Οι εκλογές των μισών

Περιμένοντας το σχηματισμό της νέας κυβέρνησης, άφησα να καθίσει η σκόνη που σηκώθηκε με την ανακοίνωση του εκλογικού αποτελέσματος και την αδυναμία των δημοσκοπήσεων να το προβλέψουν.

Άλλωστε, είχα βάλει προεκλογικά τρία στοιχήματα που ήρεμα θέλησα να δω πώς ακριβώς παίχτηκαν.

 Το πρώτο ήταν ότι η αποχή θα έφθανε σε ύψη ρεκόρ αναδεικνύοντας νικητή των εκλογών το κόμμα που θα έχανε αναλογικά τους λιγότερους ψηφοφόρους κι όχι κάποιο που θα κέρδιζε τους περισσότερους.

Το δεύτερο ήταν ότι οι εκλογικοί συσχετισμοί των κομμάτων θα κρίνονταν από το ισοζύγιο μεταξύ «τιμωρητικής» και «χρήσιμης» ψήφου. 

Το τρίτο ήταν ότι, σε κάθε περίπτωση, από την επόμενη ημέρα των εκλογών θα εγκαινιαζόταν μία νέα πολιτική εποχή.

Το τρίτο στοίχημα θα εξακολουθήσει να διακυβεύεται για αρκετό καιρό ακόμα. Θα κριθεί από τα ανακλαστικά με τα οποία το κομματικό σύστημα της μεταπολίτευσης θα επανατοποθετηθεί απέναντι στις νέες κοινωνικές αντιθέσεις που γεννήθηκαν στη διάρκεια της συνεχιζόμενης μνημονιακής περιόδου. 

Οι εξελίξεις στη Ν.Δ. μας δίνουν, ήδη, μία πρώτη, και όχι ιδιαίτερα καλή, γεύση. Το ίδιο συμβαίνει και με τα μηνύματα που στέλνει ο σχηματισμός της νέας κυβέρνησης. Άρα, επ’ αυτών θα έχουμε το χρόνο να επανέλθουμε.

Σε ό,τι αφορά στα δύο πρώτα στοιχήματα, τα μυστικά τους αποδείχτηκε ότι έκρυβαν, πράγματι, τα κλειδιά που ξεκλείδωσαν το αποτέλεσμα της περασμένης Κυριακής.

Η προβληματισμένη και, εν πολλοίς, αδιάφορη σιωπή, με την οποία η κοινή γνώμη παρακολουθούσε τη σύντομη πορεία προς τις κάλπες, άρχισε να λύνεται το τελευταίο πριν από αυτές 48ωρο. Τότε ο μισός σχεδόν πληθυσμός άρχισε να αντιδρά ως ενεργό εκλογικό σώμα. Ο άλλος μισός αρνήθηκε μέχρι τέλους να κάνει δικό του το δίλημμα της διακυβέρνησης, το μοναδικό, άλλωστε, διακύβευμα της προχθεσινής αναμέτρησης. Διέφυγε προς την αποχή, τα πρωτοφανή ποσοστά της οποίας, αθροιζόμενα με τα, επίσης, εντυπωσιακά ποσοστά των  “ακύρων” και των “λευκών”, καθιστούν τη νέα Βουλή τη λιγότερο αντιπροσωπευτική των τελευταίων σαρανταενός χρόνων. 

Αν, μάλιστα, σε αυτά προστεθεί το 6% και πλέον που ανήκει στα κόμματα που δεν μπόρεσαν να διαβούν το κατώφλι του 3%, τότε σίγουρα έχουμε να κάνουμε με μία θεσμική κρίση που ίσως αποδειχθεί σοβαρότερη της οικονομικής. Τουλάχιστον στο βαθμό που απονομιμοποιεί έτι περαιτέρω το σημερινό αντιπροσωπευτικό μας σύστημα. 

στα ποσοστά της αποχής έχουν μετακινηθεί (προσωρινά;) κρίσιμες μάζες διαμαρτυρομένων νέων και απεγνωσμένων ανέργων, που μπορούν, κάλλιστα, να συνθέσουν το εκρηκτικό μίγμα μίας βραδυφλεγούς «αντισυστημικής» κοινωνικής εξέγερσης.

