χέρια τους μητέρες, αδερφές και φίλες ως δικό τους, ως σάρκινο καθρέφτισμα της πιο βαθιάς πληγής. Το υπερασπίστηκαν με τις φωνές τους, το περιέθαλψαν με τα δάκρυα τους, το παρηγόρησαν με τη στοργή τους όταν βιάστηκε, κακοποιήθηκε και βεβηλώθηκε ξανά στην αίθουσα του δικαστηρίου. Για να μην είναι μόνο. Για να μπορέσει να δικαιωθεί. 

Η δίκη που ξεκίνησε το Γενάρη, ολοκληρώθηκε μέσα από αντιξοότητες, προσωπικές ανατροπές και οικουμενικές αναταράξεις, την Παρασκευή, αφήνοντας την επίγευση της πικρής λύτρωσης – εξάλλου καμία άλλη αίσθηση δε θα μπορούσε να έχει η λύτρωση που κουβαλάει την απουσία. Ολοκληρώθηκε με κρότο και με λυγμό μαζί, ενταγμένη όμως πλέον σε μια ιστορικότητα που κληροδοτεί ερωτήματα επιτακτικών αλλαγών. Θα προσπαθήσω, λοιπόν, μετά από μια εβδομάδα μεγάλης έντασης και φόρτισης κι έχοντας παρακολουθήσει αρκετές δικάσιμους της υπόθεσης ως γυναίκα δημοσιογράφος – με αυτές τις ταυτότητες απαράμιλλα συνδεδεμένες μεταξύ τους – να σταχυολογήσω τις πιο καίριες παραδοχές και προβληματικές που αναδείχθηκαν στο δημόσιο λόγο. 

Η πρώτη οφειλόμενη επισήμανση είναι η ανεπάρκεια, η αδιαφορία και η σεξιστική μεροληψία του κρατικού μηχανισμού που διαρρηγνύεται μόνο από τη διαφοροποίηση μέσω της εμπρόθετης δράσης ορισμένων ανθρώπων. Η Ελένη είχε βιαστεί ξανά, είχε πάει στην Αστυνομία, η οποία την αποθάρρυνε από την καταγγελία κι αυτή δυστυχώς είναι μια πάγια τακτική Αστυνομίας που λειτουργεί ως πέπλο προστασίας των βιαστών.

Αν η Ελένη ήταν ζωντανή θα είχε θυματοποιηθεί ξανά κατά τη διάρκεια της διαδικασίας. 

Ενδεχομένως να μην είχαμε φτάσει ποτέ σε δίκη ή να είχαν χαθεί πολύτιμα στοιχεία εάν ένας αξιωματούχος του Λιμενικού, ο Θωμάς Ζόβας, δεν είχε ασχοληθεί πρωτοβουλιακά και με προσωπικά μέσα για την εξιχνίαση της υπόθεσης. Παρότι υπήρχαν ισχυρές ενδείξεις τόσο από ανώνυμες μαρτυρίες στον Τύπο, όσο και από τις αντιφάσεις στις καταθέσεις των δύο δραστών ότι είχαν διαπράξει και άλλους βιασμούς, οι πιέσεις που ασκήθηκαν στην τοπική κοινωνία, η απόσπαση της υπόθεσης από τον συγκεκριμένο αξιωματούχο και η αμέλεια των υπηρεσιών δεν τις έφεραν στη δικαστική αίθουσα. Υπάρχει, ως εκ τούτου, τεράστιο ζήτημα ευθυνών τόσο για την υπόθεση της Ελένης, όσο και για τις υπόλοιπες υποθέσεις που δεν διερευνήθηκαν. 

