«Έλα, ρε Κώστα, να με βγάλεις μια φωτογραφία»

«Όλους αυτούς που φωτογράφισα, δεν τους γνωρίζω πια ύστερα από τόσα χρόνια. Μεγάλωσαν, φτιάξαν παιδιά, εγγόνια, που να τους γνωρίσω;»

«Κάποια στιγμή σταμάτησα να παίρνω φωτογραφίες. Τα άφησα. Ήρθε η τεχνολογία, βγήκαν οι μηχανές, βγήκαν οι κάμερες και το δικό μου μηχανάκι, το σαραβαλάκι, δεν έπιανε. Καθένας αγόραζε τη δική του μηχανή και κανείς δεν έλεγε “Έλα, ρε Κώστα, να με βγάλεις μια φωτογραφία”, παρά έλεγε “Θα τη βγάλω μοναχός μου, και γιατί να πληρώσω τις εμφανίσεις, τα φιλμ, τον κόπο”. Πέρασαν και τα χρόνια και δεν είχε και ψωμί…»

«Το πώς να τραβάω μια φωτογραφία το έμαθα από πείρα. Και ξεκίνησα, όπως σου είπα, με φωτογραφίες για ταυτότητες. Οι φωτογραφίες αυτές έπρεπε να είναι σε άσπρο φόντο. Κι όποιος ερχόταν, λοιπόν, τον φωτογράφιζα πάντα μπροστά σε άσπρο τοίχο. Επειδή όμως τύχαινε να με καλούν σε σπίτια όπου δεν είχαν άσπρο ντουβάρι, σκέφτηκα να έχω μαζί μου ένα άσπρο πανί. Είχα λοιπό μαζί μου ένα σεντόνι, που ή το κάρφωνα σε μια πεζούλα ή το έδινα να το κρατάει κάποιος για φόντο. Πολλές φωτογραφιες έχουν βγει μ’ αυτό τον τρόπο.»

«Είχα μια κασετίνα, έπαιρνα το φιλμ, έβγαζα το χαρτί, πήγαινα έξω κι έδινα φως, ας πούμε. Έλεγα ¨1, 2, 3, 5″, ανάογα τι φως ήθελα να του δώσω. Χαμήλωνα τη λάμπα κι έμπαινα μέσα στα φάρμακα. Να το ρίξω στην εμφάνιση, να το ρίξω στο ποσοφίλτ, στο ξίδι, στο νερό. Και μια φορά όπως έμπαινα μέσα, πήρα σβάρνα τις λεκάνες, γίναν όλα μούσκεμα! […] Τότε έμενα από παλιόσπιτο σε παλιόσπιτο κι από σπηλιά σε σπηλιά. Δεν είχα πουθενά ν’ απαγκιάσω.»

«Μέχρι τα τριάντα μου έμενα με την οικογένειά μου: πατέρας, μάνα, παππούδες, εφτά αδέρφια. Εγώ ήμουν ο πρώτος, και γι΄αυτό τράβηξα όλα τα βάσανα. […] Δεν μ’ αγαπούσε ούτε η μάνα μου, ούτε ο πατέρας μου. Με είχαν μοναχά γα να τους κονομώ τον άρτο, τα έξοδα του σπιτιού. Μου ‘λεγε ο π[ατ’ερας μου “Τρέχα όπου θες, θέλουμε να μας φέρεις ψωμί”. Ηταν πολύ αυστηρός, πλάτη με πλάτη τρώγαμε, στρατιωτικός νόμος μες στο σπίτι.

Αποσπάσματα από τη μεταγραφή  2 συζητήσεων με την Αλεξάνδρα Σιώτου και  του ΚΡ στη Ζαγορά (2003-04) που επιμελήθηκε ο Ερρίκος Σοφράς.

Σήμερα στα «Παλιά» του Βόλου, ο νεαρός σαγματοποιός (τεχνίτης σαμαριών) Κώστας από τη Ζαγορά, μας πληροφόρησε πως ο Ρούσσης βρίσκεται στο γηροκομείο στα Κανάλια κοντά στη Κερασιά, έξω από το Βόλο.

O εκδότης του βιβλίου «Ανωνύμων Ταυτότητες», Φίλιππος Κουτσαφτής περιγράφει:

Στην έκδοση θα βρείτε από ένα κείμενο της Ευφροσύνης Δοξιάδη και Σταύρου Ζουμπουλάκη.

Μπορείτε να προμηθευτείτε το βιβλίο από εδώ

Γιάννης Καρλόπουλος

Share
Published by
Γιάννης Καρλόπουλος