Την τελευταία εβδομάδα το timeline μου σε όλες τις πλατφόρμες είναι γεμάτο σκουπίδια, και οργή επειδή ακριβώς υπάρχουν αυτά τα σκουπίδια. Ξέρετε πολύ καλά για ποιούς μιλάω. Κάποιοι έκαναν καριέρα πάνω στο σκουπιδαριό με τη διαδικασία να πηγαίνει ως εξής. Κάνεις βίντεο στο δωμάτιο σου με τις σκουπιδοαπόψεις σου, εξεγείρεται εναντίον σου όλος ο ντουνιάς, το κάνεις για ένα χρόνο και μετά αποκτάς στασίδι σε κάποιο κανάλι. Έχεις τεράστιο αριθμό followers γιατί οι μισοί θέλουν να προκαλέσουν με την αναπαραγωγή σου και οι άλλοι να μάθουν πρώτοι την παπαριά που είπες για να σε κράξουν.
Αν τώρα έχεις στασίδι σε κανάλι, μπορείς να ξεστομίσεις τις σκουπιδοαπόψεις σου θεσμικά πια και αν δεν σε κόψει η διεύθυνση, μετά η ΝΔ θα βρεθεί να σε βάλει στο ψηφοδέλτιο της γιατί ένα 3% από το following σου θα σε ψηφίσει κιόλας. Και έτσι ο σοφός ελληνικός λαός θα σε βάλει στην βουλή και θα έχεις βουλευτική σύνταξη επειδή έκανες πολιτική με σκουπίδια.
Μόλις σας περιέγραψα το modus operandi της ελληνικής ακροδεξιάς για να εισακουστεί στο συντηρητικό ακροατήριο χρησιμοποιώντας δυο χρήσιμα εργαλεία. Το ίντερνετ και την πόλωση.
Η πόλωση δεν είναι ένα φαινόμενο, όπως π.χ. η κουφόβραση πριν ή μετά τις βροχοπτώσεις, η πόλωση είναι ένα εργαλείο που χρησιμοποιείται από πολιτικά κόμματα και τις μηντιακές παραφυάδες τους για να δημιουργήσει πολιτική υπεραξία υπέρ τους, άρα ψήφους.
Παρόμοιο εργαλείο είναι ο ρατσισμός, που δεν είναι κάτι που υπάρχει στη φύση, αλλά μια τεχνική για να υποτιμούνται ομάδες ανθρώπων από άλλες ομάδες ανθρώπων με στόχο την εκμετάλλευση. Δηλαδή, υποτιμώντας την υπόσταση και την εργασία τους, τους κάνουν λιγότερο απαιτητικούς για την ζωή τους αλλά και πιο φτηνούς στο μεροκάματο.
Όταν λοιπόν κάποιος συνδιάζει πόλωση και ρατσισμό στις απόψεις του είναι σα να χρησιμοποιεί δύο εργαλεία, ένα υπερόπλο ας πούμε, για να κάνει το επιχείρημα του πιο δυνατό, ακριβώς επειδή δεν στέκει. Επειδή δεν βγαίνουν τα νούμερα, να το πω πιο απλά.
Ας αφήσουμε κατά μέρος άλλα μεγάλα κομμάτια που αφορούν τις απόψεις του εκάστοτε φωστήρα, όπως το κοινωνικό ή ιστορικό πλαίσιο ή το timing ή την πλατφόρμα που χρησιμοποιεί ή τον τρόπο εκφοράς του λόγου και ας εστιάσουμε στο πιο περίπλοκο. Στο πως εμείς γινόμαστε αποδέκτες.
Ένα κομμάτι του ελληνόφωνου ίντερνετ θεωρεί πιο σημαντικό να «αποδομήσει» το σκουπιδαριό παρά να το αγνοήσει. Και εκεί βρίσκεται το πρόβλημα. Στο ίντερνετ, όταν αγνοείς σε μαζικό επίπεδο κάτι, απλά δεν υπάρχει. Δεν κάνει νούμερα, δεν το προωθεί η πλατφόρμα. Όταν το κράζεις, στην ουσία θαυμάζεις, που έλεγε και μια διαφήμιση, καθώς το ίντερνετ καταλαβαίνει μόνο από νούμερα. Κυριολεκτικά και μεταφορικά. Και δεν είναι αστείο.
