Ένα καλά διατυπωμένο επιχείρημα απαιτεί πνευματική εγρήγορση, μία κάποια ευστροφία και αρκετή προσοχή. Μία αντιπαράθεση επιχειρημάτων μπορεί, μέσω της άρσης και της σύνθεσης σε ένα διαλεκτικό παιχνίδι που η αναίρεση προϋποθέτει την ύπαρξη του αντιθέτου, να οδηγήσει σε ένα βαθύτερο επίπεδο κατανόησης πραγμάτων και φαινομένων. Αυτό το ήξερε καλά ο Σωκράτης, όταν ξημεροβραδιάζονταν με τον Αλκηβιάδη, τον Πλάτωνα και τους Σοφιστές. Ποιος έχει όμως σήμερα το χρόνο – και τη διάθεση – να συμμετέχει σε μακροσκελείς συζητήσεις και αντιπαραθέσεις; Το πνέυμα της εποχής μάλλον μας προτρέπει στο να «τελειώνουμε» γρήγορα το όποιο «ντιμπέιτ», με τις πιο σύντομες και «αποτελεσματικές» μεθόδους.
Θέλεις να αποφύγεις μία ανταλλαγή επιχειρημάτων, γιατί βαριέσαι, αντιπαθείς τον συνδαιτημόνα σου, ή απλώς δεν έχεις και συ ο ίδιος ιδέα των θέσεων που υποστηρίζεις; Μπορείς να του πεις με ύφος χιλίων καρδιναλίων ότι λαϊκίζει, ότι αναπαράγει στερεότυπα, ότι δραματοποιεί καταστάσεις, ότι είναι σεξιστής, ρατσιστής, ομοφοβικός, ισλαμοφοβικός ή ό,τι άλλο μπορείς να φανταστείς, το οποίο θα σου επιτρέψει να αυτοπαρουσιαστείς ως αρκετά εξοργισμένος – σχεδόν σοκαρισμένος – από το αντίπαλο επιχείρημα, ώστε να μπεις στον κόπο να το καταρρίψεις.
Η τέχνη του να αποφεύγεις τη συζήτηση χρησιμοποιείται από όλες τις ιδεολογικές τάσεις. Οι «συντηρητικοί» ακολουθούν την τακτική του «προσυμφωνητικού», μέσω του οποίου αποφεύγουν οποιαδήποτε σύγκρουση επιχειρημάτων που θα μπορούσε να κάνει τα πράγματα πιο σύνθετα από ό,τι τα έχει – ή πρέπει να τα έχει – ένας συντηρητικός στο κεφάλι του. Το εν λόγω «συμβόλαιο» περιέχει όρους γνώριμους της αντιδραστικής δεξιάς: όχι νέοι φόροι, όχι εκτρώσεις, όχι γάμοι ομοφυλοφίλων, όχι σε ό,τι φιλοδοξεί να αλλάξει τους όρους του παιχνιδιού στο οποίο μάθαμε να παίζουμε. Το κάθε όχι – και το κάθε ναι – συνοδεύεται από ένα ποιηματάκι, το οποίο μαθαίνουμε παπαγαλία και αραδιάζουμε σε όποιον τολμήσει να υποστηρίξει μπροστά μας οτιδήποτε διαφορετικό.
Από την άλλη μεριά οι προοδευτικοί ακολουθούν κατά βάση άλλη νόρμα, η οποία εδράζεται εν πολλοίς στη δύναμη του χαρακτηρισμού, αυτού που εμείς οι λαϊκοί λέμε «καλύτερα να σου βγει το μάτι παρά το όνομα». Αν το επιχείρημά σου είναι προοδευτικό, έχει καλώς. Αν δεν έχει, τότε ο αυτοαποκαλούμενος πρωτοπόρος θα σε στολίσει με χίλια δύο αρνητικά φορτισμένα επίθετα: συντηρητικός, παλαιός, παλαιοκομματικός, φασίστας, απάνθρωπος, μικροαστός και πολλά πολλά ακόμα. Αποτελεσματική τακτική: δεν προσπαθώ να αποδείξω ότι το επιχείρημά σου είναι λανθασμένο, ατυχές, αντιπαραγωγικό. Αντίθετα, μειώνω εσένα με τους εν λόγω χαρακτηρισμούς και έτσι αποδεικνύω ότι δεν αξίζει τον κόπο να ασχοληθεί κανείς με τέτοιου είδους «ταπεινή επιχειρηματολογία».