Ο βιασμός ως αντεστραμμένο έγκλημα στην κοινωνική πρόσληψη και τη δικαστική διαδικασία. Έχει διαπιστωθεί σε επίπεδο βιώματος, κοινωνικής εμπειρίας, νομικών αποφάσεων αλλά και κοινωνιολογικής – εγκληματολογικής μελέτης ότι ο βιασμός είναι το κατεξοχήν έγκλημα, στο οποίο αντιστρέφονται οι ρόλοι θύτη – θύματος, καθώς πάντα η ενοχή αναζητείται στο θύμα με αποτέλεσμα οι βιαστές είτε να αθωώνονται, είτε να πετυχαίνουν την ηπιότερη δυνατή ποινική μεταχείριση. Οι γυναίκες φταίνε όταν βιάζονται γιατί ντύνονται προκλητικά, έχουν έντονη σεξουαλική ζωή, είναι απρόσεκτες και τελικά δε βιάζονται. Αυτό το στερεότυπο επιδίωξαν να ανασύρουν οι δράστες με τη συνδρομή των δικηγόρων τους κατά την εκδίκαση. Αρνήθηκαν ότι υπήρξε βιασμός, εξέθεσαν ιδιαίτερα ευαίσθητα και παντελώς άσχετα με το έγκλημα προσωπικά δεδομένα της δολοφονημένης κοπέλας στη δημοσιότητα, διατύπωσαν εξευτελιστικούς ισχυρισμούς, σπιλώνοντας τη μνήμη της Ελένης με στόχο να σπείρουν αμφιβολίες στους δικαστές. Χωρίς καμία μεταμελητική ανάγκη φωτισμού της αλήθειας, χωρίς κανέναν σεβασμό προς μια μαυροφορεμένη μητέρα που δεν ξέρουμε πως ήταν το πρόσωπο της άκλαφτο, χωρίς αιδώ στιγμάτισαν το θύμα.  Αν η Ελένη ήταν ζωντανή θα είχε θυματοποιηθεί ξανά κατά τη διάρκεια της διαδικασίας. 

Τέλος σ’ αυτό τον παραπλανητικό και ταπεινωτικό χειρισμό που επαναλαμβάνεται σε κάθε δίκη βιασμού έθεσε η εισαγγελέας Αριστοτελεια Δόγκα με μια εισήγηση που πέρα από τις εύλογες ή προσχηματικές αιτιάσεις που αρθρώθηκαν, ήταν γενναία και ιστορική. Η εισαγγελέας, μια γυναίκα εισαγγελέας στην καρδιά ενός συντηρητικού και μισογυνικου θεσμού, πίστεψε το θύμα. Κι αυτό ήταν σπουδαίο από μόνο του. Καθάρισε τη μνήμη της Ελένης απ’ όσους προσπάθησαν να τη θολώσουν. Ακόμα περισσότερο υποστηρίζοντας ότι ακόμα κι αν η Ελένη είχε κάνει σεξ το προηγούμενο βράδυ με έναν από τους κατηγορούμενους, «αυτό δε σημαίνει κάτι, γιατί και στην ερωτική σχέση και στο γάμο απαιτείται συναίνεση κάθε φορά» έθεσε για πρώτη φορά ίσως σε ελληνικό δικαστήριο τη συναίνεση ως μοναδικό κριτήριο για το βιασμό.νΑφουγκράστηκε την κραυγή των θηλυκοτήτων ενάντια στην παραβίαση των σωμάτων και δικαιώνοντας την Ελένη, δικαίωσε μαζί και όλες εκείνες που βιάστηκαν και δεν τις πίστεψαν. Έτσι δημιούργησε ένα σημαντικό δικαστικό προηγούμενο που λέει ότι το σεξ χωρίς συναίνεση είναι βιασμός, καταδεικνύοντας ότι η Ελένη βασανίστηκε και δολοφονήθηκε άγρια, επειδή είπε όχι. Συμπύκνωσε με το δικό της τρόπο που σίγουρα δεν ήταν όσο διάφανος ή συμπεριληπτικός θα θέλαμε,  τη φεμινιστική θεωρία για την αντικειμενοποίηση του γυναικείου σώματος στην κατακλείδα της ότι «το 2020 οι γυναίκες εξακολουθούν να αντιμετωπίζονται από κάποιους ως τίποτα». Αυτό είναι η έμφυλη βία. 

Δημιουργήθηκε ένα σημαντικό δικαστικό προηγούμενο που λέει ότι το σεξ χωρίς συναίνεση είναι βιασμός, καταδεικνύοντας ότι η Ελένη βασανίστηκε και δολοφονήθηκε άγρια, επειδή είπε όχι.

