H κρίση στην Ευρώπη είναι μία «υπαρξιακή κρίση», είπε πριν από λίγες ενώπιον της Άνγκελα Μέρκελ και του Φρανσουά Ολάντ ο επικεφαλής των Φιλελεύθερων-Δημοκρατών στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, Γκι Φερχόφστατ. «Αν εξαφανιστεί η Ευρωζώνη και διαλυθεί η Συνθήκη του Σένγκεν, αυτό που θα μας απομείνει είναι μία ηττημένη συνομοσπονδία εθνών. Θα είμαστε αδύναμοι οικονομικά και ασήμαντοι για τις παγκόσμιες εξελίξεις».
Η οικονομική κρίση στην Ευρωζώνη και το μεταναστευτικό ζήτημα απέδειξαν ότι τα κράτη-μέλη της ΕΕ και της Ευρωζώνης αδυνατούν να συνεργαστούν, όταν έρχονται αντιμέτωπα με ουσιαστικά προβλήματα. Οι λύσεις, αν μπορούν να χαρακτηριστούν ως τέτοιες οι πολιτικές που εφαρμόζονται για την αντιμετώπιση της οικονομικής δυσχέρειας και των τεράστιων κυμάτων προσφύγων, είναι περισσότερο εθνικές, παρά ενωσιακές.
Μεγάλη μερίδα των Ευρωπαίων πολιτών δεν είναι ικανοποιημένη από τη λειτουργία της ΕΕ και της νομισματικής ένωσης. Φαίνεται ότι το ευρωπαϊκό πρότζεκτ είναι πιο αντιδημοφιλές από ποτέ. Αυτό δίνει άπλετο πολιτικό χώρο στους Ευρωσκεπτικιστές, οι οποίοι επιχειρούν να εμβαθύνουν τις ρωγμές που έχουν διαγραφεί στο οικοδόμημα της Ευρώπης.
Η Ευρώπη βρίσκεται σ’ ένα σταυροδρόμι και ο Φερχόφστατ έχει δίκιο, όταν συναρτά την πολιτική επιβίωση της Ευρώπης με την επιβίωση της Ενωμένης Ευρώπης. Δεν χρειάζεται παρά να κοιτάξει κανείς τον παγκόσμιο χάρτη, για να καταλάβει πόσο μικρή είναι η Γερμανία σε σχέση με τις ΗΠΑ, πόσο μικρή είναι η Γαλλία σε σύγκριση με την Κίνα, πόσο μικρή είναι η Ελλάδα σε σύγκριση με την Τουρκία. Οι ευρωπαϊκοί λαοί αδυνατούμε να καταλάβουμε ότι κάθε ευρωπαϊκό κράτος δεν έχει καμία πολιτική ή οικονομική ισχύ στο διεθνές στερέωμα, αν αποφασίσει ή αναγκαστεί από τα πράγματα να πορευτεί μόνο του, έξω από ένα κοινό ευρωπαϊκό πλαίσιο. Έχουμε, ως λαοί, επιδείξει απίθανα επίπεδα κοντόφθαλμης σκέψης, με το να πουλάμε τσαμπουκά ο ένας στον άλλον, χωρίς να συλλαμβάνουμε τη μηδαμινή διάσταση που έχουμε στο κόσμο, ως ανεξάρτητες πολιτειακές οντότητες.
Η Ευρώπη δεν είναι το πρόβλημα, όπως θέλουν να υποστηρίζουν οι Ευρωσκεπτικιστές, εντός και εντός Ελλάδας. Το πρόβλημα είναι ότι έχουμε λίγη Ευρώπη, ότι έχουμε πολλές εθνικές κυβερνήσεις που βάζουν φρένο στην αντιμετώπιση των προκλήσεων του 21ου αιώνα με πραγματικές ευρωπαϊκές πολιτικές. Το φάντασμα της ευρωπαϊκής κρίσης οφείλεται εν πολλοίς στο ότι ο περιορισμός της εθνικής κυριαρχίας των κρατών-μελών της ΕΕ δεν συνδυάστηκε με μία νέα, πανευρωπαϊκή κυριαρχία. Είναι το αποτέλεσμα της έλλειψης ενότητας μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών.
