Ας πρόσεχε κανείς … Τόνους άρθρων – ακαδημαϊκών και μη – καταγγελτικού χαρακτήρα είχα καταπιεί περί της διαβρωτικής /διεγερτικής/εθιστικής φύσης των social media πριν προβώ κι εγώ τελικά στο απονενοημένο διάβημα πέρσι το καλοκαίρι. Μ’ έτρωγε όμως η περιέργεια – ειδικά όταν έβλεπα το σκάλωμα που έχουν φάει εδώ και χρόνια γνωστοί και φίλοι – και τέλος πάντων, βαρέθηκα να παριστάνω το νεο -λουδίτη που λειτουργεί υπεράνω της ψηφιακής επικοινωνίας. Σκέφτηκα ότι έτσι κι αλλιώς η δουλειά (η ενημέρωση, η ανάθεση, το editing, το γράψιμο) στην οθόνη και το ίντερνετ συμβαίνει, οπότε «δε γαμιέται», και στο φινάλε μπορώ να χρησιμοποιήσω το μέσο με τους δικούς μου όρους,  ως όχημα κοινοποίησης άρθρων, ανταλλαγής απόψεων και γενικά ως σελίδα ηλεκτρονικού περιοδικού. Χωρίς τρελή προσωπική εμπλοκή δηλαδή και κωλύματα πάσης φύσεως.  

Πλάνη οικτρά, γιατί προφανώς τα σπασικλοζαβά στο Χάρβαρντ και στην Silicon Valley δεν κολλάνε μπρίκια, κι από τη στιγμή που μπαίνεις στο χορό και χάνεις το «ηθικό πλεονέκτημα» της μη εμπλοκής στην αλγοριθμική δίνη του μέσου, σε χορεύει αυτό και βρίσκεσαι εκτεθειμένος να λούζεσαι όλα αυτά που τόσο καιρό κορόιδευες. Ουδείς το αποφεύγει υποθέτω, αφού κανένα σχετικό άρθρο δεν μπορεί να σε προετοιμάσει για τα «έκτακτα περιστατικά» και τις «ακραίες καταστάσεις» που μπορείς να μπλέξεις σ’ ένα χώρο που μια τρικυμία σε σφηνάκι μπορεί ανά πάσα στιγμή να εξελιχθεί σε τσουνάμι παρεξηγήσεων και αντεγκλήσεων μεταξύ φίλων – με ή χωρίς εισαγωγικά.   

Οι ευαισθησίες στο Facebook είναι πολύ ιδιότροπες και η διέγερση διάχυτη σ’ αυτό το πλέγμα επικοινωνίας και επαφής που βασίζεται σε μια διαρκή αξιολόγηση. Βασικό κριτήριο επιβίωσης εκεί μέσα (ή εδώ μέσα, αν το διαβάζει κανείς αυτό στο fb) είναι, όπως και στην ‘αληθινή’ να μη σε νοιάζει και τόσο η πρόσληψη της fb περσόνας σου από τους άλλους, γιατί η προσμονή, η αγωνία αποδοχής και η πικρία καρφώνονται πιο έντονα στα social media εξαιτίας του ανταγωνιστικού χαρακτήρα των μέσων αυτών. Έτσι δε και μπλέξεις σε πολιτική αντιπαράθεση  – και διαθέτει σπάνια αυτοσυγκράτηση ο χρήστης που μπορεί να το αποφύγει στο δηλητηριώδες και διχαστικό κλίμα που ζούμε εδώ και καιρό – το πιο πιθανό είναι να καταγραφείς ως στερεοτυπικός φορέας συγκεκριμένης ατζέντας και να στοχοποιηθείς στους   καθημερινούς μικρούς εμφύλιους σπαραγμούς. Επίσης, δεν πρέπει επ’ ουδενί  να μπαίνεις μεθυσμένος από χαζοξενύχτι και σε επιθετικό mood, γιατί αν η αυτοσυγκράτηση έχει πάει για ύπνο, είναι πιθανό να κάνεις κάποιο ποστ/σχόλιο που θα σε στοιχειώσει την άλλη μέρα κάνοντας το χανγκόβερ αφόρητο.   

Στη ζωή δεν είμαι τόσο βέβαιος, στο fb πάντως οι φίλοι είναι σίγουρα το παν, αν επιζητείς κάποια στοιχειώδη ανταπόκριση στις αναρτήσεις σου και έχεις τη διάθεση να συμβιβαστείς με το savoir faire, τους κώδικες, ακόμα και με τις ιεραρχικές δομές του μέσου που σε καθοδηγούν στις διάφορες πίστες επικοινωνίας και αναπόφευκτης συμμετοχής σε λέσχες, φατρίες, και ομάδες που συγκροτούν οι φίλοι με κοινές αντιλήψεις (είτε ιδεολογικές, είτε αισθητικές, είτε και τα δύο μαζί). Έχει πλάκα το βλέμμα αναγνώρισης (και έγκρισης) και το χαμόγελο συγκατάβασης που επιστρατεύει κανείς αντανακλαστικά όταν συστήνεται και «ζωντανά» με κάποιον friend από το fb, με τον οποίο έχει ανταλλάξει φιλοφρονήσεις και πολλά like, και η σύμπτωση βασικών αντιλήψεων είναι δεδομένη – ενδεχομένως να έχουν καθιερωθεί και μυστικές χειραψίες μασονικού τύπου, δεν έχω φτάσει εκεί ακόμα. 

Ουδείς αποφεύγει την κατασκευή μιας εξιδανικευμένης περσόνας που καθορίζεται από μια αλληλουχία ευσεβών πόθων, υπάρχουν όμως πολλές διαβαθμίσεις: κάποιοι που γνωρίζεις από κοντά είναι απολύτως συμβατοί με την fb προσωπικότητα τους, και κάποιοι όχι, γεγονός που τους κάνει να φαίνονται σούπερ creepy, ειδικά αν έχεις ανταλλάξει μαζί τους μηνύματα στο πριβέ lounge του ινμποξ. Γι αυτό και ίσως είναι καλύτερο να διατηρείται η απόσταση και η ασφάλεια που παρέχει αυτό το μέσο, που τελικά μόνο ως αμφιλεγόμενο μπορείς να το προσδιορίσεις. Όμως, όμως, όμως… παρά τον εθισμό και μια αλυσίδα από παράπλευρες απώλειες, αξίζει το (πολύ ανησυχητικό) χάσιμο χρόνου, όταν γνωρίζεις έστω κι έτσι ξεχωριστούς ανθρώπους που δε θα γνώριζες «εκεί έξω», και διαβάζεις κάτι υπέροχα κείμενα από άτομα που δεν είναι κάν ‘δουλειά’ τους το γράψιμο και τα προσφέρουν ως δώρα στους φίλους. Τότε είσαι πρόθυμος να ξεχάσεις ακόμα και τη βαθιά μοναχικότητα – κραυγές βοώντος εν τη ερήμω, κυριολεκτικά – που αντανακλάνε τόσα και τόσα ποστ ειδικά αργά τη νύχτα, και να δοξολογήσεις το ίδιο το μέσο, αλλά, όπως έλεγε και ο Χάρβει Καϊτέλ στο Pulp Fiction, «ας περιμένουμε λίγο ακόμα πριν πάρουμε πίπες ο ένας στον άλλο».  

Δημήτρης Πολιτάκης

Share
Published by
Δημήτρης Πολιτάκης