Και δεν θέλω να παρεξηγηθώ γιατί κάποιος μπορεί να πει «και την Χρυσή Αυγή την αγνοούσατε και έγινε κόμμα». Ναι, εκεί τα πράγματα είναι διαφορετικά, η Χρυσή Αυγή δεν έκανε μόνο βίντεο στο ίντερνετ αλλά μαχαίρωνε, σκότωνε. Χρησιμοποιούσε το ίντερνετ ως ακόμα ένα μέσο, όχι ως το βασικό μέσο. Εδώ μιλάμε για τις ιντερνετοπερσόνες που βγάζουν χολή και έχουν γίνει διάσημοι. Μέχρι και βουλευτές.
Όταν «αποδομείς» κάτι στα κοινωνικά δίκτυα, μάντεψε, δεν το αποδομείς αλλά του δίνεις αξία. Πόσο μάλλον όταν το κάνεις ανώνυμα. Όταν κάποιος πει τη μεγαλύτερη υποτιμητική ανοησία του κόσμου επώνυμα και δεχθεί «αποδόμηση» από ένα πλήθος ανώνυμων λογαριασμών, τότε αυτό δεν είναι αποδόμηση, αυτό είναι mobbing.
Την στιγμή που υπάρχει τόσο καλό περιεχόμενο στο ίντερνετ, αντί να το μοιράζεσαι, γιατί επιλέγεις να κάνεις φασαρία με τον κάθε τυχαίο που λέει ρατσιστικές και σεξιστικές ανοησίες μπροστά από το κινητό του; Νιώθεις πως διαφοροποιείσαι έτσι; Όχι φίλε, έτσι του δίνεις engagement, του δίνεις, κλικ, πως το λένε; Υπεραξία. Δεν τον εξολοθρεύεις.
Στα παραδοσιακά μέσα, δηλαδή τις εφημερίδες και κυρίως την τηλεόραση, οι μεγαλύτεροι και πιο έμπειροι έλεγαν πάντα πως «μαθαίνουμε το 10% αυτών που συμβαίνουν» και πως «το θέμα δεν είναι τι γράφεις, αλλά τι δεν γράφεις». Και τα παραδοσιακά ΜΜΕ όταν δεν θέλουν να ακουστεί κάτι δεν το αναφέρουν καν ή το διαστρεβλώνουν. Για αυτό δεν έχει βγει το πολύ γνωστό «Αλήτες Ρουφιάνοι Δημοσιογράφοι»; Πως γίνεται λοιπόν την ίδια στιγμή που φωνάζεις για περισσότερη ανεξάρτητη και αδέσμευτη ενημέρωση να αναπαράγεις το σκουπιδαριό «αποδομώντας» το; Γιατί τα παραδοσιακά ΜΜΕ στην χώρα μας δεν αναπαράγουν τις απόψεις τις εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, έστω κράζοντας τους; Έστω, λέγοντας πόσο εκτός πραγματικότητας είναι όλα όσα λένε; Το έκαναν για τον ΣΥΡΙΖΑ και ο ΣΥΡΙΖΑ γιγάντωσε τόσο που πήρε τις εκλογές. Θυμάσαι;
Υπάρχει μια τάση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, πλήθη να επιτίθενται μαζικά σε άτομα, επιτρέποντας στα συστήματα και τις δομές που βρίσκονται στη ρίζα αυτών των ζητημάτων να παραμένουν άθικτα. Εστιάζουμε πολύ στο να λογοδοτεί κανείς στο ανώνυμο πλήθος εις βάρος των συστημικών αλλαγών. Την προ-προηγούμενη εβδομάδα το αμφιλεγόμενο πρόσωπο της εβδομάδας ήταν ο Μιθριδάτης, που δέχθηκε μια σφοδρότατη επίθεση από φιλοκυβερνητικούς λογαριασμούς για το κομμάτι του και πώροσε τους αντικυβερνητικούς. Την προηγούμενη εβδομάδα το πρόσωπο ήταν κάποια Τυχαιοπούλου της ΝΔ που με τον εμετό της κατόρθωσε να σηκώσει στα κάγκελα ακόμα και τη Φαίη Σκορδά και μεγάλα brands με προϊόντα αποτρίχωσης.
