Σχεδόν βράδυ, με έναν καθαρό ουρανό και μπαίνει στο κατάστημα ένα μικρό ελικόπτερο που οδηγούσε ένας λιλιπούτειος με αστυνομική στολή καπέλο Ινδιάνου φύλαρχου, μαχαίρια πολέμαρχου του 8ου αιώνα, σανδάλια σταυροφόρου, και κούρεμα των Ίνκας στην Παταγονία και αρχίζει να ψάχνει σε όλα τα έγγραφα και τα χαρτιά με σκοπό να βρει κάποιο λάθος και να με συλλάβει με πλαστικές χειροπέδες από δωροσακούλα από το διπλανό μίνι μάρκετ. Παίρνω μια σφεντόνα και αρχίζω να πετάω γόμες και μολύβια και ξαφνικά το ελικόπτερο παθαίνει βλάβη και γίνεται συντρίμμια στο μαρμάρινο πάτωμα του μαγαζιού. Ο λιλιπούτειος βγαίνει σώος και ζωντανός, ξεσκονίζεται και αρχίζει να επιδιορθώνει το ελικόπτερο και να ψάχνει στο σέρβερ του καταστήματος για ηλεκτρονικά ίχνη που θα με ενοχοποιήσουν και κλείνω τον γενικό διακόπτη του ρεύματος και όπως έχει σκοτεινιάσει ο λιλιπούτειος φωσφορίζει με ένα περίεργο πορτοκαλί χρώμα και ξαφνικά μπαίνει στο ανακατασκευασμένο ελικόπτερο και φεύγει. Μάλλον δεν βρήκε κανένα στοιχείο εις βάρος μου, ή απλά φοβήθηκε το σκοτάδι. Πάντως ξέχασε μια έλικα του μικρού ελικοπτέρου στο κατάστημα και θα προσκρούσει πολύ σύντομα ξανά. Ας ψάξει αλλού η Μεσαιωνική Ινδιάνικη Αστυνομία, στο μαγαζί είναι όλα νόμιμα, εκτός από μία κλεμμένη έλικα που έκανα ανεμιστήρα. Πολλή ζέστη, πρέπει να βρίσκονται λύσεις, συνεχώς.