Στερεωνόμαστε στα κάγκελα, έχοντας πλάτη την Ακαδημίας. Έχουμε κρεμάσει τη μάσκα στο αριστερό αφτί, εγώ τρώω κουλούρι με γέμιση αγριοκέρασο. Στην τσάντα, έχουμε νερό σε θερμοκρασία Μαΐου και χυμό. Βασικά έχουμε και άλλα, αλλά δεν μοιάζουν ζητούμενο τώρα. Τη βλέπουμε να βγαίνει, χειροκροτάμε συγκρατημένα. Άραγε να ξέραμε να χειροκροτάμε από πάντα συγκρατημένα, ή είναι άλλο ένα κουσούρι που θα μας αφήσει η εποχή; Κοροϊδεύουμε η μία τη συγκίνησης της άλλης. «Μάλλον τους τελείωσαν τα τσιρότα» μας λέει και βγάζουμε να σχεδιάσουμε με στυλό ένα κουνέλι, με μύτη την κόκκινη σταγόνα που ξέφυγε από τη βελόνα. Πέντε στενά πιο κάτω, πίνουμε δύο κοκτέιλ, το ένα μετά το άλλο. Ξεμάθαμε στο οινόπνευμα.
Παίρνω ταξί, αναρωτιέμαι τι σκεφτόμουν όταν έκλεινα τόσο μακριά το δικό μου ραντεβού. Ποντάρω πως μέσα στην αγωνία μου, δεν το πρόσεξα καν. Σηκώνω το μανίκι, λέω στην όχι και τόσο συμπαθητική νοσοκόμα πως φοβάμαι. Νομίζει το εμβόλιο, όμως εννοώ τη βελόνα. Εδώ, δεν έχουν τελειώσει τα τσιρότα και «Περίμενε 15 λεπτά στην αίθουσα αναμονής, μήπως σου παρουσιαστεί κάποια αντίδραση».
Στα social media, δεν σταματούν να αναρτώνται φωτογραφίες από εμβολιαστικά κέντρα. Δάχτυλα σχηματίζουν το σήμα της νίκης, όρκοι σφιχτών αγκαλιών και σβουριχτών φιλιών, «κλειδώνονται» δημόσια. Η γενιά μου εμβολιάζεται, βιάζεται να γίνει ξανά άτρωτη, δεν μοιάζει διαθετειμένη να θυσιάσει κι άλλο καλοκαίρι. Η γενιά που κατηγορήθηκε όσο καμία, προβάλλοντας πάνω της, την ατομική ευθύνη της κρατικής ανεπάρκειας, κλείνει κατά χιλιάδες τα ραντεβού με τη θνητή αθανασία.
Την επόμενη, έκανα ένα χαμηλό πυρετό. Πόνεσε η πλάτη και οι κλειδώσεις μου, ενώ κοιμόμουν για ώρες. Όταν ξυπνούσα σκεφτόμουν όσα ζούμε, αν θα ξεχάσουμε ποτέ, αν θα υπάρξουμε ξανά όπως κάποτε, σκεφτόμουν ότι εκείνο το μεσημέρι στην Ακαδημίας το γέλιο μας έκανε έναν απόκοσμο κρότο. Όταν συνερχόμουν, συνειδητοποιούσα το προνόμιο του να μπορούμε να αγχωνόμαστε για τις παρενέργειες ενός εμβολίου, τη μη εμπεδωμένη στην καθημερινότητα πραγματικότητα, που μας καθιστά στους προνομιούχους αυτού του κόσμου, αυτούς που έχουν την πολυτέλεια της επιλογής, αυτούς που γεωγραφικά η ζωή τους έχει μεγαλύτερη αξία, από άλλους.
Είναι όμως η σκέψη αυτή αρκετή, ώστε να καμουφλάρουμε κάθε φόβο, κάθε αμφιθυμία και προβληματισμό που κολυμπά στα θολά νερά της πληροφόρησης που έχουμε από όλους τους φορείς, σχετικά με τις ενδεχόμενες μετέπειτα παρενέργειες της πιο viral ουσίας του πλανήτη; Πότε έγινε τόσο εύκολο να μπορεί μια γυναίκα να αποφασίσει, μέσα σε ένα κλίμα πίεσης, κούρασης και ενοχής, αν θα κάνει τελικά ένα εμβόλιο που ο γυναικολόγος της τη συμβουλεύει να μην το κάνει, σε περίπτωση που θέλει άμεσα να αποκτήσει ένα παιδί, αλλά δέχεται την άδικη ταμπέλα του «αρνητή», μέσα σε μια φρενίτιδα εμβολιαστικού παροξυσμού.