«Το προσφυγικό δεν είναι ευρωπαϊκό πρόβλημα, είναι γερμανικό πρόβλημα», αναφέρει ο ακροδεξιός πρωθυπουργός της Ουγγαρίας, Βίκτορ Ορμπάν.
Μπορεί να προκαλεί δυστοκία, όμως η παγκοσμιοποίηση απαιτεί τη διαμόρφωση «μίας και αδιαίρετης» Ευρώπης. Ενός νέου κράτους, που θα βασίζεται στις κοινές πολιτικές και φιλελεύθερες αρχές της ιστορικής ευρωπαϊκής παράδοσης. Η επιτυχία και η πολιτική επιβίωση των Ευρωπαίων πολιτών εξαρτάται από τη δημιουργία μίας ευρωπαϊκής συνομοσπονδίας, με ένα νόμισμα, μία εξωτερική πολιτική, έναν στρατό.
Η απόρριψη της παραπάνω προοπτικής αγνοεί τη διάσταση των σημερινών προκλήσεων που αντιμετωπίζει η Ευρώπη, καθώς στο σύνολό τους είναι ζητήματα ευρωπαϊκού ή διεθνούς χαρακτήρα, τα οποία τα ευρωπαϊκά κράτη αδυνατούν να αντιμετωπίσουν το καθένα ξεχωριστά.
Μερικές δεκαετίες πριν, όταν το Τείχος του Βερολίνου χώριζε στα δύο την Γηραιά Ήπειρο, η Ενωμένη Ευρώπη αποτελούσε ένα μακρινό όραμα. Σήμερα, φαίνεται να μην έχει καμία σημασία. Η νέα σημασειοδότησή του δεν μπορεί παρά να γίνει με γνώμονα μία Ευρώπη ενωμένη και δημοκρατική, που θα διατελέσει ενεργό ρόλο σε περιφερειακό και παγκόσμιο επίπεδο.
Οι πολέμιοι της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, ως μίας διαδικασίας που στοχεύει στο «ένα και αδιαίρετο» ευρωπαϊκό κράτος, αγνοούν ακόμη τους πολιτικούς και στρατιωτικούς κινδύνους που ελλοχεύουν για μία κατακερματισμένη Ευρώπη. Όποια και αν είναι η κριτική που ασκείται στην αστική δημοκρατία σήμερα – κριτική εύλογη για ένα πολίτευμα που παρουσιάζει αρκετά προβλήματα και αστοχίες – κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι πρόκεται για το πιο δημοκρατικό μοντέλο διακυβέρνησης που υπάρχει αυτή τη στιγμή στον πλανήτη. Η Δυτική Δημοκρατία είναι πιο δημοκρατική από την Κίνα, πιο δημοκρατική από τη Λατινική Αμερική, πιο δημοκρατική από τη Ρωσία του Βλάντιμιρ Πούτιν.
H ομιλία του Γκι Φερχόφστατ στην συνεδρίαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, όπου συμμετείχαν οι Άνγκελα Μέρκελ και ο Φρανσουά Ολάντ
Αν η Ευρώπη διαλυθεί, ή αν μαραζώσει πολιτικά μένοντας προσκολλημένη σε ένα ημιτελές μοντέλο όπως το σημερινό, η οικονομική της αποτυχία θα σημάνει και την άνοδο των αντιδημοκρατικών δυνάμεων στη Ευρώπη. Η οικονομική καχεξία θα θεωρηθεί απότοκο του δημοκρατικού μοντέλου διακυβέρνησης και σύντομα η οικονομική δυσχέρεια θα μετατραπεί σε πολιτική κρίση. Κάποιοι υποστηρίζουν σήμερα ότι περισσότερη Ευρώπη σημαίνει λιγότερη Δημοκρατία. Η συνάρτηση είναι αντίστροφη. Λιγότερη Ευρώπη είναι η πιο αποτελεσματική συνταγή για μία αντιδημοκρατική Ευρώπη. Ακόμη, αν αποτύχουμε οικονομικά, ας μην θεωρούμε αυτονόητη την εδαφική ακεραιότητα της Ευρώπης, στα εδάφης της οποίας η Ρωσία προέβη σε έναν έντονο «στρατιωτικό ακτιβισμό», με την προσάρτιση της Κριμαίας.
