Εσύ Πού Ήσουν Όταν Πέθανε ο Ανδρέας;

Ήμουνα εκεί που ήταν όλοι οι Έλληνες, στην τηλεόραση.

του Σταύρου Διοσκουρίδη

Θυμάμαι σαν τώρα να διαβάζω την περιγραφή σε κάποια μεγάλη εφημερίδα της εποχής. Μπορεί και στα Νέα. Ο Ανδρέας Παπανδρέου ετοιμαζόταν να βγάλει λόγο στο συνέδριο που θα καθόριζε την διαδοχή στο κόμμα που ίδρυσε. Είχε καλέσει κάποιους στενούς συνεργάτες, μάλλον ο γιατρός Κρεμαστινός ήταν εκεί, ο Ανδρέας έτρωγε, έφαγε, ποιος ξέρει, και ξαφνικά ένιωσε μια αδιαθεσία και πήγε να ξαπλώσει. Εκεί πέθανε, το διαπίστωσε η σύζυγος του και μετά θυμάμαι χαρακτηριστικά την έκφραση ότι «του έκλεισε τα μάτια ο Τηλέμαχος Χυτήρης». Πολλά χρόνια μετά όταν συνάντησα τον Τηλέμαχο Χυτήρη που ήταν τότε υφυπουργός Τύπου για μια συνέντευξη, τον άκουγα να μου μιλά για το πως η ΕΡΤ θα γίνει ακομμάτιστη και άλλες τέτοιες ασυναρτησίες και σκεφτόμουνα μόνο αυτή την εικόνα: να κλείνει τα μάτια του Ανδρέα Παπανδρέου.

Το καλοκαίρι του 1996 ήμουν 13 ετών, μπορούσα να καταλάβω τα προφανή, μπορούσα να «μεταφράσω» την τηλεοπτική γλώσσα. Ο Ανδρέας Παπανδρέου ήταν ένα πρόσωπο δομικό για κάθε οικογένεια αφού προκαλούσε έντονα συναισθήματα στο εσωτερικό της. Οι γονείς μου, ένα είδος χιπστεροκουμμουνιστών, τον απεχθάνονταν. Οι συγγενείς από το χωριό από την άλλη έπιναν νερό για τον άνθρωπο που τους άλλαξε πίστα. Όλοι αυτοί όμως εκείνη τη χρονιά έπαθαν κάτι το πρωτάκουστο: κόλλησαν για ένα χρόνο στην τηλεόραση παρακολουθώντας ελληνική επικαιρότητα.

Δεν νομίζω να υπάρχει άλλη χρονιά με τόσα γεγονότα που να έχουν προκαλέσει τέτοιο εθισμό. Το Νοέμβριο του 1995 ο Ανδρέας Παπανδρέου εισέρχεται στο Ωνάσειο και η χώρα παραλύει περιμένοντας το κάθε ιατρικό ανακοινωθέν. Τις ίδιες μέρες παρακολουθούμε σε απευθείας μετάδοση την κατάληψη του Πολυτεχνείου στους εορτασμούς τις 17ης Νοέμβρη. Η διαδοχή στην Πρωθυπουργία, η κρίση στα Ίμια, το Euro της Αγγλίας, δύο κηδείες: (Παπανδρέου και Βουγιουκλάκη) κι ενδιάμεσα το συνέδριο του ΠΑΣΟΚ έκαναν το 1996 την πιο «τηλεοπτική χρονιά» που θυμάμαι ποτέ. Κολλήσαμε στο γυαλί, κυριολεκτικά. Άρα στο ερώτημα, που ήσουν όταν πέθανε ο Ανδρέας, η απάντηση είναι στην τηλεόραση.

Εδώ υπάρχει ένα παράδοξο. Το σπίτι που μεγάλωσα είναι μια ανάσα από τη Μητρόπολη Αθηνών. Εκεί που μαζεύτηκαν εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι, με  φριχτή ζέστη, στοιβαγμένοι σαν τις σαρδέλες για να πουν το τελευταίο αντίο. Ναι μεν είχαμε ζήσει παρόμοιες στιγμές στον Γιώργο Γεννηματά και στη Μελίνα Μερκούρη, αλλά αυτό που έγινε στον Αντρέα δεν το είχε ούτε θα το ξαναζήσει η γειτονιά. Πρωί, μεσημέρι, βράδυ βούιζαν οι γεννήτριες και που και που την φασαρία συμπλήρωναν οι τσακωμοί για μια θέση στην ουρά. Από τον ιδρώτα του κόσμου έμοιαζε λες και είχε ανέβει το ποσοστό της υγρασίας σε όλο το τετράγωνο. Ο κόσμος υπέφερε για τον ηγέτη του. 