Στο σημείο αυτό, καλό θα είναι να αναλογιστούν οι σταυροφόροι με τις αδέκαστες ενέσεις, ότι γενικά δεν έχουν να αντιμετωπίσουν κανένα ισχυρό αντιεμβολιαστικό ρεύμα τόσο στη χώρα μας, όσο και στη γενιά μας, οπότε ας πάρουν μια βαθιά ανάσα πριν κουνήσουν το δάχτυλο. Αν δηλαδή καταφέρουν να κοντοσταθούν, μπροστά στην ανάγκη τους για ισοπέδωση κάθε συναισθηματικά φορτισμένης λογικής, ίσως μπορέσουν και εκείνοι να διακρίνουν, ότι είμαστε μια γενιά προοδευτική και κοσμοπολίτικη, που όμως έχει κάθε δικαίωμα να αγχωθεί και να φοβηθεί, όταν μέχρι και οι λοιμωξιολόγοι της επιτροπής, διαφωνούν στον δημόσιο λόγο τους.
Παραθέτω το χαρακτηριστικό για εμένα παράδειγμα, στο οποίο προσωπικός μου φίλος έκλεισε ραντεβού με τη θηλάζουσα σύντροφο του, με σκοπό να εμβολιαστούν και οι δύο. Έχοντας ενημερωθεί από τον γυναικολόγο και τον παιδίατρο, η γυναίκα, βρέθηκε στο εμβολιαστικό κέντρο και μπροστά σε μια, σχετική με την κατάσταση της, συζήτηση γιατρών. Οι ενδοιασμοί που της αναδύθηκαν από όσα άκουσε, την έκαναν να φτάσει στον διευθυντή του εμβολιαστικού κέντρου, ο οποίος ψάχνοντας βρήκε οδηγία του ΕΟΔΥ για τη μη χορήγηση του συγκεκριμένου εμβολίου σε θηλάζουσες, εκτός αν η ίδια το επιλέξει με δικιά της ευθύνη. Η γυναίκα αποχώρησε, έκανε δηλαδή αυτό που μάλλον θα έκανα και εγώ, εάν βρισκόμουν στη θέση της και που ήδη όπως ανέφερα έχω εμβολιαστεί.
Η ευθύνη της πολιτείας και σε αυτό το θέμα είναι μεταβιβαστική. Χωρίς ξεκάθαρες και επιστημονικές εξηγήσεις, στοχοποιούν την αγωνία ανθρώπων που είτε ανήκουν σε ευάλωτες σε σχέση με την υγεία τους θέση, είτε πρέπει να σηκώσουν μόνοι και μόνες τους μια επιλογή ευθύνης που δεν τους αναλογεί. Η αμφιθυμία μπροστά στην ισχνή ενημέρωση που λαμβάνουμε, και αυτή μέσα από ένα παραμορφωτικό καθρέφτη, μετατρέπεται σε συνωμοσιολογία κάποιου ακατανόητου φόβου, που όμως είναι πέρα για πέρα αποδεκτός. Καλούμαστε να αγνοήσουμε κάθε προβοκατόρικη φανφάρα που εκτοξεύεται από τη μια φαρμακευτική στην άλλη, και παρόλα αυτά βρισκόμαστε απολογούμενοι σε ένα ντελίριο ανελαστικής διάστασης των συναισθημάτων μας. Όλα αυτά βέβαια, θα μπορούσαν αν όχι να αποφευχθούν εντελώς, τουλάχιστον να εξομαλυνθούν με συγκεκριμένες θέσεις ειδικών που συγκλίνουν, μακριά από το κλίμα μικροπολιτικής που αναδύεται, προκαλώντας δυσφορία.
Είμαι τρίτη μέρα με το άστρα -που μ’ αρέσει καλύτερα γραμμένο στα ελληνικά- στο σώμα μου. Το χέρι μου είναι ακόμη κάπως βαρύ στο σημείο επαφής που είχαμε, όμως νιώθω ανακουφισμένη. Νιώθω πιο ελεύθερη, ακόμη και αν δεν κάνω σχεδόν τίποτα απ’ όσα έκανα και μου λείπουν.
Όταν τελειώσουν όλα αυτά πρέπει να αναζητήσουμε μια σύριγγα, χωρίς βελόνα. Να τη γεμίσουμε με κατανόηση, φροντίδα, ενσυναίσθηση και κρυσταλλική αγάπη, να γίνουμε για λίγο αυτοί που δεν ξέρουν τα πάντα, αυτοί που δεν κριτικάρουν τους πάντες, αυτοί που έχουν ανοσία στην ανοησία.