Ελληνικό Σινεμά: Μέρα ή Νύχτα;

Όταν ήμουν μικρός, μου άρεσε να χαζεύω τις καλαμιές που αγκάλιαζαν περιμετρικά τη λιμνοθάλασσα της Λευκάδας. Αγέρωχες κι αιωνόβιες, ήταν εκεί πριν να τις δω εγώ και φαντάζομαι θα παραμείνουν κι αφού μπορώ πια να τις βλέπω, σαν ένα φυσικό όριο που λέει στον άνθρωπο ότι ως εδώ μπορεί να φτάσει. Ως εδώ μπορεί να ισιώσει δρόμο, κι ως εδώ μπορεί να στρώσει άσφαλτο. Ως εδώ μπορεί να αλλάξει τα πράγματα. Οι καλαμιές, ως γνωστόν, είναι ένα από τα πιο άγρια και κι επίμονα φυτά που έχει βγάλει η φύση. Αν απλώς τις κόψεις και τις παραχώσεις, αν δεν σκάψεις αρκετά βαθιά για να τις ξεριζώσεις, το διαβρωτικό υγρό που εκκρίνει το αλύγιστο κορμί τους, μπορεί να τρυπήσει ακόμη και τσιμέντο, προκειμένου να τις ξαναφέρει στον ήλιο. Κι ήταν το θέαμά τους κάπως σαν μάθημα, για το πόσο άγριος κι επίμονος πρέπει να είσαι για να επιβιώσεις. Και να επιβάλεις κάποια πράγματα να μην αλλάξουν ποτέ. Έστω κι αν αυτά τα πράγματα είναι μια υπέροχη και ήρεμη θαλασσινή επιφάνεια, που κρύβει από κάτω της ένα ταψί γεμάτο λάσπη. Ίσως χρειαστεί δύο, ή τρία, ή πέντε χρόνια, αλλά οι καλαμιές θα ξαναφυτρώσουν.

Τοπίο στην Ομίχλη (φωτό: Κωνσταντίνος Τσακαλίδης/ FOSPHOTOS

Πριν πέντε χρόνια τα ελληνικά κινηματογραφικά πράγματα δεν περνούσαν και την καλύτερη περίοδό τους, τουλάχιστον στα επίπεδα τα συντεχνιακά. Επιγραμματικά, ήταν εκείνη η χρονιά που η νεολαία του κινηματογράφου και οι εξωσυστημικοί της πατρόνες αποφάσισαν να συσπειρωθούν κάτω απ’ τον ποιητικό τίτλο Κινηματογραφιστές στην Ομίχλη, να επαναστατήσουν απέναντι στο συνδικαλιστικό και γραφειοκρατικό κατεστημένο, και να σαμποτάρουν τα Κρατικά Βραβεία Ποιότητας (τον απαρχαιωμένο και διαβλημένο μηχανισμό βράβευσης των «καλύτερων» της ετήσιας εθνικής κινηματογραφικής παραγωγής), μποϋκοτάροντας το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, που ήταν απαραίτητη στάση στην πορεία οποιασδήποτε ταινίας ήθελε να συμμετάσχει στον άνωθι μηχανισμό, τον μοναδικό κρατικώς αναγνωρισμένο και άρα επιχορηγούμενο.

Προσπαθώντας επί σειρά ετών να σπάσει το μονοπώλιο του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης στη ντόπια παραγωγή, το Φεστιβάλ της Αθήνας βρήκε ακριβώς εκείνη την περίοδο τις ιδανικές συνθήκες για να μπουκάρει στην κουβέντα για το ελληνικό σινεμά, φλερτάροντας με τους έλληνες κινηματογραφιστές, τη δουλειά των οποίων διακαώς θα ήθελε στο πρόγραμμά του. Πρώτη στάση προς αυτό, λοιπόν, ήταν εκείνο το διαβόητο πάνελ στις 22 Σεπτέμβρη του 2009. Μια στρογγυλή τράπεζα συζήτησης ανάμεσα στους εκπροσώπους της Πολιτείας και τους φερέλπιδες κινηματογραφιστές, με κεντρικό θέμα το –πολύ hot εκείνη την περίοδο– πολυθρύλητο κι αργότερα πολυθρήνητο Κινηματογραφικό Νομοσχέδιο, που υποσχόταν να αλλάξει άρδην το πεδίο της κινηματογραφικής παραγωγής και να ξεριζώσει όλες τις τσουκνίδες ανεπάρκειας κι αδικίας που είχαν ξεφυτρώσει στα κενά του προηγούμενου. Όλες εκείνες τις καλαμιές που εμπόδιζαν τους απ’ έξω να μπουν και να τσαλαβουτήσουν στα θελκτικά νερά του ελληνικού σινεμά.