Κι εδώ έρχεται η συντεχνιακή σύμπνοια να αντιπαρατεθεί στο κοινωνικό συμφέρον. Η ανεκδιήγητη εισβολή μελών του Δικηγορικού Συλλόγου Αθήνας σε μια εν εξελίξει δίκη και η σπουδή πολλών δικηγόρων να ψέξουν την εισαγγελέα που άσκησε κριτική στους χειρισμούς των συνηγόρων υπεράσπισης των δύο δραστών, συνιστά αφενός μη επιτρεπτή παρέμβαση στη διαδικασία και αφετέρου αποτυπώνει το έλλειμμα ενσυναίσθησης, αυτοκριτικής και συμπερίληψης στο συγκεκριμένο επαγγελματικό κλάδο (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αφορά στο σύνολο του κλάδου και ότι δεν υπήρξαν δημόσια τουλάχιστον φωτεινές εξαιρέσεις). Αν το πρόβλημα σου είναι η διαπίστωση της εισαγγελέως ότι οι συνήγοροι υπεράσπισης «συσκότισαν την αλήθεια» και όχι ο παιδαριώδης και παντελώς αβάσιμος ισχυρισμός ενός εξ αυτών ότι «βιασμό με στηθόδεσμο δε μπορώ να φανταστώ», τότε σημαίνει ότι δεν έχεις εντάξει καμία διάσταση ακεραιότητας και αξιοπρέπειας στα καθήκοντα ενός επαγγέλματος. Έχω παρακολουθήσει πολλές δίκες έμφυλων εγκλημάτων. Σε όλες οι επιζώσες ή τα θύματα δε στιγματίζονται μόνο από τους κακοποιητές αλλά και από τους συνηγόρους τους που αναγάγουν την ηθική και ψυχολογική καταρράκωση τους σε υπερασπιστική γραμμή. Έχω διερωτηθεί πολλές φορές εάν υπερασπίζονται τα δικαιώματα των κατηγορουμένων ή ταυτίζονται μαζί τους, γιατί είμαι σίγουρη ότι υπάρχει τρόπος να μην υποστείλεις ούτε κατ’ ελάχιστον το δικαιωματικό πλαίσιο που ορθώς απολαμβάνουν οι κατηγορούμενοι και την ίδια στιγμή να μη τσακίσεις τα θύματα, αναπαράγοντας τις πιο σκοταδιστικές και σεξιστικές μυθοπλασίες. Μια κουβέντα που άνοιξε, λοιπόν, καλό είναι να συνεχιστεί και να επιφέρει τις απαραίτητες καταστατικές αλλαγές για το πώς η ίδια η ποινική διερεύνηση και η δικηγορική εργασία στις υποθέσεις έμφυλης βίας θα ορίζονται από ένα περίγραμμα δεοντολογίας που δε θα τιμωρεί ξανά τις επιζώσες και τα θύματα. 

Μαζί με αυτά προέκυψε νομίζω η ανάγκη να αναγνωριστεί και νομικά ο όρος «γυναικοκτονία» και να ενταχθεί το σεξιστικό κίνητρο ως επιβαρυντική διάσταση στον Ποινικό Κώδικα. Ο όρος «γυναικοκτονία» παρότι έχει εισαχθεί στη διεθνή επιστημολογία από το 1976, στην Ελλάδα αναδύθηκε για πρώτη φορά με τέτοια ορμητικότητα στη δημόσια σφαίρα, όταν δολοφονήθηκε η Ελένη. Η Ελένη δολοφονήθηκε επειδή ήταν γυναίκα, επειδή το όχι της δεν έγινε σεβαστό, επειδή δύο άνδρες είχαν γαλουχηθεί με την πεποίθηση ότι η δική τους επιθυμία είναι υπέρτερη και μπορούν να την κυνηγήσουν με κάθε κόστος, ότι έχουν δικαίωμα ζωής και θανάτου πάνω στα θηλυκά σώματα.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

