Το μεσημέρι μετά το κατάστημα δεν είναι σχεδόν ποτέ βαρετό, αλλά πολύ σπάνια είναι ενδιαφέρον. Η ζέστη ενισχύει το φαινόμενο αυτό του χυλού και κάνει τις συνειδήσεις ακόμα πιο αδιάφορες, σχεδόν κόβεται η αναπνοή από την τεράστια ευθεία γραμμή ανάμεσα σε χαρά και ενδιαφέρον και λύπη και ατονία. Περπατώντας από κάποιο καινούργιο στενό προς το σπίτι, με ένα μπουκαλάκι νερό, ένα τσιγάρο Ρόθμανς, έναν χάρτη, ένα τσαντάκι με μικροποσά και ταυτότητες, και ένα ρόπαλο για προστασία στο χέρι, διέκρινα ένα πανέμορφο μαγειρείο στον δρόμο που είχε σαν έμβλημα το Άγαλμα της Ελευθερίας και διακριτική ονομασία “Λίμπερτι”. Το μέρος διαμοίραζε μυρωδιές από μαγειρευτά από την Ινδονησία και ψητά από την Αργεντινή στον δρόμο και αφού μέτρησα τα μικροποσά και ανέστειλα το ρόπαλο μπήκα μέσα θριαμβευτικός και με πολύ αέρα διότι υπήρχε περίπτωση το μέρος να ήταν εχθρικό λόγω περιορισμένης ποσότητας φαγητών ή διασυνδέσεων με την τοπική μαφία που λυμαίνεται τα στέκια με τα σουτζουκάκια. Βρήκα ένα τραπέζι και κάθισα. Οι θαμώνες τρώγανε αφοσιωμένοι και δεν είδα πουθενά κάποιον υπάλληλο. Κάθισα και περίμενα δεκαπέντε λεπτά να ασχοληθεί κάποιος με την περίπτωση μου, έστω ακόμα και αρνητικά. Κανείς δεν ήρθε. Σε μια γωνία υπήρχε μια πόρτα δίπλα σε ένα ψυγείο γεμάτο με μπύρες και κρασιά πρόσφατης εσοδείας κατευθείαν από το κελάρι του Τσάμπιονς Μαρινοπούλου και διάβηκα αυτόν τον Ρουβίκωνα πεινασμένος όπου και βρήκα 4 καζάνια με σπανακόρυζο, σουπιές με σπανάκι, σπανακόπιτα, και σκέτα σπανάκια για σαλάτα. Δίπλα πιάτα και μαχαιροπίρουνα όπου κατάλαβα πως βοηθάνε να αυτοσερβιριστείς και να φας ήσυχος. Έβαλα 4 πιάτα ,ένα για κάθε έδεσμα σπανακίου και έφαγα ήσυχος στο τραπέζι. Κανείς δεν ασχολήθηκε ξανά με την περίπτωση μου και οι υπόλοιποι θαμώνες δεν έδειχναν συνεννοήσιμοι ώστε να ρωτήσω πως μπορούσα να πληρώσω. Πήρα δύο μπύρες και ένα κρασί τα οποία έβαλα στο τσαντάκι και χαστούκισα έναν γηραιό θαμώνα για να δω αν θα υπάρξουν αντιδράσεις, και δεν έγινε και πάλι τίποτα. Μάλλον το μαγειρείο ήταν υπερβολικά ελεύθερο ώστε να δέχεται χρήματα και να απαντάει στην βία. Πάντως όταν βγήκα και περπάτησα στον δρόμο και κοίταξα πίσω η πινακίδα έλειπε και το μέρος έμοιαζε εγκαταλελειμμένο. Ίσως ο πεινασμένος πια να ονειρεύεται σπανάκια, ή κάτι παρόμοιο. Πάντως το σπανακόρυζο ήθελε λίγο λεμόνι, το έγραψα στο κυτίο παραπόνων.

Θοδωρής Πανάγος

Share
Published by
Θοδωρής Πανάγος