Μέχρι τώρα, τουλάχιστον, μπορούσαμε να εφησυχάζουμε βαυκαλιζόμενοι με τη σκέψη ότι η αποχή κινείτο σε θεσμικά πλαίσια συγκεντρώνοντας τα ποσοστά των πολιτών που συμπτωματικά δε συμμετείχαν στην εκλογική διαδικασία, είτε διότι παρέμεναν απολίτικοι, είτε διότι δεν ήθελαν να χαλάσουν τη ζαχαρένια τους μπαίνοντας στον κόπο να ψηφίσουν χωρίς να πολυπιστεύουν στο νόημα της έκφρασης μιας οποιασδήποτε κομματικής προτίμησης. Τώρα, όμως, τα πράγματα εμφανίζονται με λιγότερο ανώδυνο τρόπο. Γιατί στα ποσοστά της αποχής έχουν μετακινηθεί (προσωρινά;) κρίσιμες μάζες διαμαρτυρομένων νέων και απεγνωσμένων ανέργων, που μπορούν, κάλλιστα, να συνθέσουν το εκρηκτικό μίγμα μίας βραδυφλεγούς «αντισυστημικής» κοινωνικής εξέγερσης.

 Βεβαίως, με την απορρόφηση της «τιμωρητικής» ψήφου από την αποχή το ποσοστό της «αντισυστημικής» ψήφου, που μπήκε στο παιχνίδι του κομματικού ανταγωνισμού της 20ης Σεπτεμβρίου, περιορίστηκε στο 1/5 περίπου του εκλογικού σώματος (ψηφοφόροι Χρυσής Αυγής, ΚΚΕ, Ένωσης Κεντρώων, Λαϊκής Ενότητας, λοιπών εξωκοινοβουλευτικών σχηματισμών) κάνοντας τη ζυγαριά να γύρει προς την κατεύθυνση της  «χρήσιμης» ψήφου, με τα κριτήρια της οποίας η πλειοψηφία του εκλογικού σώματος καταστάλαξε  στις τελικές κομματικές της επιλογές. 

Κι έτσι, για μία ακόμα φορά, απέδειξε ότι ξέρει να λύνει τις εκλογικές εξισώσεις με τη μέθοδο της απλοποίησης των όρων τους. 

Παρά τις συγχύσεις που προκάλεσε τόσο ο κομματικός ανταγωνισμός όσο και οι δημοσκοπικές απεικονίσεις του, το εκλογικό σώμα που αποφάσισε να συμμετέχει σε αυτόν το έκανε εφαρμόζοντας τους κλασσικούς κανόνες της ασφαλούς πολιτικής συμπεριφοράς: 

Ο πρώτος κανόνας επέβαλε την εκχώρηση μίας «δεύτερης ευκαιρίας» στην απερχόμενη κυβέρνηση. 

Ο δεύτερος υπαγόρευσε την ανάγκη μίας «καθαρής» εντολής, ώστε να αποκλεισθεί οποιοδήποτε ενδεχόμενο παρερμηνείας ή αμφιβολίας. 

Ο πρώτος εφαρμόστηκε με τη δυναμική που πυροδότησε η εντύπωση  ότι, χωρίς να μακροημερεύσει, η κυβέρνηση προσπάθησε για το καλύτερο κερδίζοντας το δικαίωμα στο χρόνο που ζητούσε για να δρέψει τους καρπούς του.

Ο δεύτερος έγινε ακόμη επιτακτικότερος ενόψει του κινδύνου η, κατά τα άλλα δημοφιλέστερη, αναζήτηση μορφών διακομματικής συνεργασίας με οικουμενικότερο χαρακτήρα να περιπλέξει τα ζητούμενα της επόμενης ημέρας αυξάνοντας την απώλεια πολύτιμου χρόνου και τις πιθανότητες πολιτικής αποσταθεροποίησης.