Εύστοχα και, επίσης, προσεγγίστηκε η έμφυλη βία όχι ως εξατομικευμένη συμπεριφορά αλλά ως συμπίλημα στο οποίο τέμνονται αξίες και ευθύνες. Είναι οι ευθύνες του κρατικού μηχανισμού που αναλύθηκαν και παραπάνω αλλά είναι και οι ευθύνες της οικογένειας στην αναπαραγωγή του προτύπου της τοξικής αρρενωπότητας. Αυτή είναι η ανάγνωση των αποστροφών της εισαγγελέως προς τον πατέρα ενός εκ των δραστών «Εσείς τον κάνατε το τέρας που έγινε ή εσείς τον μάθατε να βιάζει». Κανένας δε γεννιέται βιαστής και κακοποιητής. Ούτε «τέρατα» υπάρχουν. Άνδρες καθημερινοί υπάρχουν  που γίνονται βιαστές και κακοποιητές, καθώς η πατριαρχία ως γερά θεμελιωμένο σύστημα έμφυλης καταπίεσης διαπερνά όλο το φάσμα της κοινωνικής ζωής, υπερβαίνοντας φυλετικές, εθνοτικές ή θρησκευτικές αντιθέσεις. Γι’ αυτό ήταν σημαντικό το ότι έπεσε στο κενό η απροκάλυπτη προσπάθεια να γιγαντωθεί η ενοχή του αλβανικής καταγωγής δράστη και να μικρύνει του ελληνικής καταγωγής και από πλούσια οικογένεια δράστη. Όπως, και η μη αποδοχή της ψυχιατρικοποίησης που επιδιώχθηκε κι έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον ότι το δικαστήριο αποφάσισε να διερευνηθούν οι τυχόν ποινικές ευθύνες όσων πρόθυμα συνέπραξαν σε μια τακτική που συνεχίζοντας το στιγματισμό της ψυχικής ασθένειας, αποσκοπούσε στον εμπαιγμό της δικαιοσύνης. Οπότε ας πάψουν οι φαντασιόπληκτες ιαχές για κρεμάλες, όχι μόνο γιατί φέρνουν αναγούλα αλλά κυρίως γιατί καμία βαρβαρότητα δε διορθώνεται με βαρβαρότητα. Ας μιμηθούν λίγο την κοπιαστική ψυχραιμία του πατέρα της Ελένης και ας αντλήσουν την έμπνευση τους από τις διεκδικήσεις του φεμινιστικού κινήματος που ποτέ δεν επικεντρώθηκαν μόνο σε ζητήματα ποινών αλλά σε διαρθρωτικούς μετασχηματισμούς στην κατεύθυνση της έμφυλης ισότητας και της κοινωνικής δικαιοσύνης. Η προτεραιοποίηση της νομικής αναγνώρισης της γυναικοκτονίας, δεν είναι τυπικό ζήτημα. Θα σηματοδοτήσει την αναγνώριση εκ μέρους της Πολιτείας ότι εξετάζοντας τη δολοφονία της Ελένης, της Αγγελικής, της Ερατούς, της Σούζαν δε βλέπει μια εξαίρεση, ένα έγκλημα «πάθους ή τιμής» αλλά βλέπει ένα έγκλημα έμφυλης κυριαρχίας και τουλάχιστον δεν το κανονικοποιεί αλλά το αποτρέπει. 

Μετά την απόφαση. Η μητέρα της δολοφονημένης φοιτήτριας Ελένης Τοπαλούδη, ξεσπά σε κραυγές στο άκουσμα συνθημάτων για την κόρη της από αλληλέγγυους και μέλη φεμινιστικών οργανώσεων κατά την διάρκεια παράστασης διαμαρτυρίας έξω από τα δικαστήρια. ΑΠΕ-ΜΠΕ/ΚΩΣΤΑΣ ΤΣΙΡΩΝΗΣ

Μετά την απόφαση. Ο πατέρας της δολοφονημένης φοιτήτριας Ελένης Τοπαλούδη, ευχαριστεί αλληλέγγυους και μέλη φεμινιστικών οργανώσεων κατά την διάρκεια παράστασης διαμαρτυρίας έξω από τα δικαστήρια. ΑΠΕ-ΜΠΕ/ΚΩΣΤΑΣ ΤΣΙΡΩΝΗΣ