Στα περίπτερα άδειαζαν τα ψυγεία σε δευτερόλεπτα και οι καφετέριες της πλατείας έκαναν κάτι παραπάνω από χρυσές δουλειές. Κυκλοφορούσε κι ένα ανέκδοτο ότι οι ιδιοκτήτες των ακινήτων νοίκιαζαν πανάκριβα στα κανάλια τις ταράτσες που τοποθέτησαν οι τηλεοπτικοί σταθμοί τις κάμερες. Το πλήθος ξεκίναγε από την πόρτα της εκκλησίας και η ουρά κατέληγε στο Μοναστηράκι. Με την παρέα ήμασταν έξαλλοι που δεν μπορούσαμε να παίξουμε μπάλα στην πλατεία, έξαλλοι που δεν έδειχνε τίποτα άλλο στην tv, αλλά νιώθαμε και το βάρος της ιστορίας. Θα είχαμε κάτι να εξιστορούμε στους υπόλοιπους όταν ξανάνοιγαν τα σχολεία.

Όμως η απώλεια του Ανδρέα Παπανδρέου πέρα από τις άλλες πολιτικές της προεκτάσεις επέφερε την  ενηλικίωση της σχέσης του ελληνικού λαού με την ιδιωτική τηλεόραση. Η Μητρόπολη ήταν εκατό μέτρα από το σπίτι, αλλά όλη η οικογένεια ήταν μέσα, στον καναπέ και κατανάλωνε επί ώρες τις ίδιες και τις ίδιες εικόνες, χωρίς κοινωνικά δίκτυα, χωρίς διάδραση, χωρίς σταματημό. Αυτό κρατάει ακόμα, απλά τη θέση της τηλεόρασης έχουν πάρει τα ειδησεογραφικά sites. Εμείς να είμαστε καλά, να βλέπουμε.

Ήμουνα εκεί που θρήνουσαν οι αληθινοί πιστοί του, σε μια βιοτεχνία της Β’ Πειραιώς

του Παναγιώτη Μένεγου

Το δυσάρεστο γεγονός το άκουσα στο ραδιόφωνο του αυτοκινήτου σε βαριεστημένο mode οικογενειακής κυριακάτικης εκδρομής για μπάνιο (μάλλον μια από τις τελευταίες της καριέρας μου). Δεν υπήρξε καμιά ιδιαιτέρη ταραχή. Αφενός μεν γιατί ο πληθυσμός του Honda δεν αποτελείτο από κανέναν τέως, νυν ή μελλοντικό ψηφοφόρο του ΠΑΣΟΚ, αφετέρου δε γιατί, όσο μακάβριο κι αν ακούγεται, το νέο ήταν αναμενόμενο. Ο ταραγμένος χειμώνας που είχε προηγηθεί σε μια αληθινά σκοτεινή στιγμή της ιδιωτικής τηλεόρασης (που πήρε τότε οριστικά την σκυτάλη του λαϊκισμού από την Αυριανή και τον έκανε ακλόνητη μιντιακή αξία ακόμα και γι’ αυτούς που σήμερα τον αποποιούνται παριστάνοντας τις παρθένες) μας είχε εθίσει στην «ανάγνωση του ιατρικού ανακοινωθέντος» από το Ωνάσειο και στις δολοπλοκίες γύρω από την επόμενη μέρα της «μεγάλης δημοκρατικής παράταξης». Η χώρα μέχρι να «λυτρωθεί» από τον εκσυγχρονισμό κυβερνιόταν για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα – όπως λέει η ποπ πολιτική ιστορία της εποχής – από ένα περίεργο συρφετό ανθρώπων που ειχαν εισχωρήσει διά της συζυγικής οδού στο πρωθυπουργικό περιβάλλον και θα μπορούσαν να είναι ήρωες των μελλοντικών εκπομπών της Αννίτας Πάνια: καφετζούδες, χαρτορίκτρες, μέντιουμ, δημοσιογράφους-παραδημοσιογράφους. παράγοντες/λαμόγια που ζούσαν την «στιγμή της ζωής τους». Και ήταν κάπως κοινό μυστικό ότι ο μόνος ρόλος που είχε ακόμα να παίξει ο ηγέτης έχοντας αγγίξει το νήμα της πολυτάραχης ζωής του ήταν να πει κάτι, να νεύσει κάπου, να βγάλει έναν τελευταίο παπανδρεϊκό άσο από το μανίκι στο επικείμενο συνέδριο και το Κόμμα (Κίνημα σόρυ) να μείνει στα χέρια των «Προεδρικών» του Άκη, αποκρούοντας την επέλαση των «Εκσυγχρονιστών» του Σημίτη.

