Είναι βαθύ απόγευμα στο συνηθισμένο στενό, έξω από το μαγαζί που σχεδόν ξέρω και σχεδόν γνωρίζουν όλοι. Από τα γύρω στενά, κοντά στην Ακρόπολη πετάγονται διάφοροι αρχαίοι τύποι. Φοράνε ολόασπρα φουστάνια, κελεμπίες, μάξι, νυχτικά, τηβέννους, αροκάριες ανθίζουν, βουκαμβίλιες ξεψυχούν. Στην μέση ο Ισοκράτης, παρά ολίγον Σωκράτης. Στο κέντρο ο Αριστοτέλης, έχων απαντήσεις για σχεδόν όλα, βεβαιότητες για σχεδόν τίποτα, όλα αραδιασμένα με νομοτελειακά δομημένη σειρά. Αποδεδειγμένα, παραδεδειγμένα, με μια αφοσιώση που ξεπερνούσε τον Πλάτωνα και με μια σαφήνεια σίγουρα πολύ μεγαλύτερη από του Ηράκλειτου. Όλοι τους κοιτάμε. Γιαπωνέζοι με βιντεοκάμερες, Βουλγάρες να σερβίρουν σε υπαίθρια τυροπιτάδικα τους προσφέρουν λουκανικόπιτες, ένας οδηγός λεωφορείου σταματάει και τους λέει να μπουν μέσα. Φοβούνται. Το μουσείο είναι αυτοί ουσιαστικά, τα μάρμαρα τους γνωρίζουν και τους θυμούνται. Σε μια στιγμή ο Αλκιβιάδης πετάγεται πάνω από όλους, τον σταματά η Μελίνα Μερκούρη και ο Περικλής δείχνει να ενοχλείται. Πετάει στον αέρα και κλαίει για τις Συρακούσες για να διαβάσει Νικομάχεια, Ηθικά και Πολιτικά. Σχεδόν βράδυ, όλοι πάνε για ποτό, και ένα τραγούδι λέει “Φέρτε τα πίσω, αμέσως”. Φαίνεται πως το απόγευμα ζαλίζει κοντά στην Ακρόπολη, επιστροφή στην Κολιάτσου που ξέρετε, δίπλα σχεδόν στο Σούνιο.

Θοδωρής Πανάγος

Share
Published by
Θοδωρής Πανάγος