Εκλογές: Κερδίζει αυτός που χάνει (λιγότερους)

Είχα κλείσει την τελευταία μου ανάρτηση στην Popaganda με το ερώτημα αν, εκτός από την πτώχευση, θα μπορούσαμε, κατά τύχη, να γλυτώσουμε και από τον παραλογισμό, στον οποίο βυθίζεται χρόνια τώρα η δημόσια ζωή μας.  

Άλλοτε επιτρέποντας στο λαϊκισμό να αποδιοργανώνει τις σχέσεις της πολιτικής με την οικονομία. 

Άλλοτε αφήνοντας τον παλαιοκομματισμό να θυσιάζει το κοινωνικό όφελος στο βωμό της αποφυγής του πολιτικού κόστους που μοιραία συνεπάγεται κάθε μεταρρυθμιστικό εγχείρημα. 

 Βρισκόμασταν τότε ακόμα υπό το κράτος της εξάμηνης «δημιουργικής ασάφειας» και της παρατεινόμενης εθνικής αγωνίας για την έξοδο από το αδιέξοδο, στο οποίο φαινόταν να έχει εγκλωβιστεί η διαπραγματευτική διαδικασία με τους δανειστές μας.

Τα όσα ακολούθησαν έκτοτε μας γλύτωσαν προσώρας από την πτώχευση. Δεν είναι, όμως, καθόλου σίγουρο ότι θα μας λυτρώσουν και από τον παραλογισμό που, εν τω μεταξύ, είχε φθάσει σε επίπεδο   παροξυσμού. 

Με τους κυβερνώντες να προσπαθούσαν να διασώσουν επικοινωνιακά ό,τι ήταν αδύνατο να κερδίσουν πολιτικά. 

Με τους εντυπωσιοθηρικούς τακτικισμούς να δημιουργούν περισσότερα προβλήματα από όσα έλυναν. 

Με το λογαριασμό της διαχείρισης της εξουσίας δια της μετάθεσης, και όχι της ανάληψης των ευθυνών που της αναλογούν, να φθάνει σε καταθλιπτικά ύψη.

Το οικονομικό σκέλος αυτού του λογαριασμού περιλαμβάνεται ήδη στο κείμενο της συμφωνίας που in extremis συνομολογήθηκε  με τους ευρωπαίους εταίρους μας, αφού προηγουμένως αυξήθηκε άνευ ουσιαστικού λόγου με τους ερασιτεχνισμούς και τους τυχοδιωκτισμούς  που έπληξαν τη διεθνή αξιοπιστία της χώρας, οδήγησαν στο κλείσιμο των τραπεζών, επέβαλαν τους κεφαλαιακούς ελέγχους, ακινητοποίησαν σχεδόν πλήρως την αγορά, επανέφεραν την οικονομία στην ύφεση, εξανέμισαν τα οφέλη μίας πολλά υποσχόμενης τουριστικής περιόδου και επεφύλαξαν στους πολίτες ένα αξέχαστο καλοκαίρι αριστερής μελαγχολίας και παραλυτικής αβεβαιότητας. 

 Το πολιτικό σκέλος του ίδιου λογαριασμού αναμένεται να προκύψει  την ερχόμενη Κυριακή μαζί με το αποτέλεσμα  των εκλογών.

Για το νόημά τους η  πλειοψηφία των πολιτών μάλλον αμφιβάλλει ακόμα. Για το πραγματικό διακύβευμά τους η κοινή γνώμη αμήχανη δεν έχει βγάλει ακόμα ασφαλές συμπέρασμα.

Η λογικοφανής εξήγηση που της έδωσε ο παραιτηθείς πρωθυπουργός, επικαλούμενος την ανάγκη μίας νέας λαϊκής εντολής μετά την αποτυχία του να εκτελέσει την προηγούμενη,  δεν την έχει ακόμα πείσει ότι αποτελεί πράξη πολιτικής εντιμότητας και όχι πρόσχημα εύσχημης αποχώρησης από τη διακυβέρνηση που θα τον συμπεριλάβει στη σειρά των προκατόχων του μνημονιακών. 

