Ο Απόστολος Λύτρας ξυλοκόπησε τη σύζυγό του, αφήνοντάς την ημιλιπόθυμη σε μία λίμνη αίματος. Η γυναίκα τον παρακαλούσε ξανά και ξανά να σταματήσει να τη χτυπάει, μα εκείνος συνέχιζε να της ρίχνει μπουνιές με μένος στο πρόσωπο. Της είχε πάρει το κινητό και είχε κλειδώσει το αμάξι στο οποίο την κακοποίησε για να μη μπορέσει να ζητήσει βοήθεια ή να διαφύγει. Όταν τη συνόδευσε στο νοσοκομείο, ώρα μετά το συμβάν, και αφού της είπε να πλυθεί και να αλλάξει ρούχα, η γυναίκα βρήκε το θάρρος να παραδεχτεί στον γιατρό που την εξέτασε, πως ο δικηγόρος την είχε ξυλοκοπήσει. Διαγνώστηκε με διάσειση και αιμάτωμα στο κρανίο, κάταγμα ρινός, μώλωπες στα μάτια, στα ζυγωματικά και στα χείλη, κάταγμα στα δάχτυλα, θλαστικά τραύματα στα χέρια και στο κρανίο.
Χάρη στην παρέμβαση του γιατρού ο οποίος ενημέρωσε την αστυνομία, ο Λύτρας συνελήφθη και η υπόθεση ενδοοικογενειακής βίας πήρε τον δρόμο της Δικαιοσύνης. Το νέο νομοθετικό πλαίσιο, που αντικατέστησε το άρθρο 23 του νόμου 3500/2006 περί ενδοοικογενειακής βίας, υποχρεώνει τους γιατρούς να ειδοποιούν τις αρχές όταν κατά την εξέταση διαπιστώνουν ευρήματα που παραπέμπουν σε ενδοοικογενειακή βία, ακόμα κι αν το θύμα δηλώνει από φόβο πως δεν έχει κακοποιηθεί – όπως και έπραξε ο συγκεκριμένος γιατρός.
Μετά την απολογία του δικηγόρου στο στάδιο της προδικασίας (κατά την άφιξή του στο δικαστήριο δεν φορούσε χειροπέδες, ούτε συνοδευόταν από αστυνομικό), αφέθηκε ελεύθερος με περιοριστικούς όρους και παρουσιάστηκε στις κάμερες να ζητάει συγγνώμη για τις πράξεις του από την σύζυγό του που την «υπερ-αγαπάει» και τις τρεις κόρες του. Με άμεσα αντανακλαστικά, η πρόεδρος του Αρείου Πάγου, Ιωάννα Κλάπα και η εισαγγελέας, Γεωργία Αδειλίνη διέταξαν λίγο αργότερα κατεπείγουσα προκαταρκτική πειθαρχική έρευνα για ενδεχόμενες ευθύνες δικαστικού και εισαγγελικού λειτουργού αναφορικά με τις ενέργειές τους στο στάδιο της προδικασίας.
Σήμερα, η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου ζήτησε εκ νέου παραγγελία για την κατ’ απόλυτη προτεραιότητα διεξαγωγή της κυρίας ανάκρισης και παραπομπή του Λύτρα σε δίκη, με επιστολή που απέστειλε η κα. Αδειλίνη στην Ανακρίτρια του 18ου Ανακριτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών, για την «υπόθεση κακουργηματικής ενδοοικογενειακής βαριάς σκοπούμενης σωματικής βλάβης από τον Α. Λ., η οποία εκδηλώθηκε σε βάρος της συζύγου του Σ..Π., ως ακραία έκφραση της συνεχώς αυξανόμενης ενδοοικογενειακής βίας, που μαστίζει την κοινωνία, αλλά και τον κίνδυνο που εξακολουθεί να αντιμετωπίζει το θύμα εν όψει των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της πιο πάνω πράξης», όπως έγραψε.