Δεν είναι καθόλου τυχαία αυτή η αλληλουχία και βασικότερα ο τρόπος με τον οποίο γίνεται.
Η πρώην κυβερνητική αριστερά χρησιμοποιεί την τέχνη για να κάνει αντιπολίτευση κυρίως συναισθηματικά, να αντιδράσουν τα μεγάλα ΜΜΕ και να τροφοδοτήσει το σχήμα «τα λέμε ωραία, μας κόβουν τα κανάλια και το youtube, όποιος δεν είναι μαζί μας είναι εναντίον μας».
Η δεξιά, για να πολώσει και να πάρει την πρωτοκαθεδρία στα views, ρίχνει στη μάχη απόψεις της εσχάτης υποστάθμης για να τσιμπήσει ο κάθε πικραμένος, να κράξει, και μετά η Τυχαιοπούλου να βγει στα πρωϊνάδικα και να μιλάει για «μειοψηφίες» και «ελευθερία του λόγου».
Λένε κάποιοι «αποδομούμε την Τυχαιοπούλου γιατί οφείλουμε να το κάνουμε και αυτό» την στιγμή που το ακροατήριο της Τυχαιοπούλου τα πιστεύει αυτά που λέει η Τυχαιοπούλου και ακόμα χειρότερα!
Τα νούμερα το λένε αδιάψευστα. Ο Μιθριδάτης είχε 1.000.000 views σε τέσσερις ημέρες στο youtube και η Τυχαιοπούλου 2.000.000 views στο ίνσταγκραμ σε 48 ώρες! ΟΚ;
Κυριολεκτικά. Αν η Αριστερά πιστεύει πως η ελληνική κυβέρνηση προσπαθεί να ελέγξει εκτός από τα παραδοσιακά ΜΜΕ και τα ψηφιακά κανάλια με βάση τα σόσιαλ μήντια και διεξάγει έναν ταξικό πόλεμο, τότε κυριολεκτικά και μεταφορικά ασχολείται με τρίχες.
Δεν μπορείς να κάθεσαι να απαντάς στην ακροδεξιά ρητορική δίνοντας παραπάνω σημασία και έκταση από όσο πρέπει.
Τα λέει καλύτερα από μένα ο πρώην συνάδελφος Αδάμ Γιαννίκος:
«Έχω την εντύπωση ότι η αριστερά έχει υποχωρήσει, όχι γιατί ανέχεται την alt-right ρητορική (δεν την ανέχεται), αλλά γιατί ανέχεται τη νεοφιλελεύθερη πράξη, την ώρα που δεν τολμά ούτε τη λέξη «σοσιαλισμός» να πει στις προγραμματικές της δηλώσεις. Είναι καιρός που η αριστερά δεν εκπροσωπεί δυναμικά και αποτελεσματικά τον κόσμο της εργασίας στα κέντρα λήψης αποφάσεων, τα οποία φοβάται και ξορκίζει, λες και η πολιτική γίνεται μόνο με μανιφέστα. Ως αντιστάθμισμα της παραπάνω ανεπάρκειας, ο κόσμος της αριστεράς εισήγαγε τα identity politics στα πολιτικά του ήθη: όλοι έχουν άποψη για το πώς αισθάνονται, αλλά το δύσκολο είναι να μοιράσεις δίκαια τον υλικό κόσμο ώστε να μπορεί ο οποιοσδήποτε να αισθάνεται όπως θέλει. Εδώ τώρα αναδείχθηκε μια αριστερά που σου λέει ότι οι υλικές συνθήκες είναι irrelevant και κάπου εκεί the game is over. Το πράγμα χειροτέρεψε όταν η ακροδεξιά (κάτι που δεν προβλέψαμε) έκανε appropriate τα identity politics, τα έφερε στα μέτρα της και κατάφερε να προσελκύσει τον απογοητευμένο κόσμο της εργασίας, που ήθελε κι αυτός να αισθάνεται αφεντικό και πλούσιος. Αυτός ο κόσμος έδειξε να μην ανέχεται μεσοαστούς οι οποίοι δεν μιλάνε μεταξύ τους για σοσιαλισμό και ταξικά συμφέροντα, αλλά όταν τον βλέπουν, πουλάνε σοσιαλισμό σ’ εκείνον (όσο δεν μιλάνε για τρίχες). You got to practice what you preach.»
