Ανάμεσα σε Βολιώτικους εμετούς με ανέκδοτα για βιασμούς και άλλους πραγματικούς που κάνουν τον Κυνόδοντα να μοιάζει σαν πολύχρωμο καρουζέλ σε ζοφερή παιδική χαρά, η χθεσινή μέρα (ή το βράδυ αν θες) είχε να προβάλει και κάτι διαφορετικό. Μια ωραία, πολύτιμη στιγμή, εκεί μέσα στην πολύπαθη και πολύξερη ελληνική τιβί, από αυτές που αφήνουν το μάτι να τρέξει ελεύθερα και χωρίς ενοχή στα πιο υγρά του τοπία.
Στο Maestro in Blue, όπως το αναγνωρίζουν και οι φίλοι μας στο Netflix, ένας από τους κεντρικούς χαρακτήρες, ο πιο χαμένος μέσα στη βία που έχει δεχτεί και τη σεξουαλικότητα που προσπαθεί να αποδεχτεί, ένας χαρακτήρας που υποδύεται με υποδειγματική συναισθηματική ευκρίνεια ο Γιώργος Μπένος, θα καταφύγει στην εκκλησία του νησιού για «λίγη ηρεμία» και αυτό που ακολουθεί, ένας διάλογος με τον κληρικό που «ξέρει» από χρόνια το παιδί, μετατρέπεται σε μια από τις πιο συγκινητικές και ανθρώπινες στιγμές της παπακαλιάτικης περιπέτειας που παρακολουθούμε τον τελευταίο χρόνο. Με μια φροντίδα μάλιστα ευεργετική και μια ευστοχία ανεκτίμητη, ειδικά σε μια εποχή που η ελληνική μυθοπλασία έχει πάθει εμμονή με την παρουσία του ιερατικού στοιχείου στην πλοκή της, συνήθως δε στην πιο συντηρητική και απεχθή μορφή του. Κάπου εδώ να πω ότι ο Κωνσταντίνος Ζωγραφόπουλος στο ρόλο του ιερέα καταφέρνει αυτό που δεν έχει καταφέρει κανείς στους ανάλογους ρόλους του primetime. Να δώσει στις λέξεις που του προσφέρονται έναν χρωματισμό έγνοιας και ανθρωπιάς, με ολόσωστες παύσεις και ανάσες που μοιάζουν να έρχονται από τα βάθη του χρόνου.
«Ήθελα να μείνω εδώ που είναι ήρεμα, γι’ αυτό ήρθα να ανάψω ένα κεράκι και να φύγω, δεν έχω κάτι να σου πω».
«Να μείνεις όσο θες και να έρχεσαι όποτε θες, κι άμα θες να μιλήσεις με κάποιον, εγώ είμαι εδώ».
«Δεν είμαι σίγουρος ότι γίνεται αυτό».
«Γιατί δεν γίνεται; Σε ξέρω από μικρό παιδί και έχεις γίνεις ολόκληρος άντρας. Ξέρω, ήταν πολύ δύσκολο και άδικο αυτό που βίωνες με τον πατέρα σου, συνέχεια προσευχόμουν για σένα».
«Ίσως αν δεν ήμουν όπως είμαι, ο πατέρας μου να μην είχε πρόβλημα μαζί μου και σήμερα να ζούσε, πού ξέρεις, μπορεί γι’ αυτό να έχω τόσες ενοχές».
«Ακόμη και ο πιο βίαιος άνθρωπος μπορεί να έχει κάπου στην ψυχή του μια γωνιά που να είναι καλή».
«Δεν είχε. Εγώ θέλω να καταλάβω, γιατί με ταλαιπωρεί τόσο πολύ αυτό που νιώθω».