Το πραγματικό ιδεολογικό δίπολο των επόμενων δεκαετιών είναι η αντιπαράθεση γύρω από το λεγόμενο πλέον ευρωπαϊκό ζήτημα. Οι δυνάμεις που θα υποστηρίξουν την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση πρέπει να εμπνεύσουν τους ευρωπαϊκούς λαούς, που σήμερα δυσπιστούν μπροστά σε μία τέτοια προοπτική. Ο ιδεολογικός πυρήνας του φιλοευρωπαϊκού πνεύματος θα πρέπει να είναι η υπεράσπιση των αρχών της Γαλλικής Επανάστασης και του Διαφωτισμού, πάνω στις οποίες η Ευρώπη έχτισε την τελευταία εβδομηκονταετία την περίοδο της μεγαλύτερης ευημερίας της, επικρατώντας όλων των ιδεολογικών της αντιπάλων. Έχουμε την πιο βαθιά και επιτυχημένη δημοκρατική κληρονομιά, και πρέπει να δείξουμε στους άλλους λαούς ότι αυτός ο δρόμος – ο πολιτικά φιλελεύθερος – είναι sine qua non προϋπόθεση για κοινωνική ευημερία και ανάπτυξη.
Είναι εντυπωσιακή η αναλογία της εποχής μας με εκείνη του Μεσοπολέμου, όταν και η αστική δημοκρατία δέχθηκε τον πιο ισχυρό ιδεολογικό πόλεμο από τους δύο μεγαλύτερους εχθρούς της, τον Εθνικοσοσιαλισμό και τον Μαρξισμό-Λενινισμό, όπως αυτός εφαρμόστηκε στην ΕΣΣΔ. Αμφότερα τα ιδεολογικά ρεύματα – τα οποία μεθοδολογικά δεν ταυτίζονται – εμφανίστηκαν ως εναλλακτική στο μοντέλο της Αστικής Δημοκρατίας, το οποίο τότε, όπως τώρα, έδειχνε να μένει άπραγο μπροστά στα προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι «κουρασμένες από τις εκλογές κοινωνίες». Ήταν και τότε, όπως και τώρα, μία περίοδος ανυπαρξίας του κοινωνικού κράτους και τεράστιας ανεργίας, που έστελνε τους λαούς σε όποιον ηγέτη τους έδινε φαγητό. Η Δημοκρατία έγινε συνώνυμο της αδράνειας. Μάλιστα, απέναντι στην απραξία των Δημοκρατιών, οι Ναζί στη Γερμανία και οι Φασίστες στην Ιταλία απαντούσαν με ένα ιδεολογικό υπόβαθρο που ήθελε την «πράξη» και τη «θέληση» να σαρώνει ό,τι σάπιο και παλιό εμπόδιζε την κοινωνία να αναπτυχθεί.
Μερικές δεκαετίες πριν, όταν το Τείχος του Βερολίνου χώριζε στα δύο την Γηραιά Ήπειρο, η Ενωμένη Ευρώπη αποτελούσε ένα μακρινό όραμα. Σήμερα, φαίνεται να μην έχει καμία σημασία. Η νέα σημασειοδότησή του δεν μπορεί παρά να γίνει με γνώμονα μία Ευρώπη ενωμένη και δημοκρατική, που θα διατελέσει ενεργό ρόλο σε περιφερειακό και παγκόσμιο επίπεδο. Όπως είπε και ο Φερχόφστατ, «ας βάλουμε τέλος στο τέλμα και ας μην χάσουμε μία ολόκληρη δεκαετία».