Εκείνη την εποχή υπήρχε ακόμη στη ζωή μας ένα πράγμα που το έλεγαν ΛΑΟΣ. Η ξαφνική αποχώρηση του εκπροσώπου του από την κουβέντα, σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την ανάκριση που δέχτηκε απ’ τους παριστάμενους πάνω σε θέμα για το οποίο δήλωνε ελλιπώς ενημερωμένος, και η παρεμπιπτόντως έκφραση συμπαράστασής του σε όποιον και για ό,τι τη χρειαζόταν, θα μπορούσε να ήταν το τραγελαφικότερο μιας εκδήλωσης που, ως έτερες βαθιές πολιτικές τομές είχε: α) τη δήλωση του εκπροσώπου της ΝΔ ότι η τελευταία ελληνική ταινία που είχε δει ήταν «στο Μέγαρο, η πρεμιέρα του Αγγελόπουλου» (της οποίας ο τίτλος του διέφευγε) και β) τη δέσμευση του ΠΑΣΟΚ για «σχέδιο 100 ημερών» (αγαπημένη πασπαρτού έκφραση ΓΑΠ). Κι έτσι θα ήταν, αν δεν είχε ακολουθήσει το μετά.

Τα τεντωμένα δάχτυλα, τα φουσκωμένα μηνίγγια, τα χείλη που τραβιόντουσαν για να αποκαλύψουν πεινασμένα δόντια, μένουν και σήμερα ενδεικτικά του πώς η τέχνη γίνεται πολιτική όταν συναντιέται με την οικονομία και του τι παθαίνει ο καλλιτέχνης όταν τον τυλίγουν τα λογιστικά φίδια και τον αναγκάζουν να παίξει τον επιχειρηματία

Εκείνο το μετά, ήταν η εκκωφαντικότερη σύρραξη που σημειώθηκε ποτέ ανάμεσα στα τότε τοτέμ της φεουδαρχικής διακίνησης των κρατικών κονδυλίων, και του προλεταριάτου που μέχρι πριν λίγο καιρό ξεροστάλιαζε στους διαδρόμους του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου μπας και στάξει απάνω τους καμιά επιδοτησούλα, απαραίτητη, εδώ που τα λέμε, για να μπορέσουν οι δημιουργοί να εξασφαλίσουν και κονδύλια ευρωπαϊκά. Ακριβώς εκείνη τη μέρα του debate των Νυχτών, έγινε κι η μεγάλη Έξοδος του ελληνικού σινεμά. Η οποία είδε τον Ορέστη Ανδρεαδάκη ως κομπιασμένο κομπέρ ενός ανεκδιήγητου κανιβαλιστικού πανηγυριού, να προσπαθεί να συγκρατήσει τον πρόεδρο της Εταιρείας Ελλήνων Σκηνοθετών, Χάρη Παπαδόπουλο, απ’ το να πιαστεί στα χέρια με τον άνθρωπο που έβλεπε ως εμπνευστή των στασιαστών του σινεμά, τον πρόεδρο του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου, Γιώργο Παπαλιό.

Οι σκηνές ροκ που εκτυλίχθηκαν εκείνο το πρωινό του Σεπτέμβρη, η μαζική αποχώρηση των Ομιχλιστών απ’ την Εταιρεία Ελλήνων Σκηνοθετών, η οργίλη αντεπίθεση του προέδρου της, τα συντονισμένα γαβγίσματα των υπασπιστών του, τα τεντωμένα δάχτυλα, τα φουσκωμένα μηνίγγια, τα χείλη που τραβιόντουσαν για να αποκαλύψουν πεινασμένα δόντια, μένουν και σήμερα ενδεικτικά του πώς η τέχνη γίνεται πολιτική όταν συναντιέται με την οικονομία και του τι παθαίνει ο καλλιτέχνης όταν τον τυλίγουν τα λογιστικά φίδια και τον αναγκάζουν να παίξει τον επιχειρηματία. Επίσης, το πόσο μπορεί να παραπλανηθεί ένας απελπισμένος άνθρωπος όταν τον μεθύσουν με επαναστατικό ενθουσιασμό, και, πάνω απ’ όλα βέβαια, το χάος του διχασμού στο οποίο οδηγείται μια μικρή, κλειστή βιομηχανία, όταν αντιμετωπίζεται καιροσκοπικά από την Πολιτεία κι αφήνεται να λειτουργεί κάτω από μια επίφαση μονάχα οργανωμένου μηχανισμού, που μπάζει λασπόνερα από παντού.