«Τι νιώθεις»;
Αυτό που καταφέρνει φέτος ο Παπακαλιάτης, με την τρυφερότητα με την οποία υποστηρίζει τους ήρωες του, είναι να οδηγήσει τη ματιά μας περισσότερο σε αυτή του τη δημιουργική πλευρά, σε αυτό το συγκεκριμένο δρομολόγιο της πολύπλευρης εργασίας του. Δεν είναι ο Παπακαλιάτης-ηθοποιός, ο Παπακαλιάτης-σκηνοθέτης ή ο Παπακαλιάτης-μουσικός επιμελητής που μας τραβάει από το χέρι, είναι ο Παπακαλιάτης-σεναριογράφος που ανθίζει στους διαλόγους, αν όχι και στη ροή, και καταφέρνει κάτι από αυτό που κάνουν τα όμορφα βιβλία: σε εκπροσωπούν, μετατρέπουν τις σκέψεις σου σε λέξεις και βγάζουν κάτι καλύτερο από σένα στον κόσμο, έναν πολεμιστή με πραγματική ενσυναίσθηση στη μάχη για λίγη παραπάνω συμπερίληψη, κατανόηση, αγάπη και ανθρωπιά. Σκεφτόμουν μετά πως η αίσθηση, όχι το μοτίβο, η σκέψη και η κατεύθυνση, μου θύμισε τη σκηνή του πατέρα με τον γιο στο Call me by your name. Η Αντιγόνη μου είπε όχι. Εκείνη τη σκηνή την είχε βάλει στο repeat 67 φορές, τη χθεσινή μόλις 18. Της είπα δώστης χρόνο και θα ξαναγυρίσεις σε αυτή.
«Ξέρεις πόσες ώρες έχω περάσει εδώ μέσα να προσεύχομαι να μην είμαι αυτό που τελικά είμαι; Και να με αγαπάει και λίγο ο πατέρας μου; Καμία προσευχή δεν εισακούστηκε. Όμως τώρα υποφέρουν κι άλλοι εξαιτίας μου. Και εγώ παλεύω ακόμη γι’ αυτό που είμαι».
«Όπως και να είσαι μπορείς να έρχεσαι, όποτε θες».
«Γιατί, θα δεχόσουν στην εκκλησία σου έναν ομοφυλόφιλο άντρα; Γιατί αυτό είμαι. Θες να φύγω»;
«Όχι».
«Εσύ ήθελες να μιλήσουμε, εγώ ήθελα να μείνω λίγο εδώ που είναι ήρεμα».
«Καλά έκανες και μου μίλησες παιδί μου, δεν είχα καταλάβει ότι περνάς κάτι τέτοιο».
«Γιατί, και τώρα που το κατάλαβες, μπορείς να κάνεις κάτι γι’ αυτό»;
«Όχι, αλλά μπορώ να σε ρωτήσω, γιατί ήρθες να κάτσεις μόνος σου εδώ, αφού σε απογοήτευσε αυτό το μέρος; Όπως δεν είναι όλοι οι άνθρωποι ίδιοι, έτσι δεν είναι ίδιοι και όλοι οι πατέρες. Δεν χωράνε όλοι παντού σε κάθε ανθρώπινη κοινότητα ακόμη και σε μας που εκπροσωπούμε την αγάπη».
«Εγώ αγαπάω τον Αντώνη με όλη μου την ψυχή, για ποια αγάπη μου λες; Γιατί να μη χωράω κι εγώ εδώ μέσα; Πες μου».
«Τη δική μου θα την έχεις πάντα, εγώ πάντα θα σε δέχομαι εδώ».
«Οι άλλοι όμως όχι, εσύ δεν θα είσαι πάντα εδώ και το σπίτι αυτό της αγάπης δεν μπορεί να δέχεται κατ’ εξαίρεση. Έτσι δεν είναι»;
«Δεν φτιάχνω εγώ τους νόμους».
«Εσύ όμως τους υπηρετείς, τους συντηρείς, τους καταφέρεις κι αυτό είναι τόσο άδικο».
«Είναι».
Και όπως ήταν αναμενόμενο, το «εκκλησιαστικό» αυτό πεντάλεπτο βρήκε αμέσως διέξοδο και χειροκρότημα στα σόσιαλ που περιμένουν πώς και πώς κάτι τέτοιες στιγμές για να αντιδράσουν με λυγμό. Όπως δηλαδή το έκαναν και στον προηγούμενο κύκλο, όταν η διασκευή στο Τυχερό μου Αστέρι «φώτισε» με τους ήχους της κάθε σπιθαμή της ιντερνετικής ψυχής.