Ευθύνονται τα social media για το εν λόγω φαινόμενο; Αν λάβει κανείς τους όρους με τους οποίους επικοινωνούμε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, μάλλον τείνουμε σε θετική απάντηση. Φταίει το πλαίσιο στο οποίο αναπτύσσεται ο πολιτικός διάλογος στη δημόσια ζωή, όπου ο τσαμπουκάς και τα νταηλίκια προσφέρουν μία πλούσια γκάμα πλεονεκτημάτων, από λίγα λεπτά δημοσιότητας έως καρέκλες στα βορειοανατολικά έδρανα του ελληνικού κοινοβουλίου; Μάλλον ναι. Οφείλεται η ελλιπής ζύμωση ιδεών στο ότι μας αρέσει να πλάθουμε ένα αφήγημα, το οποίο, αντί να βρίσκει λύσεις, εντοπίζει την πηγή της δυστυχίας μας σε κάτι που κάπου αλλού κάποιος άλλος έκανε κάποια στιγμή; Και αυτό θα παίζει το ρόλο του.
Ωστόσο, το κύριο αίτιο της τέχνης να του να αποφεύγεις τη συζήτηση εντοπίζεται στο γεγονός ότι είναι βαθύτατα οπορτουνιστική, προσφέροντας «πάσης χρήσεως» οφέλη, από σταθερό πολιτικό ακροατήριο έως μεγάλες εκλογικές νίκες. Η «προοδευτική αριστερά» κατάφερε να διαμορφώσει την αντίληψη ότι όποιος αντιτίθεται στους γάμους των ομοφυλοφίλων είναι επικίνδυνος για την πολιτική πρόοδο και τις κοινωνικές ελευθερίες του τόπου. Το ίδιο έκανε και η συντηρητική δεξιά με τους φόρους, οι οποίοι παρουσιάζονται παγίως ως το «αποτρόπαιο» πρόσωπο του κοινωνικού κράτους, που μειώνει την ανταγωνιστικότητα και διώχνει επιχειρήσεις στο εξωτερικό.
Παρά τα «οφέλη» που προσφέρει, η τακτική της «κενής» αντιπαράθεσης επιχειρημάτων φέρει ένα υψηλό κοινωνικό και ατομικό κόστος: ξαφνικά γίνεται επικίνδυνο το να ακούς τον πολιτικό σου αντίπαλο. Η προθυμία συνεργασίας για την εξεύρεση λύσεων σε σειρά ζητημάτων γίνεται αντιληπτή ως «αδυναμία» του αντιπάλου.
Όλα τα παραπάνω – που δεν αποτελούν ελληνικό φαινόμενο, αντίθετα εμφανίζονται σε όλες τις χώρες της Δύσης – δεν αφορούν μονάχα την «άνω» πολιτική, αλλά και την «κάτω», αυτή που αναπτύσσεται μεταξύ των πολιτών. Τι πιο εύκολο και ωραίο από το να βάζουμε ταμπέλες στους άλλους, χωρίς να μπαίνουμε στον κόπο να ακούσουμε τι έχουν να πουν.
Παρά τα «οφέλη» που προσφέρει, η τακτική της «κενής» αντιπαράθεσης επιχειρημάτων φέρει ένα υψηλό κοινωνικό και ατομικό κόστος: ξαφνικά γίνεται επικίνδυνο το να ακούς τον πολιτικό σου αντίπαλο. Η προθυμία συνεργασίας για την εξεύρεση λύσεων σε σειρά ζητημάτων γίνεται αντιληπτή ως «αδυναμία» του αντιπάλου. Και αυτό είναι που καθιστά τις απλές μεταρρυθμίσεις στα καθημερινά προβλήματα του πολίτη – αυτές που συχνά αποκαλούμε «αυτονόητες» – αδύνατη.