Κάπως έτσι ο ΣΥΡΙΖΑ, αν και έχασε 350.000 περίπου ψηφοφόρους, βρέθηκε να κόβει πρώτος και με διαφορά το νήμα της πρωτιάς. Η νίκη του ήταν αναμενόμενη, όχι, όμως, και το εύρος της. Το μέγεθος που αυτό το εύρος πήρε συνετέλεσε και στην απρόσμενη άνοδο των ΑΝΕΛ που, παρά τις απώλειες σε ψήφους που είχαν, πέτυχαν και αυτοί το στόχο να αποτελέσουν το «αναγκαίο κακό – συμπλήρωμα» της Κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας που απαιτείτο για να σχηματισθεί η νέα κυβέρνηση υπό συνθήκες που, ούτως ή άλλως, απέκλειαν την επίτευξη μιας αυτοδύναμης πλειοψηφίας.

Και έτσι συντάχθηκε το μήνυμα που έστειλε η λαϊκή ετυμηγορία: «Συνεχίστε όπως είστε χωρίς να μας εξαντλήσετε περισσότερο προσπαθώντας να τα βρείτε όλοι μαζί».

Κάπως έτσι, επίσης, η ΝΔ, με λιγότερες απώλειες σε απόλυτους αριθμούς ψηφοφόρων, δεν μπόρεσε να κάνει τη «μεγάλη ανατροπή», παρά το επίτευγμα της επανασυσπείρωσής της χάρις στην ηγεσία του Βαγγέλη Μεϊμαράκη. Άλλωστε, ο αγώνας της ήταν από τα αποδυτήρια χαμένος. Η καθυστερημένη επιστροφή της στη «στρατηγική του μεσαίου χώρου» άφησε ουσιαστικά αναπάντητο το βασικό του ερώτημα για τις απειλές εναντίον της πολιτικής σταθερότητας σε περίπτωση που ο ΣΥΡΙΖΑ υποχρεώνονταν να ξαναβρεθεί στην αντιπολίτευση.

Ανάλογες ήταν και οι στρατηγικές αδυναμίες των δύο κομμάτων που διεκδικούσαν το ρόλο του προνομιακού εταίρου σε μία κυβέρνηση ευρύτερης συνεργασίας.

Το Ποτάμι είδε την εκλογική του βάση να μειώνεται από τις κεντρόφυγες δυνάμεις που κινήθηκαν προς τα Δεξιά για να επιτρέψουν στη ΝΔ να αποτελέσει τον κορμό μιας νέας διακυβέρνησης και τις άλλες που κινήθηκαν προς τα Αριστερά για να επιταχύνουν την επιστροφή του ΣΥΡΙΖΑ στον ευρωπαϊκό ρεαλισμό μετά την απαλλαγή του από την ευρωσκεπτικιστική εσωκομματική του αντιπολίτευση.

Το ίδιο συνέβη και με το ΠΑΣΟΚ που, παρά την επανασυσπείρωση που του επέτρεψε να είναι το μόνο κόμμα που αύξησε τους ψηφοφόρους του, δεν μπόρεσε να αποτρέψει τις διαρροές που του στοίχησαν την κατάκτηση της τρίτης θέσης.

 Τα υπόλοιπα ανέλαβαν να τα ρυθμίσουν οι γυναίκες. Στη συντριπτική τους πλειοψηφία περιέβαλαν με τη «στοργή» τους και τις τελευταίες τους ελπίδες το νεαρό αρχηγό του ΣΥΡΙΖΑ. Δεν δυσκολεύθηκε, άλλωστε, να τις πείσει ότι απέναντι στην παλιά φθαρμένη πολιτική τάξη διατηρεί τη συναισθηματική υπεροχή που έχει πάντοτε το «νέο» όταν παλεύει με το «παλιό». Και έτσι συντάχθηκε το μήνυμα που έστειλε η λαϊκή ετυμηγορία: «Συνεχίστε όπως είστε χωρίς να μας εξαντλήσετε περισσότερο προσπαθώντας να τα βρείτε όλοι μαζί».

Ο Γιώργος Σεφερτζής είναι πολιτικός επιστήμονας- αναλυτής
Γιώργος Σεφερτζής

Share
Published by
Γιώργος Σεφερτζής