Στους μήνες και τα χρόνια που ακολούθησαν, οι ισορροπίες λίγο – πολύ αποκαταστάθηκαν με τις μικρότερες δυνατές απώλειες. Ίσως ο μεγαλύτερος απ’ τους χαμένους, το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης έχασε τη θηλιά που είχε περασμένη γύρω απ’ το ελληνικό σινεμά, χάνοντας μαζί και σημαντικό κομμάτι απ’ αυτά που έκαναν τα προγράμματά του ζωντανά και δελεαστικά. Κι απ’ την άλλη, όπως φαίνεται από ένα πρόγραμμα που έχει το Xenia και το A Blast για πανελλήνια πρωτιά, οι Νύχτες Πρεμιέρας βρήκαν περιθώριο να εμπλουτίσουν το δυναμικό τους, τσιμπώντας μερικούς τίτλους που ενδιαφέρονται περισσότερο να γνωριστούν με δυναμικά κινηματογραφικά κοινά, απ’ όσο να διαγωνιστούν για θαμπούς Χρυσούς Αλεξάνδρους, που πιθανότατα θα τους έκαναν και ζημιά εμπορικά.

Οπότε μπορείς να πεις πως, πέρα από το ΛΑΟΣ που έπαψε να υπάρχει στη ζωή μας πια, δεν άλλαξε στ’ αλήθεια τίποτα που να ‘χει σημασία εδώ και μισή δεκαετία. 

Παράλληλα, ο Γιώργος Παπαλιός, στον οποίο είχε χρεωθεί σχεδόν αποκλειστικά η ολοκληρωτική αναγέννηση του καλλιτεχνικού σινεμά (ξεκινώντας απ’ τον Κυνόδοντα των Κανών και όλα τα λοιπά), ωθήθηκε παρασκηνιακά σε αναγκαστική εξορία και οι εκλεκτοί που άφησε πίσω ετοιμάζονται να τον ακολουθήσουν σιγά-σιγά. Και ο ακλόνητος πρόεδρος της ΕΕΣ, αφού θήτευσε σε θέσεις – κλειδιά δημόσιων γνωμοδοτικών τηλεοπτικών επιτροπών, έχει πια δημιουργήσει το κατάλληλο κλίμα για να κάνει το ρουά ματ: με τους υπασπιστές του ήδη στις κατάλληλες θέσεις του ΔΣ του ΕΚΚ, περιμένει τη σειρά του για να περάσει απ’ την κεφαλή. Στο μεταξύ, η ελληνική Πολιτεία έμεινε με έναν Κινηματογραφικό Νόμο που, ως είθισται, παραμένει ανεφάρμοστος σε όλα τα σημεία που έχουν σημασία, και οι όποιες αντιδράσεις αποσοβήθηκαν, μιας και όσοι απ’ τους ηγέτες του αντίπαλου στρατοπέδου είχαν φωνή αρκετά ισχυρή για να ακουστούν, βρέθηκαν μπουκωμένοι με άλλες πολυθρόνες και δημόσιες παραγωγές.

Το μεγαλύτερο έγκλημα εκείνης της αναταραχής βεβαίως, ήταν τα μερικές εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ που περνούσαν στην εθνική κινηματογραφία, συνοδεύοντας τα Κρατικά Βραβεία. Τα οποία παραμένουν πια στα ταμεία του Υπουργείου Πολιτισμού, που όπως ήταν λογικό, είχε πετάξει τη σκούφια του στο ενδεχόμενο να αναλάβει τις βραβεύσεις του ντόπιου σινεμά μια Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου. Που με τη σειρά της, δίχως αναγνώριση και κανενός είδους στήριξη απ’ το ΥΠΠΟ, τελεί υπό καθεστώς γενικευμένης ανυποληψίας ακόμη κι από τα ίδια της τα μέλη. Όπως ήταν λογικό να συμβεί, σε ένα τέκνο διχασμού και αλληλοσπαραγμού.

Οπότε μπορείς να πεις πως, πέρα από το ΛΑΟΣ που έπαψε να υπάρχει στη ζωή μας πια, δεν άλλαξε στ’ αλήθεια τίποτα που να ‘χει σημασία εδώ και μισή δεκαετία. Τα μαλλιά μας ασπρίσανε λίγο, και τα μουσούδια μας αυλακωθήκαν κάπως. Εκτός απ’ του Περάκη. Αυτός έμεινε απαράλλαχτος. Κι οι καλαμιές της Λευκάδας, βέβαια, που είναι ακόμη εκεί. Και δίπλα τους έχουν φυτρώσει κι άλλες.

Ιωσήφ Πρωϊμάκης