Η γυναίκα που υπέστη το σωματικό και ψυχικό τραύμα της έμφυλης βίας, δήλωσε πως, «Είμαι χάλια και σωματικά και ψυχικά. Προσπαθώ να διαφυλάξω τη σωματική και την ψυχική μου υγεία. Τα πράγματα έχουν πάρει τον δρόμο τους. Δεν είμαι καλά. Πώς να είμαι καλά; Δεν γινόταν άλλο». Ωστόσο, τη στιγμή που το ίδιο το θύμα βρίσκει τη δύναμη να περιγράψει την κατάσταση στην οποία βρίσκεται, και, παρά την ανάδειξη της κρισιμότητας της υπόθεσης ενδοοικογενειακής βίας από την Εισαγγελία του Αρείου Πάγου, υπάρχουν άνθρωποι που «κουνούν το δάχτυλο» στα θύματα, λέγοντας συγκεκριμένα για τη δικηγόρο ότι προσπάθησε να συγκαλύψει τον σύζυγό της, αφού δεν πραγματοποίησε η ίδια καταγγελία στην αστυνομία.
Παρά τη διευρυμένη κάλυψη και το αυξημένο ενδιαφέρον των ΜΜΕ και του δικαστικού κόσμου για τις υποθέσεις έμφυλης βίας, υπάρχουν άνθρωποι που θεωρούν πως μια επιφανής και ευκατάστατη δικηγόρος δεν έχει το δικαίωμα να φοβάται να μιλήσει, όπως οποιοδήποτε άλλο θύμα που δεν είναι πρόσωπο δημοσίου ενδιαφέροντος. Από πότε χωρούν διακρίσεις στην ευαλωτότητα;
Παράλληλα, τη στιγμή που τα θύματα ενοχοποιούνται – γενικά και ειδικά, με κριτήριο το κοινωνικό και οικονομικό status τους, υπάρχουν τηλεοπτικές φιγούρες, που, όχι απλώς καταφεύγουν στο victim blaming, αλλά διαψεύδουν την αντρική βία που βιώνει μια γυναίκα, προστατεύοντας τον ίδιο τον κακοποιητή έναντι του θύματος, και αγνοώντας τις μαρτυρίες αλλά και τις επείγουσες κινήσεις της Εισαγγελίας. Ο λόγος για τη Ζίνα Κουτσελίνη, που επιχείρησε με πάθος να καλλιεργήσει συμπόνοια για τον θύτη, κάνοντάς μας για μία ακόμα φορά να αναρωτηθούμε, αν αυτός είναι ο τρόπος της να «ευαισθητοποιεί» την κοινωνία γύρω από ζητήματα έμφυλης βίας, σε μία εποχή που αυτού του είδους η αφύπνιση είναι κάτι παραπάνω από αναγκαία.
«Ένας άνθρωπος αυτή τη στιγμή έχει καταστραφεί ολόκληρος» και «Αμφισβητείτε ότι μια καριέρα στο ζενίθ της πλήττεται;», είπε ουρλιάζοντας μεταξύ άλλων στην εκπομπή της, χωρίς να την απασχολεί αν καταστράφηκε η ψυχή της γυναίκας που υπέστη τη βίαιη συμπεριφορά του Λύτρα, και απέδειξε πως οι καριέρες και οι προσωπικές γνωριμίες (ο ποινικολόγος είναι φίλος της), μπαίνουν πάνω από την προστασία των ανθρώπων που κακοποιούνται. Το ακόμα πιο δυστυχές, είναι πως λόγια σαν κι αυτά δεν έφτασαν τ’ αυτιά μας από φιγούρες που ενσαρκώνουν την τοξική αρρενωπότητα (βλ. Κούγια), αλλά από μία γυναίκα που θα μπορούσε να βρίσκεται στη θέση εκείνης που ξυλοκοπήθηκε.
Ενώ γυναίκες δημοσιογράφοι, ακόμα και της lifestyle κουλτούρας, μιλούν πλέον ανοιχτά στη τηλεόραση υπέρ των θυμάτων, και επιδεικνύουν ενσυναίσθηση και γυναικεία αλληλεγγύη, έχοντας αντιληφθεί πως τα περιθώρια για «ίσες αποστάσεις», ουδετερότητες και συγκάλυψη των επιφανών «φίλων» τους στενεύουν, εκείνες που ξεπλένουν κακοποιητές παραμένουν ακλόνητες στις θέσεις τους, μολύνοντας τον τηλεοπτικό χρόνο με επικίνδυνες δηλώσεις που αποπροσανατολίζουν την κοινή γνώμη και συμβάλλουν στην καλλιέργεια και την αναπαραγωγή της κουλτούρας του victim blaming.