Ούτε η παραδοξότητα της διεκδίκησης μίας δεύτερης ευκαιρίας από έναν πολιτικό ηγέτη που ομολογεί ότι έχασε την πρώτη πέφτοντας έξω σε όλες σχεδόν τις εκτιμήσεις που έκανε για τους βασικούς του συνεργάτες, τους διεθνείς συσχετισμούς και τους διαπραγματευτικούς χειρισμούς, ούτε η επιμονή του στη στρατηγική της αυτοδυναμίας, που δε μπόρεσε να εξασφαλισθεί κάτω από τις κατά πολύ ευνοϊκότερες συνθήκες του περασμένου Ιανουαρίου, επιτρέπουν τα στοιχήματα για τις πραγματικές προθέσεις του Προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ.

 Το μόνο σίγουρο είναι ότι η αντίστροφη μέτρηση προς τις κάλπες της 20ης Σεπτεμβρίου άρχισε από την επομένη του δημοψηφίσματος της 5ης Ιουλίου και την παράδοξη ερμηνεία του αποτελέσματός του, που, αντί να ενισχύσει τη διαπραγματευτική θέση της κυβέρνησης, είχε ως συνέπεια την αποσύνθεσή της. 

Όπως, επίσης, είναι σίγουρο ότι το φινάλε της εξελίσσεται με έναν καθόλου λιγότερο παράδοξο τρόπο. 

Όχι μόνο γιατί διαψεύδονται τα προγνωστικά που, τη στιγμή της προκήρυξης των εκλογών, έκαναν τον Αλέξη Τσίπρα να πιστεύει σε έναν υγιεινό εκλογικό περίπατο προς την αυτοδυναμία σε πείσμα της κοινωνίας πολιτών που, προ πολλού, θεωρεί τις μονοκομματικές κυβερνήσεις προϊόντα ενός καταδικασμένου παρελθόντος. 

Αλλά, κυρίως, γιατί, εκτός από την έκταση του ρήγματος που η υπογραφή του 3ου μνημονίου προκάλεσε στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ και το βάθος της απογοήτευσης που δημιούργησε στους ψηφοφόρους του το περιεχόμενό του, το υψηλότερο  εμπόδιο που φαίνεται να ανακόπτει την εκλογική δυναμική του είναι αυτό που ορθώνει σήμερα ένας μεταβατικός αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

 Ξαναβάζοντας τη Ν.Δ. στο παιχνίδι της εξουσίας με αναπτερωμένο ηθικό και συσπειρωμένους ψηφοφόρους, ο Βαγγέλης Μεϊμαράκης μετέτρεψε την εκλογική αναμέτρηση σε ντέρμπι που, ίσως, αποτελέσει το μόνο λόγο για τον οποίο τα ποσοστά της αποχής μπορεί να συγκρατηθούν σε επίπεδα που δε θα αναγορεύουν σε νικητή των εκλογών έναν από τους ηττημένους της μάχης για να ανακτήσει ο πολιτικός ανταγωνισμός την κοινωνική νομιμοποίηση που απαιτεί ο εξορθολογισμός του. 

Η απαλλαγή του από τους πλασματικούς ιδεολογικούς υπερπροσδιορισμούς, που αναπαράχθηκαν από την απροσδιοριστία της αντίθεσης μεταξύ «μνημονιακών» και «αντι-μνημονιακών» δυνάμεων, θα μπορούσε, πράγματι, να δώσει τη χρυσή ευκαιρία για την επιστροφή των πολιτικών αντιπαραθέσεων στην ουσία των ορθολογικών στρατηγικών διακυβευμάτων και των αυθεντικών αναπτυξιακών διλημμάτων.

Αν η ευκαιρία αυτή χαθεί, ο πολιτικός ανταγωνισμός θα αφήσει προφανώς αδιάφορους αυτούς που δε θα θελήσουν να συμμετάσχουν στην αναβίωση απαξιωμένων συστημάτων άγρας πολυσυλλεκτικών  πλειοψηφιών μέσα από τα θολά νερά των εκλογικών συγκυριών και των μισών αληθειών.

Αν αυτό συμβεί, ο κερδισμένος της κάλπης θα είναι απλώς ο λιγότερο χαμένος σε ψήφους. 

Μόνο που έτσι το νέο θα παραμείνει  ένα αενάως ζητούμενο, αλλά μηδέποτε γεννώμενο. 

Εκτός κι αν το αποψινό debate μεταξύ των δύο μονομάχων της εξουσίας κάνει την έκπληξη μίας ελπιδοφόρας διαφοράς από τα αναμενόμενα.

 

Ο Γιώργος Σεφερτζής είναι πολιτικός επιστήμονας-αναλυτής
Γιώργος Σεφερτζής