Επειδή στο μυαλό ενός 15χρονου αποθηκεύονται και μένουν περίεργα πράγματα, μπορώ να σας διαβεβαιώσω χωρίς wikipedia ότι εκείνη την ημέρα – Κυριακή 23/6/1996 – είχε Euro και μάλιστα η Γερμανία είχε αποκλείσει την αγαπημένη μου Κροατία με γκολ, νομίζω, του Ματίας Ζάμερ. Η τηλεόραση, όπως κάποιοι θα θυμάστε, έπαιζε Ανδρέα 24 ώρες το 24ωρο, οι εφημερίδες ετοίμαζαν πυρετικά τα αφιερωματά τους, αλλά η κορύφωση απ’ όλες τις απόψεις του γεγονότος ήταν η λαοτιμημένη κηδεία 2 μέρες μετά. Κι εκεί κατάλαβα τι σήμαινε, for bad and for good, ο Ανδρέας για ένα σιωπηλό αλλά μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού. Για τους hardcore οπαδούς του.

Εκείνο το καλοκαίρι, σε μια επιχείρηση «βγάζω χαρτζιλίκι και μαθαίνω τη ζωή με το κουτάλι», με είχε βρει να εργάζομαι σε μια βιοτεχνία μεταξοτυπιών στη βιομηχανική ζώνη του Πειραιά (πίσω από το εργοστάσιο του Κεράνη). Άτυπο θερμοκήπιο εκκολαπτόμενων μαρξιστών (χωρίς να το ξέρουν), μεγάλος πάγκος εργασίας με διαφορετικά καθήκοντα ανά εργάτη, θερμοκρασία που λόγω των φούρνων ανέβαζε μερικούς βαθμούς Κελσίου τον ήδη υπάρχοντα καύσωνα, κλασική περίπτωση «μη βροντοχτυπάς τις χάντρες». Τη Δευτέρα μετά τον θάνατο ήταν όλοι λιγομίλητοι, το ραδιόφωνο –επιτέλους από μία άποψη- είχε γλιστρήσει από τη Λάμψη, το «Παραλύω» και το «Δηλητήριο» που κέρναγε ο Καρράς την Κωνσταντίνα (ή το αντίθετο, ποτέ δεν κατάλαβα) στους ενημερωτικούς σταθμούς. Φυσικά, έπαιζε στη διαπασών – οι άνθρωποι θέλουν συνήθως όγκο στις δύσκολες στιγμές. Την ημέρα δε της κηδείας, Τετάρτη, κάποιος είχε φέρει και τηλεόραση. Η περίσταση απαιτούσε και εικόνα.

20 χρόνια μετά που ο Ανδρέας Παπανδρέου είναι ταυτόχρονα ο δημοφιλέστερος ηγέτης, ο ιστορικότερος λαοπλάνος, και πάνω απ’ όλα ο μεγαλύτερος ήρωας στο πεδίο της ποπ κουλτούρας (οριστικά εκεί τοποθετείται πια η έννοια ΠΑΣΟΚ, έστω και ως πανταχού παρόν αστειάκι της καθημερινότητας) που γέννησε η σύγχρονη Ελλάδα, εκ των υστέρων συμπεραίνω ότι εκείνη την στιγμή κατάλαβα τι σήμαινε γι’ αυτόν τον κόσμο ο μακαρίτης. Εκείνοι ήταν η Εκκλησία των Πιστών του. Αυτό το δημογραφικό δείγμα της Β’ Πειραιά και φυσικά της Β’ ΑΘηνών που ήταν πάντοτε “bigger than Jesus”. Οι γυναίκες που έκλαιγαν στο «Πατέρα, τα έμαθες τα νέα» του ΓΑΠ, οι άντρες που εγκατέλειπαν το σκληρό προσωπείο κι άφηναν να τους ξεφύγει μια κοφτή κοινοτοπία τύπου «ήταν μεγάλη μορφή ο πούστης», όλοι εκείνοι που οι ίδιοι ή κάποιος πολύ κοντινός τους είχαν από ένα φθηνό κάδρο του στο σαλόνι τους.

Κι ας τους είχε παραπλανήσει επανειλημμένα. Κι ας είχε διαλύσει την Αριστερά που για τους περισσότερους ήταν ο φυσικός τόπος πολιτικής καταγωγής τους. Κι ας δεν είχε θέσει τις βάσεις για να ζήσουν καλύτερα (και όχι χειρότερα όπως συμβαίνει τώρα) οι απόγονοί τους.

Λίγες μέρες μετά, το ραδιόφωνο ξαναγύρισε στη Λάμψη, τη Σαμπρίνα και τη Λένα Παπαδοπούλου και 2-3 φορές την ημέρα απλά συντονιζόταν με το Συνέδριο. Η βιοτεχνία υποστήριζε Άκη. Ηττήθηκε. Τρία χρόνια αργότερα αγόραζε Σελόντα στο Χρηματιστήριο και πίστευε ότι είχε πιάσει την καλή…

Laternative