Ένα άλλο σημείο που θεωρώ αξιομνημόνευτο και δηλωτικό των έμφυλων ιεραρχήσεων και στερεοτύπων είναι το γενικευμένο mansplaining που ξεχύθηκε φαρδιά – πλατιά μπροστά μας, πάλι με αφορμή την εισαγγελική εισήγηση. Σχολιάστηκε επικριτικά άλλοτε με την ωμότητα της κυβερνητικής παρέμβασης κι άλλοτε με γραφειοκρατική ή διαφωτιστική νουθεσία ο συναισθηματισμός όχι μόνο της ίδιας της Εισαγγελέως αλλά και των θηλυκοτήτων που ρίγησαν με την ομιλία της. Δε θα γράψω τα αυτονόητα νομικά, ότι η Εισαγγελέας δε δικάζει αλλά εισηγείται εκπροσωπώντας την κοινωνία, ότι δεν είναι φεμινίστρια αλλά εισαγγελέας, ούτε το ότι προσωπικά τρόμαξα πολύ περισσότερο με το παγωμένο και νηφάλιο πρόσωπο της κυρίας Οικονόμου όταν στην πρότασης εισηγούνταν την απαλλαγή όλης της Χρυσής Αυγής πλην Ρουπακιά για τα ναζιστικά εγκλήματα.

Θεωρώ ότι η ουσία αυτής της συζήτησης κρύβεται κάπου αλλού, για την ακρίβεια στο πεδίο των γλωσσικών αναπαραστάσεων και πως εκεί ο ορθολογισμός ως νεωτερικό τοτέμ ταυτίζεται με την αρρενωπότητα, ενώ ο συναισθηματισμός σχεδόν παθολογικοποιείται και ταυτίζεται με τη θηλυκότητα. Η καταστολή του συναισθήματος είναι στοιχείο της βιοπολιτικής πειθάρχησης με στόχο το αδιατάρακτο των σχέσεων εξουσίας. Αν το σκεφτείς, τις τελευταίες μέρες, cis straight άνδρες στην πλειονότητα τους, εγκαλούσαν γυναίκες ως παρασυρμένες, παραδίδοντας μαθήματα φεμινισμού ή Ποινικής Δικονομίας ανάλογα με την πολιτική απόχρωση της τοποθέτησης τους, μας έλεγαν πως πρέπει να νιώσουμε ή να αντιδράσουμε για μια υπόθεση που πρωτίστως αφορά το δικό μας βίωμα. Στην κεντρικότητα αυτής της λεκτικής ανταλλαγής βρίσκεται η ενσώματη θέση από την οποία εκφέρει λόγο το κάθε υποκείμενο. Πολλές γυναίκες στο πρόσωπο της Ελένης δε βλέπουν μόνο ένα αποτρόπαιο έγκλημα ή μια γενική αποκήρυξη της έμφυλης βίας. Βλέπουν τις κόρες τους, τις αδερφές τους, τις φίλες τους ή τις εαυτές τους να μπαίνουν στο αμάξι ενός γνωστού και να καταλήγουν πεταμένες από τα βράχια. Κι αυτή είναι μια ειδοποιός διαφορά αντίληψης, γιατί μας θυμίζει ότι το βίωμα, η ενσώματη εμπειρία, η συλλογική μνήμη είναι κομβικές παράμετροι πολιτικοποίησης και κοσμοθεωρίας, πολύ πιο ισχυρές από τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ή την εργαλειακή ορθολογικότητα. Γι’ αυτό θα ήταν χρήσιμο και λιγότερο προσβλητικό, οι άνδρες πριν επαναφέρουν στην έμφυλη τάξη τις βουρκωμένες γυναίκες, να τσεκάρουν το ανδρικό τους προνόμιο και να δίνουν περισσότερο χώρο στις αφηγήσεις των γυναικών. Θα είναι ένα διάβημα συμπερίληψης αλλά και αυτοκριτικής στην τοξική αρρενωπότητα. 

Η οικογένεια της Ελένης Τοπαλούδη δεν ένιωσε μόνη. Βρήκε συμπαράσταση. Η δίκη δεν έμεινε στο σκοτάδι.