{…}
«Τι σχέση έχει το αίτημα για αυτοδιάθεση του σώματος με μια βάιραλ συζήτηση για τη χαλάουα; Από πότε το αίτημα για αυτοδιάθεση του σώματος εκκινεί από τις διατυπώσεις κάθε ψηφοθήρα ακροδεξιάς πολιτεύτριας; Είναι δυνατόν σε μια εποχή όπου διεξάγεται ένα από τα μεγαλύτερα πειράματα βιοπολιτικής να συρρικνώνουμε τον λόγο περί κοινωνικής χειραφέτησης και αυτοδιάθεσης του σώματος στα μέτρα που επιβάλλει ο επικοινωνιακός λόγος της ακροδεξιάς; Μέτρο δεν υπάρχει πια στην ιεράρχηση των σημαινόντων; Η Λατινοπούλου μίλησε για αποτρίχωση και ουσιαστικά προσδιόρισε τα πρότυπα ομορφιάς με την τυπική, λανθάνουσα αντίληψη της ακροδεξιάς περί κάλλους. Κι αντε να ασχοληθείς λίγο με το θέμα στην έκταση που έχει νόημα. Εμείς δεν εστιάζουμε καν στο δεύτερο (τα πρότυπα ομορφιά), αλλά φωτογραφίζουμε τις μασχάλες μας για την πούμε σε κάποια, λες και είμαστε στο δημοτικό. Και γιατί να την κάνουμε αυτήν την κουβέντα τώρα; Επειδή το αποφάσισε η Λατινοπούλου; Όποτε, δηλαδή, πολιτικά μεγέθη Λατινοπούλου επιχειρούν να ορίσουν μια ημερήσια διάταξη (εντελώς εφήμερη και ανούσια), θα δημιουργείται ηθικός πανικός στην αριστερά και θα εκτονώνεται κάθε μείζονα και διαρκής πολιτική συζήτηση (για τη χειραφέτηση και την αυτοδιάθεση) σε φαρσικά πυροτεχνήματα; Τι είναι το πολιτικό; Ένα απλό performing art εντοπισμένο στους αλγορίθμους των σόσιαλ ή ένα ευρύ κίνημα που διατρέχει την εργασία, την τέχνη, την οικογένεια και θεσμίζει την πολιτική διαδικασία; Διαλύεται η εργασία, συρρικνώνεται ο δημόσιος χώρος, καταστρέφεται το περιβάλλον, απελαύνονται μετανάστες και πρόσφυγες, διαλύεται η έννομη τάξη, παραδίδονται οι θεσμοί ασφάλειας και η δικαστική εξουσία σε διαπλεκόμενους και διεφθαρμένους του κοινού ποινικού, φτωχοποιούνται μονίμως πλήθη ανθρώπων, θεριεύει η βία κατά γυναικών και παιδιών, ο σεξουαλικός προσανατολισμός γίνεται ρίσκο επιβίωσης, η αναπηρία στοχοποιείται, η υγεία, η παιδεία και τα δημόσια αγαθά μετατρέπονται σε προνόμια των λίγων, ατέλειωτη η λίστα. Κι εμείς έχουμε σηκώσει τα λάβαρα του πολέμου στα σόσιαλ για την αποτρίχωση; Υπάρχει στρατηγική, σχέδιο; Ποιες μάχες επιλέγουμε να δίνουμε και σε ποιον πόλεμο είμαστε; Ποια ζητήματα έχουν θεσμική υπόσταση και ποια εναπόκεινται στην ενεργοποίηση της κοινωνίας των πολιτών; Κι εν τέλει πού κρίνεται αυτή η ενεργοποίηση; Σε διαδικτυακές μικροεκτονώσεις του θυμικού ή εκεί όπου κρίνεται το κάθε δικαίωμα, στον φυσικό χώρο παραγωγής και άσκησής του; Έχουμε συναίσθηση της πραγματικότητας εκεί έξω; Μήπως έχουμε χάσει τη μπάλα;»