Τέλος, αυτή η υπόθεση δε θα ήταν η ίδια, αν το φεμινιστικό κίνημα δεν την έκανε δική του από την πρώτη μέρα. Η πορεία που καλέστηκε για το βιασμό και τη γυναικοκτονία της Ελένης Τοπαλούδη ήταν μια από τις μεγαλύτερες και εντονότερες φεμινιστικές διαδηλώσεις που έχουν γίνει στην εποχή μας. Από την πρώτη δικάσιμο μέλη των φεμινιστικών συλλογικοτήτων της Καμίας Ανοχής, του Μοβ και αυτόνομες φεμινίστριες ήταν εκεί μαζί με ερευνήτριες και δικηγορίνες να καταγράφουν με δεμένα στομάχια την αγριότητα που διαμειβόταν. Η οικογένεια της Ελένης Τοπαλούδη δεν ένιωσε μόνη. Βρήκε συμπαράσταση. Η δίκη δεν έμεινε στο σκοτάδι. Ήταν σαφές σε κάθε στάδιο ότι υπήρχε κοινωνικός έλεγχος. Τα ουρλιαχτά της μητέρας της Ελένης μαζί με τα παρατεταμένα συνθήματα άνοιξαν τρύπες στους ογκώδεις τείχους του Εφετείου και ακούγονταν την ώρα της ανακοίνωσης της απόφασης, συγκροτώντας μια κοινότητα τραύματος και πένθους που δεν είναι διατεθειμένη να σιωπήσει και να ησυχάσει. 

Μέλη φεμινιστικών οργανώσεων και οργανώσεων προστασίας των δικαιωμάτων των γυναικών παρίστανται στα δικαστήρια, όπου εκδικαζόταν η υπόθεση της δολοφονίας και βιασμού της φοιτήτριας Ελένης Τοπαλούδη, ως ένδειξη συμπαράστασης στην οικογένεια Τοπαλούδη, την ημέρα της αναγγελίας της απόφασης του δικαστηρίου, Αθήνα, Παρασκευή 15 Μαΐου 2020. ΑΠΕ-ΜΠΕ/ΚΩΣΤΑΣ ΤΣΙΡΩΝΗΣ

Από την τελευταία μέρα της μελαγχολικής κάθαρσης θα κρατήσω την κραυγή της μητέρας της Ελένης – βγαλμένη από τον πιο αρχαϊκό πόνο, την αδιαπέραστη από κάθε βρωμιά τρυφερότητα του κυρίου Γιάννη με κατακόκκινα μάτια, την ιερή ανατριχίλα που προκάλεσαν όταν πήγαν στα κάγκελα να ευχαριστούν το συγκεντρωμένο κόσμο, το social distancing που τσαλαπατήθηκε όχι για σιντριβάνια αλλά για το αγκάλιασμα σωμάτων που καταρρέουν ή ξεσπούν, όλες και όλα που πήραν άδεια από τη δουλειά ή που δεν έχουν δουλειά και ξεροστάλιασαν στα πυρωμένα πλακάκια του Εφετείου για ώρες, τη συγκίνηση που προσπάθησε να κρύψει η εισαγγελέας όταν μπήκε στην αίθουσα εμφανώς καταβεβλημένη και καταχειροκροτήθηκε, , το αυθόρμητο, επίμονο, απολύτως συντονισμένο, σα μακρόσυρτη οργισμένη λιτανεία «Ποτέ μη ξεχαστεί τι κάναν στην Ελένη/ Καμία άλλη δολοφονημένη» που συντάραξε την Αλεξάνδρας. Την υπόσχεση. 

«Ας επικρατήσει δικαιοσύνη και ας καταστραφεί ο κόσμος όλος» λοιπόν. Ο κόσμος αυτός που στερεί τη ζωή, που ακυρώνει την επιθυμία, που ψαλλιδίζει τα όνειρα, που σκορπάει τρόμο, που κάνει το αδιανόητο διανοητό, που αφήνει πίσω του ανθρώπινα συντρίμμια μάλλον ήρθε η ώρα να καταστραφεί. Να φυτρώσει ομορφιά στη θέση του.

Μαρία Λούκα

Share
Published by
Μαρία Λούκα